Αριθμ.
Πρωτ.:69-13/7/2022
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ
Αγαπητοί συνάδελφοι,
Σας ενημερώνουμε ότι σήμερα, 13/7/2022,
η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος απέστειλε στον κ. Υπουργό Δικαιοσύνης τις παρακάτω παρατηρήσεις – επισημάνσεις επί του σχεδίου νόμου με τίτλο:
«Δικαστική Αστυνομία».
Η επιστολή:
ΠΡΟΣ
Προς τον κ. Υπουργό
Δικαιοσύνης, Κωνσταντίνο Τσιάρα
Αξιότιμε κ. Υπουργέ,
Στις 7-7-2022, τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση σχέδιο νόμου με τίτλο:
«Δικαστική Αστυνομία».
Η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος χαιρετίζει τη σχετική
νομοθετική πρωτοβουλία, ώστε επιτέλους να ιδρυθεί και λειτουργήσει στη χώρα μας
δικαστική αστυνομία, που αποτελεί πάγιο και διαχρονικό αίτημά της.
Εκφράζουμε όμως τη γνώμη ότι
οι ευρείες αρμοδιότητες, που προβλέπονται στο σχέδιο νόμου, καθιστούν
αδύνατη τη λειτουργία στην πράξη της υπό ίδρυση υπηρεσίας. Σκοπός της
Δικαστικής Αστυνομίας θα πρέπει να είναι η υποβοήθηση του έργου του εισαγγελέα
πρωτοδικών, όπως ακριβώς είχε προβλεφθεί αρχικά στο άρθρο 36 του Ν. 2145/1993,
με: α. τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, β. τη διενέργεια προανακριτικών
και ανακριτικών πράξεων κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας ή παραγγελίας του
ανακριτή, γ. τη συλλογή αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων για να βεβαιωθεί η
τέλεση εγκλήματος και να ανακαλυφθεί ο δράστης, δ. την εκτέλεση ποινικών
δικαστικών αποφάσεων, ενταλμάτων σύλληψης, προσωρινής κράτησης και βίαιης
προσαγωγής, καθώς και κάθε άλλης
διαδικαστικής πράξεως της ποινικής διαδικασίας, κατά την κρίση του αρμόδιου
εισαγγελέα, ε. την παροχή επιστημονικής και τεχνικής συνδρομής επί θεμάτων των
οποίων η μελέτη και ανάλυση απαιτεί ειδικές γνώσεις και στ. την υποβοήθηση των
αρμοδίων δικαστικών και εισαγγελικών αρχών στην εκτέλεση αιτημάτων δικαστικής
συνδρομής. Πέραν των ανωτέρω, δεν θα πρέπει, κατά την άποψη μας, να ανατεθούν
στη δικαστική αστυνομία και αρμοδιότητες που αφορούν: α. την ευταξία των
δικαστικών συνεδριάσεων και τη φύλαξη των δικαστικών καταστημάτων (άρθρο 4 παρ.
2 περ. β’ υποπερ. βγ’ του σχεδίου νόμου) και β. την εντός και εκτός δικαστηρίων
φύλαξη δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών (άρθρο 4 παρ. 2 περ. β’ υποπερ.
βε’ του σχεδίου νόμου).
Θεωρούμε, επίσης, ότι κάθε περιφερειακή υπηρεσία της
Δικαστικής Αστυνομίας θα πρέπει να εδρεύει στην οικεία εισαγγελία, οι δε
υπάλληλοι της θα πρέπει να τελούν υπό την άμεση διεύθυνση και εποπτεία του
οικείου εισαγγελέα, το έργο του οποίου θα επικουρούν.
Εκφράζουμε, σε κάθε περίπτωση, τις αντιρρήσεις μας για
την προβλεπόμενη στο σχέδιο νόμου ανάθεση της εποπτείας των περιφερειακών
υπηρεσιών της Δικαστικής Αστυνομίας στους διευθύνοντες το δικαστήριο ή τη
γενική επιτροπεία και όχι στους εισαγγελείς, ρύθμιση που αφενός μεν
ενέχει δυσμενή διάκριση σε βάρος του εισαγγελικού κλάδου,
αφετέρου δε θα δημιουργήσει πρακτικές δυσλειτουργίες στην ίδια την υπό ίδρυση
υπηρεσία.
