Αυτός θα μπορούσε να είναι ο τίτλος ενός εφιαλτικού σεναρίου για την Ελλάδα. Ενός σεναρίου που δεν προκύπτει από την ευαισθησία των στιγμών, ζώντας τις χθεσινές, τις προχθεσινές και τελικά τις συνήθεις και συχνές πια καταστροφές των ελληνικών δασών και των ανθρώπινων περιουσιών (οι οποίες περιουσίες, μοιραία σχετίζονται με τη φύση, έχοντας σχέση αλληλεξάρτησης με αυτήν στα πλαίσια του ζην ολιστικώς κατά το ελληνικό γίγνεσθαι), αλλά στα πλαίσια του λογισμού για την κατάστασή μας σε σχέση με τη φυσική καταστροφή που συντελείται και που την προσλαμβάνουμε ως αναγκαία συνθήκη (λόγω των ακραίων κλιματικών συνθηκών), όντας ασύνειδοι στο ελληνικό μας δράμα!
Ας σκεφτούμε ιστορικά σε σχέση με την ελληνική φύση: πώς αυτή συνθέτονταν και πώς απογίνηκε (περιορίζουμε εν προκειμένω τη σκέψη μας στη μεσογειακή φύση της Ελλάδας, όπως αυτή συγκροτείται στα δύσκολα ξηροθερμικά της περιβάλλοντα). Η άλλοτε δρυούσα Ελλάδα, η κυριαρχημένη από την ευλογημένη δρυ, μετάβηκε σ’ έναν έτερο τύπο κυριαρχούντων οικοσυστημάτων, λόγω της συντελεσθείσας περιβαλλοντικής (οικολογικής, ορθότερα) υποβάθμισης, στον τύπο των θερμόβιων πευκοδασών (της χαλεπίου και τραχείας πεύκης). Υποχωρούσε η δρυς και επεκτείνονταν το πεύκο, που έχει ισχυρή την εποικιστική ικανότητα. Τούτο γινόταν φυσικώς, αποτελούσε μια φύσει κατάσταση η οποία προέκυπτε βεβαίως από την ανθρώπινη επέμβαση, όμως η ίδια η φύση, θεραπευτικά ων λειτουργούσα, αποκαθιστούσε την υποβάθμιση με νέα φύση προσαρμοσμένη στα δεδομένα αυτής της υποβάθμισης.
Μην κατακρίνουμε λοιπόν τα πευκοδάση και τα καταδικάζουμε για τη φτωχότητα και την ευφλεξιμότητά τους διότι είναι δικό μας δημιούργημα, ως αποτέλεσμα του τρόπου που διαχειριστήκαμε τη γη –σε όποιο επίπεδο κι αν λογίζεται η ανθρώπινη διαχείριση σε σχέση με το ζην. Τα πευκοδάση καλώς ήλθαν κι επικράτησαν διότι αυτός ήταν ο φυσικός κανόνας, σύμφωνα με τον οποίο η φύση έπρεπε να καλύψει τα κενά της ανθρώπινης υποβάθμισης. Η δρυς υποχωρούσε διότι αδυνατούσε ν’ αντεπεξέλθει οικολογικά στις νέες συνθήκες που δημιουργούσε ο άνθρωπος, καλώντας την ν’ ανταποκριθεί σε περιβάλλοντα φτωχότερα και ξηρότερα. Το πεύκο το μπορούσε, έχοντας αυτή τη θαυμαστή ικανότητα της προσαρμογής στην πτωχεία. Και καλώς ήλθε κι έμεινε, υπό την έννοια που ήλθε…
Μπορεί η δρυς να επανέλθει; –γιατί ακούω τέτοιες απόψεις. Δύσκολο. Αλλάζουν τα περιβαλλοντικά δεδομένα και πια το είδος αδυνατεί ν’ ανταποκριθεί σε αυτά. Το δε πεύκο, από την πλευρά του, εδραιώθηκε στα προηγούμενα δρυώδη περιβάλλοντα. Η αδυναμία της δρυός στο να επανέλθει έγκειται στην έλλειψη υγρασίας (στην ατμόσφαιρα αλλά κυρίως στο έδαφος) κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, σύμφωνα και με τις συνεχώς επιδεινούμενες ξηροθερμικές συνθήκες, εν συνδυασμώ με την υποβάθμιση των εδαφών που επέρχεται και γενικότερα των σταθμολογικών συνθηκών της κάθε περιοχής. Αυτή η κατάσταση δε βοηθά το φυτό ν’ αντεπεξέλθει κατά το πρώιμο κρίσιμο στάδιο του φυταρίου, αφού έχει μικρό ινώδες ριζικό σύστημα που είναι αδύναμο στο να υποστηρίξει το φυτό υπό τις συνεχώς επιδεινούμενες κλιματικά μεσογειακές, ξηροθερμικές συνθήκες. Επιπροσθέτως, ως φωτόφιλο είδος η δρυς επιθυμεί ηλιάζουσες ανοικτές θέσεις (μη σκιαζόμενες), που όμως είναι και οι πιο ακραίες από πλευράς συνθηκών για την ανάπτυξη των φυτών της.