Ειδικότερα :
Σύμφωνα με το άρθρο
3 παρ. 1, 2 και 4 του σχεδίου νόμου:
«1. Στο Υπουργείο Δικαιοσύνης συστήνεται «Υπηρεσία
Δικαστικής Αστυνομίας», η οποία διαιρείται σε πολιτικό και αστυνομικό τομέα. 2.
Η Υπηρεσία Δικαστικής Αστυνομίας αποτελείται από: α) τη Διεύθυνση Δικαστικής
Αστυνομίας, η οποία εδρεύει στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, υπάγεται στη Γενική
Γραμματεία Δικαιοσύνης και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και διαιρείται σε Τμήμα
Πολιτικού Τομέα και Τμήμα Αστυνομικού Τομέα. β) τις περιφερειακές υπηρεσίες,
καθεμία από τις οποίες εδρεύει σε δικαστήριο ή γενική επιτροπεία. Οι περιφερειακές
υπηρεσίες δύνανται να εδρεύουν και σε δικαστικά μέγαρα όπου στεγάζονται
περισσότερα δικαστήρια, εισαγγελίες και επιτροπείες. Οι περιφερειακές
υπηρεσίες διαιρούνται σε πολιτικό και αστυνομικό τομέα. 4. Ο διευθύνων το
δικαστήριο ή τη γενική επιτροπεία εποπτεύει την αντίστοιχη περιφερειακή
υπηρεσία της Δικαστικής Αστυνομίας. Αν η περιφερειακή υπηρεσία εδρεύει σε
δικαστικό μέγαρο, την εποπτεία ασκεί ο αρχαιότερος από τους διευθύνοντες
δικαστικούς λειτουργούς».
Κατά δε το άρθρο 4 παρ. 1 και 2 περ. α’, β’ και δ’ του σχεδίου νόμου: «1. Η Διεύθυνση Δικαστικής Αστυνομίας είναι αρμόδια για τη διεύθυνση
και τη διοικητική υποστήριξη των περιφερειακών υπηρεσιών. 2. Οι περιφερειακές
υπηρεσίες έχουν τις αρμοδιότητες της παρούσας. α. Ο πολιτικός τομέας είναι αρμόδιος για: αα) τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης,
προανάκρισης και ανακριτικών πράξεων κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας ή
παραγγελίας του ανακριτή. …, αβ) την παροχή επιστημονικής και τεχνικής
συνδρομής στους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς επί θεμάτων των
οποίων η μελέτη και ανάλυση απαιτεί ειδικές γνώσεις. … . αγ) την υποβοήθηση των
αρμοδίων δικαστικών και εισαγγελικών αρχών στην εκτέλεση αιτημάτων δικαστικής
συνδρομής. β) Ο αστυνομικός
τομέας είναι αρμόδιος για:
βα) την επίδοση δικογράφων και διαδικαστικών εγγράφων, ββ) την εκτέλεση των
αποφάσεων των ποινικών δικαστηρίων, βγ) την ευταξία των δικαστικών συνεδριάσεων
και τη φύλαξη των δικαστικών καταστημάτων, βδ) τη συνδρομή προς τους
δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς κατά τη διενέργεια ανακριτικών
πράξεων ή κατά την εκτέλεση αιτημάτων δικαστικής συνδρομής, καθώς και προς τους
υπαλλήλους του πολιτικού τομέα της Δικαστικής Αστυνομίας, όταν αυτοί διενεργούν
προκαταρκτική εξέταση ή προανάκριση, βε) την εντός και εκτός δικαστηρίων φύλαξη
δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, όταν κρίνεται από τον εποπτεύοντα την
περιφερειακή υπηρεσία ότι συντρέχουν λόγοι ασφαλείας που συνδέονται με την
άσκηση των καθηκόντων τους. … δ. Οι
υπηρετούντες στις περιφερειακές υπηρεσίες των δικαστηρίων παρέχουν τις υπηρεσίες
τους και στις αντίστοιχες εισαγγελίες .»
Επί των ανωτέρω προβλέψεων του νομοσχεδίου, λεκτέα τα
ακόλουθα:
Ι. Η σύσταση της Δικαστικής Αστυνομίας είχε προβλεφθεί
νομοθετικά στο άρθρο 36 Ν. 2145/1993
ορίζοντας ειδικότερα τα κάτωθι: «1. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα
από πρόταση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Οικονομικών, Δικαιοσύνης και
Δημόσιας Τάξης, μπορεί να ιδρυθεί υπηρεσία Δικαστικής Αστυνομίας στις εισαγγελίες πρωτοδικών της χώρας
με τον τίτλο "Δικαστική Αστυνομία", που τελεί υπό την άμεση διεύθυνση του οικείου εισαγγελέα πρωτοδικών. 2.
Σκοπός της Δικαστικής Αστυνομίας είναι η υποβοήθηση του εισαγγελέα πρωτοδικών
στα καθήκοντα του με την διενέργεια: α. Προανακριτικών πράξεων, β.
Προανακριτικών εξετάσεων, γ. Συλλογής αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων για να
βεβαιωθεί η τέλεση εγκλήματος και να ανακαλυφθεί ο δράστης, δ. Εκτελέσεως
ποινικών δικαστικών αποφάσεων, ενταλμάτων συλλήψεως, προσωρινής κρατήσεως και
βίαιης προσαγωγής, καθώς και κάθε άλλης διαδικαστικής πράξεως της ποινικής
διαδικασίας κατά την κρίση του αρμόδιου εισαγγελέα». Με την προαναφερόμενη
διάταξη του άρθρου 36 Ν. 2145/1993, ετίθετο το θεμέλιο για την ίδρυση
Δικαστικής Αστυνομίας, πλην όμως ουδέποτε εφαρμόστηκε στην πράξη, αφού δεν
εκδόθηκε το προβλεπόμενο προεδρικό διάταγμα.
ΙΙ. Η επιτακτική ανάγκη ίδρυσης και λειτουργίας
Δικαστικής Αστυνομίας αποτέλεσε πάγιο και διαχρονικό αίτημα της Ένωσης
Εισαγγελέων Ελλάδος, από τριακονταπενταετίας (σχετικό το με αρ. πρωτ. 74/12.6.1987
υπόµνηµά της), αλλά και γενικά των εισαγγελικών λειτουργών (σχετικές: α) η µε
αρ. πρωτ. 20234/12.5.1987 αναφορά του Προϊσταμένου της Εισαγγελίας Εφετών
Αθηνών προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης και β) η με αριθμό 3/2003 απόφαση της
Ολομέλειας της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, με
την οποία αναγνωρίστηκε η αναγκαιότητα σύστασης Δικαστικής Αστυνομίας ώστε,
όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην απόφαση, «… να μπορούν οι εισαγγελείς να αντιμετωπίζουν τις αναπτυσσόμενες
σύγχρονες μορφές εγκληματικότητας, συμπεριλαμβανομένης και της παρατηρούμενης
διαφθοράς στο δημόσιο τομέα. Ειδικότερα ο Εισαγγελέας πρέπει να έχει τη
συμπαράσταση έμπειρων και έμπιστων ειδικών που να γνωρίζουν τις μεταβαλλόμενες
μεθόδους της οικονομικής εγκληματικότητας και να είναι αρωγοί στην εκάστοτε
εισαγγελική έρευνα με τρόπο ασφαλή, τεκμηριωμένο και στο δυνατό ταχύτερο χρόνο.