Το πεύκο, αντίθετα, μπορεί αυτή την προσαρμογή στην ακρότητα. Είναι λιτοδίαιτο και ολιγαρκές είδος, και το μόνο που απαιτεί είναι φως, που αυτό το έχει άφθονο η Ελλάδα. Το μυστικό του, δε, είναι ο Ιχώρ του, η ρητίνη, που είναι βασική ύλη για τη λειτουργία του. Η ρητίνη ενοχλεί τον άνθρωπο διότι κάνει “επικίνδυνο” για φωτιά το δένδρο, και αποτελεί τη βασική αιτία που το όμορφο αυτό ελληνικό δένδρο καταδικάζεται. Η ρητίνη περιέχεται σε αγωγούς του κορμού και του φλοιού του πεύκου, που ονομάζονται ρητινοφόροι αγωγοί κι αποτελούν ένα δίκτυο συγκοινωνούντων αγγείων. Πέραν όμως των βασικών ρητινοφόρων αγωγών του ξύλου και του φλοιού του δένδρου, που είναι ενσωματωμένοι στη δομή του κι εξυπηρετούν τη βιολογική του λειτουργία, υπάρχουν και οι εκχυματικοί τραυματικοί ρητινοφόροι αγωγοί, οι οποίοι όταν προκληθούν με τραυματισμό του δένδρου από διάφορες αιτίες (πληγώσεις, άνεμο, φωτιά, κεραυνό, πουλιά κ.ά.) εκκρίνουν τη ρητίνη, που είναι ένα πυκνόρρευστο, κολλώδες, άχρωμο υγρό, που καλύπτει την πληγή και προστατεύει το δένδρο από προσβολές υγρασίας, σήψης και ξηροφθόρων εντόμων. Αυτοί οι αγωγοί ευθύνονται κατά βάσιν για τη μεγάλη ευφλεξιμότητα του πεύκου. Έχει κι άλλες άμυνες το πεύκο προκειμένου να επιβιώσει: τη βελονοφορία, το κλείσιμο των στοματίων κατά τις θερμές ώρες της ημέρας, για να καταστέλλονται οι λειτουργίες του φυτού σε στιγμές θερμοκρασιακού σοκ, την επιπολαιοριζία κ.λπ.
Καίγεται λοιπόν το πεύκο λόγω της εύφλεκτης ρητίνης του, και καταδικάζεται από τον Έλληνα για το λόγο αυτό! Καίγεται ακόμα και εκ της φύσης του γιατί έτσι αναγεννάται. Υπερώριμα πευκοδάση, μ’ έλλειψη αναγέννησης, με αντιστάσεις μικρές και βάρος ύλης τεράστιο για τις δυνατότητες αφομοίωσής του από το παρόν σύστημα, μοιραία παραδίδονται στην παράγοντα που θα τα πλήξει και θα τα παραδώσει στις φλόγες. Η φωτιά εν προκειμένω, αποτελεί τη λύση –τα απελευθερώνει από το βάρος της ύλης τους! Οι φυσικοί παράγοντες επενεργούν λυτρωτικά για τα συγκεκριμένα συστήματα, και η πυρκαγιά που συμβαίνει, τα «καθαρίζει», τ’ ανανεώνει και τ’ αναζωογονεί. Έχει υπολογιστεί ότι τα πευκοδάση εάν αφεθούν, καίγονται φυσικώς κάθε 100 με 150 χρόνια. Ο κύκλος αυτός, διά των ετών παρέμβασης του ανθρώπου, έχει κατέλθει στα 50 με 60 χρόνια. Και τελευταίως, λόγω και της κλιματικής αλλαγής, ο κύκλος κλείνει στα 15-30 χρόνια. Λαμβάνοντας δε υπόψη ότι το πεύκο ωριμάζει προς παραγωγική καρποφορία από τα 15 χρόνια του, καταλαβαίνουμε ότι κατεβάζοντας τον κύκλο φωτιάς των θερμόβιων πευκοδασών, τα φτάνουμε στο όριο της δυνάμενης δυνατότητάς τους για ν’ αναγεννηθούν. Όμως δεν περιοριζόμαστε σε τούτα. Καίγουμε τα πευκοδάση μας πολύ νωρίτερα από την ωριμότητά τους, με αποτέλεσμα να τα χάνουμε οριστικά. Είναι τα λεγόμενα διπλοκαμμένα πευκοδάση, που με τον τρόπο αυτό χάνονται.