Η σύσταση και η ορθή στελέχωση της Δικαστικής Αστυνομίας είναι επιβεβλημένη,
γιατί, πλην άλλων, θα διευκολύνει σημαντικά το έργο των διωκτικών αρχών τόσο
κατά το στάδιο της προανακρίσεως, η οποία έτσι θα μπορεί να διεξάγεται ταχύτερα
και πληρέστερα, όσο και στο στάδιο της εκτέλεσης των ποινών . Η Δικαστική Αστυνομία θα διευθύνεται και θα
εποπτεύεται άμεσα από Εισαγγελικό Λειτουργό. Σ΄ αυτή θα μετέχουν και άλλα
πρόσωπα από κλάδους βασικών ειδικοτήτων (γραφολόγοι, μηχανικοί, φοροτεχνικοί
κλπ.) επιλεγόμενα με κριτήρια αξιοκρατικά και αδιάβλητα. Με τη Δικαστική
Αστυνομία η ανεξάρτητη Εισαγγελική Αρχή θα μπορεί, δια των αμέσων οργάνων της,
να προβαίνει σε δειγματοληπτικές παρεμβάσεις σε ευαίσθητους τομείς, όπως η
διακίνηση ναρκωτικών, εκμετάλλευση γυναικών, απάτες σε βάρος του δημοσίου κλπ.
Έτσι το αποτέλεσμα θα είναι η δραστηριοποίηση των λοιπών διωκτικών αρχών λόγω
άμιλλας και η αποκάλυψη τυχόν παραλείψεων και συγκαλύψεων που θα οδηγούν στην
αναζήτηση των ευθυνών των υπαιτίων. Η σημερινή παρέμβαση της Εισαγγελικής
Αρχής, δεν πραγματοποιείται με άμεσα όργανα αυτής, αλλά με παραγγελίες προς τις
άλλες διωκτικές αρχές, τα στελέχη των οποίων τελούν μεν υπό την εποπτεία του
Εισαγγελέα, όχι όμως υπό την άμεση διεύθυνση του, την οποία έχει η διοίκηση και
από την οποία άμεσα εξαρτώνται. Έτσι η
εισαγγελική παρέμβαση, υπό τις παρούσες συνθήκες, χάνει τον αιφνιδιασμό, την
αξιοπιστία , τη μυστικότητα και τελικά την αποτελεσματικότητα της…»), καθώς
και άλλων φορέων, όπως η Εταιρεία Δικαστικών
Μελετών σε σχετικό πόρισμά της.
ΙΙΙ. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης στο παρελθόν είχε συγκροτήσει
ειδική νομοπαρασκευαστική επιτροπή για την προετοιμασία σχετικού σχεδίου νόμου,
το οποίο και παρουσιάστηκε το φθινόπωρο του 2005. Αφετηρία και αυτού του
σχεδίου νόμου ήταν η βούληση να δημιουργηθεί µία νέα υπηρεσία υπαγόμενη στο
Υπουργείο Δικαιοσύνης, που θα στελεχωνόταν από προσωπικό της εισαγγελίας και
μόνιμο εξειδικευμένο αστυνομικό προσωπικό, επικουρούμενο µε απόσπαση από άλλες
δημόσιες υπηρεσίες µε εξειδικευμένους επιστήμονες πάντα υπό την άμεση διεύθυνση της ανεξάρτητης εισαγγελικής αρχής και προς υποβοήθηση του έργου της. Στο σχέδιο νόμου αυτό
προβλέπονταν οι εξής αρμοδιότητες της Δικαστικής
Αστυνομίας (άρθρο 2 παρ. 2): α) η διενέργεια συμπληρωματικής προανάκρισης ή
προκαταρκτικής εξέτασης μετά την υποβολή της σχετικής δικογραφίας στον
Εισαγγελέα, β) η βεβαίωση αξιόποινων πράξεων, γ) η σύλληψη του δράστη στην περίπτωση
αυτοφώρου εγκλήματος, δ) η επίδοση ποινικών δικογράφων, ε) η εκτέλεση ποινικών
αποφάσεων, ενταλμάτων συλλήψεως, προσωρινής κράτησης και βίαιης προσαγωγής, στ)
η ευταξία των δικαστικών συνεδριάσεων, ζ) η ασφαλής μεταγωγή των κρατουμένων
στα δικαστήρια όπου καλούνται ή στους ανακριτές ή στους προανακριτικούς
υπαλλήλους για ανάκριση, η) η συνεργασία µε τις ξένες δικαστικές ή αστυνομικές
αρχές και η διεκπεραίωση αιτημάτων δικαστικής συνδρομής των ως άνω αρχών, θ) κάθε άλλη διαδικαστική πράξη της ποινικής
διαδικασίας που θα της ανατεθεί από τον αρμόδιο Εισαγγελέα. Ομοίως προβλεπόταν ότι
ο Διευθύνων την οικεία Εισαγγελία Πρωτοδικών προΐσταται όλων των επί μέρους
υπηρεσιών της Δικαστικής Αστυνομίας, ο δε Εισαγγελέας Εφετών ασκεί την εποπτεία
και τα καθήκοντα επιθεώρησης (άρθρο 7).
ΙV. Στη συνέχεια, τον Ιούλιο του 2018 τέθηκε σε δημόσια
διαβούλευση νομοθετική πρωτοβουλία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, υπό τον τίτλο:
«Ίδρυση Υπηρεσίας Δικαστικής Αστυνομίας», όπου οριζόταν ότι σκοπός της είναι η
υποβοήθηση του έργου των δικαστικών και εισαγγελικών αρχών, ότι οι υπάλληλοι
της Δικαστικής Αστυνομίας είναι ανακριτικοί υπάλληλοι κατά την έννοια των
σχετικών διατάξεων του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας καθώς και ότι τα στελέχη της
Δικαστικής Αστυνομίας που υπηρετούν στα
Περιφερειακά Τμήματα ανά Δικαστήριο ή Εισαγγελία, τελούν υπό την διεύθυνση του
Διευθύνοντος το Δικαστήριο ή την Εισαγγελία αντίστοιχα. Στις αρμοδιότητες
και τα καθήκοντα της Δικαστικής Αστυνομίας υπάγονταν ιδίως: α) η κατόπιν
εισαγγελικής εντολής διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης και προανακριτικών
πράξεων, β) η εκτέλεση ενταλμάτων σύλληψης ή η κατά νόμο διενέργεια αυτόφωρων
συλλήψεων, γ) η επίδοση δικογράφων και διαδικαστικών εγγράφων, δ) η εκτέλεση
των αποφάσεων των ποινικών δικαστηρίων, ε) η ευταξία των δικαστικών
συνεδριάσεων και η φύλαξη των δικαστικών καταστημάτων, στ) η υποβοήθηση των
αρμοδίων δικαστικών και εισαγγελικών αρχών στην εκτέλεση αιτημάτων δικαστικής
συνδρομής, ζ) η παροχή επιστημονικής και τεχνικής συνδρομής στους δικαστικούς
και εισαγγελικούς λειτουργούς επί θεμάτων των οποίων η μελέτη και ανάλυση
απαιτεί ειδικές γνώσεις , η) η βεβαίωση αξιόποινων πράξεων, των οποίων οι
υπάλληλοι της Δικαστικής Αστυνομίας λαμβάνουν γνώση κατά την άσκηση των
καθηκόντων τους, θ) κάθε άλλη διαδικαστική πράξη που θα της ανατεθεί από τις
αρμόδιες Δικαστικές και Εισαγγελικές Αρχές.
V. Παρά το γεγονός ότι
μοναδικός σκοπός της υπό ίδρυση Δικαστικής Αστυνομίας, όπως αυτός διαφαίνεται
και από τα σχετικά ως άνω νομοσχέδια, είναι διαχρονικά η υποβοήθηση του έργου
του Εισαγγελέα Πρωτοδικών, υπό την άμεση διεύθυνση και εποπτεία του οποίου θα
τελούσε η εν λόγω υπηρεσία, αιφνίδια διαπιστώνουμε ότι στο νέο σχέδιο νόμου, η
Δικαστική Αστυνομία θα εδρεύει σε κάθε δικαστήριο ή γενική επιτροπεία και θα
εποπτεύεται από τους διευθύνοντες τα δικαστήρια δικαστικούς λειτουργούς. Τούτο,
δε, μάλιστα, καίτοι η συντριπτική πλειοψηφία των αρμοδιοτήτων, τις οποίες η
Δικαστική Αστυνομία έχει, σύμφωνα με το σχέδιο νόμου, ταυτίζονται με τις
αρμοδιότητες του εισαγγελέα πρωτοδικών, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 29 Ν.
4938/2022 - Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ (διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, διεύθυνση της
προανάκρισης, εποπτεία και έλεγχος των αστυνομικών αρχών αναφορικά με την
πρόληψη και τη δίωξη των εγκλημάτων, εκτέλεση των ποινικών αποφάσεων και παροχή
συνδρομής για την εκτέλεση εκτελεστών τίτλων) και ενεργούνται ύστερα από
σχετική παραγγελία του ανωτέρω, η δε προανάκριση και προκαταρκτική εξέταση και
υπό την διεύθυνση αυτού, σύμφωνα με το άρθρο 31 παρ. 1 ΚΠΔ, η έννοια της οποίας
(διεύθυνσης) είναι σαφώς ευρύτερη και ισχυρότερη εκείνης της εποπτείας.
VI. Από τα παραπάνω είναι φανερό ότι καθίσταται
προβληματική η διάταξη που θέτει τις περιφερειακές υπηρεσίες της Δικαστικής
Αστυνομίας υπό την εποπτεία των διευθυνόντων τα δικαστήρια και τη γενική
επιτροπεία και όχι υπό την εποπτεία των εισαγγελικών αρχών, τις αρμοδιότητες
των οποίων εξυπηρετεί κατά κύριο λόγο η υπό ίδρυση υπηρεσία. Άλλωστε, όπως
αναφέρθηκε παραπάνω, ο σκοπός σύστασης της δικαστικής αστυνομίας, από την
αρχική νομοθετική πρόβλεψή της με το άρθρο 36 Ν. 2145/1993, ήταν η υποβοήθηση
του εισαγγελέα πρωτοδικών στα καθήκοντά του.
Για τους λόγους που
εκτέθηκαν προτείνουμε:
1. Να τροποποιηθεί η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 και 4 του σχεδίου νόμου
και να ορίζει τα εξής:
«2. Η Υπηρεσία της Δικαστικής Αστυνομίας αποτελείται
από: α) τη Διεύθυνση Δικαστικής Αστυνομίας, η οποία εδρεύει στο Υπουργείο
Δικαιοσύνης, υπάγεται στη Γενική Γραμματεία Δικαιοσύνης και Ανθρωπίνων
Δικαιωμάτων και διαιρείται σε Τμήμα Πολιτικού Τομέα και Τμήμα Αστυνομικού
Τομέα, β) τις περιφερειακές υπηρεσίες,
καθεμία από τις οποίες εδρεύει σε δικαστήριο ή γενική επιτροπεία ή στις οικείες
εισαγγελίες όσον αφορά τα δικαστήρια πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης. Οι
περιφερειακές υπηρεσίες διαιρούνται σε πολιτικό και αστυνομικό τομέα»
«4. Ο διευθύνων το δικαστήριο ή τη γενική επιτροπεία
εποπτεύει την αντίστοιχη περιφερειακή υπηρεσία της Δικαστικής Αστυνομίας. Ο διευθύνων την εισαγγελία, εποπτεύει την
αντίστοιχη περιφερειακή υπηρεσία της Δικαστικής Αστυνομίας των δικαστηρίων
πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης. Αν η περιφερειακή υπηρεσία εδρεύει σε
δικαστικό μέγαρο, την εποπτεία ασκεί ο διευθύνων την εισαγγελία».
2. Να αναδιαμορφωθεί η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 2
στοιχ. δ’ του σχεδίου νόμου, σύμφωνα με την οποία:
«Οι υπηρετούντες στις περιφερειακές υπηρεσίες των δικαστηρίων παρέχουν τις
υπηρεσίες τους και στις αντίστοιχες εισαγγελίες», ώστε να ορίζει ότι: «Οι
υπηρετούντες στις περιφερειακές υπηρεσίες των εισαγγελιών, παρέχουν τις
υπηρεσίες τους και στα αντίστοιχα δικαστήρια και τους δικαστικούς λειτουργούς,
που υπηρετούν σε αυτά».
Για το Διοικητικό Συμβούλιο της
Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος
Ο
Πρόεδρος |
|
Ο
Γενικός Γραμματέας |
|
|
|
Ευάγγελος Μπακέλας Εισαγγελέας Εφετών |
|
Ιωάννης Σέβης Εισαγγελέας Πρωτοδικών |