Εμείς όμως, όντας αστόχαστοι στο ρόλο μας ως διαχειριστές του όμορφου μα επικίνδυνου, όπως θεωρείται, ελληνικού μας περιβάλλοντος (ευαίσθητου θα το χαρακτήριζα, παρά την ανταπόκρισή του στην ακρότητα), οδηγούμαστε στη συνεχή υποβάθμισή του κι εντέλει στην απώλειά του. Δε γνωρίζουμε την οικολογία του και δεν μας ενδιαφέρει να τη μάθουμε. Η απώλειά του μπορεί αρχικά να ταράζει, μα έπειτα ξεπερνιέται ως ένα δύσκολο μα συμβαίνον, αναπότρεπτο γεγονός! Οι περιβαλλοντικές και κλιματικές συνέπειες από την απώλεια φοβίζουν κι όχι το ίδιο το γεγονός της φυσικής απώλειας που δημιουργεί τις συνέπειες. Η οποία απώλεια προκύπτει με τις συνεχείς πυρκαγιές που μ’ ευθύνη του ανθρώπου συμβαίνουν. Αρνητικοί όντας στο πεύκο δεν το υπολογίζουμε ως προς την ειδική, ιδιαίτερη ή και προσεκτική αντιμετώπισή του, με αποτέλεσμα να το χάνουμε.
Τι έπεται; Ένα διάδοχο οικοσύστημα θάμνων και, εν απωλεία κι αυτού (διότι νομοτελειακά ο Έλληνας θα το απωλέσει κι αυτό!), ένα οικοσύστημα φρυγάνων. Εδώ σταματούμε… Τα φρύγανα, κατά το πώς το θέλησε η ελληνική εξουσία, δεν είναι φύση, αφού δεν είναι δασικό οικοσύστημα (δασική έκταση), και άρα είναι εκτάσεις υποκείμενες σε παντοειδή χρήση. Απροστάτευτα είναι μοιραίο ν’ απωλεσθούν κι αυτά, κάτι που είναι δεδομένο λαμβάνοντας υπόψη ότι απόλλυνται δάση και δασικές εκτάσεις που προστατεύονται αυστηρά (και μάλιστα Συνταγματικά). Η απώλεια των φρυγάνων οδηγεί σε τι; Σε βραχοποιημένη, γυμνή γη, στην ελληνική έρημο (εφόσον βεβαίως οι φρυγανικές εκτάσεις δεν έχουν παραδοθεί ως οικόπεδα στην οικοδόμηση!) Αυτό θέλουμε;
Για να μην επιβεβαιωθούμε λοιπόν σε σχέση με τον τίτλο μας, καλούμε να λογιστούμε για την ελληνική φύση και να την προστατεύσουμε –όση απέμεινε… Η κήρυξη των καμένων εκτάσεων ως αναδασωτέων βοηθά στη νομική προστασία τους, δεν είναι όμως αρκετή. Χρειάζεται η ανθρώπινη ενέργεια στη φύση, όπου απαιτείται. Όχι άσκοπες αναδασώσεις στις καμένες πευκόφυτες εκτάσεις. Θ’ αναγεννηθεί από μόνο το θερμόβιο ελληνικό πεύκο, αρκεί να προστατευτεί. Να προστατευτεί ουσιαστικά κι αποτελεσματικά. Η ελληνική φύση το θέλησε να υπάρξει και πρέπει να τη σεβαστούμε. Να μην της αλλάξουμε το φυσικό ρου. Μπορεί κατά σημεία και θέσεις να εμπλουτιστεί το υπάρχον φυσικό περιβάλλον με είδη θερμοξηρόβια θαμνώδη και δενδρώδη, αλλά έως εκεί˙ όχι ριζική αλλαγή του προϋπάρχοντος φυσικού οικοσυστήματος.
Οι διπλοκαμένες πευκόφυτες δασικές εκτάσεις, στις οποίες έχει απωλεσθεί η αναπαραγωγική ικανότητα του πεύκου, πρέπει να καταγραφούν και να μελετηθούν ως προς την αναδάσωσή τους. Σε αυτές μπορούμε να εισάγουμε είδη θερμοξηρόβια ελληνικά, που σε συνέργεια με το πεύκο θ’ αποτελέσουν τους πυρήνες νεοπαγών ελληνικών δασών με αντοχή στις ακραίες συνθήκες που δημιουργεί η κλιματική αλλαγή (ή η κλιματική κρίση ή η κλιματική απειλή…, ή όπως αλλιώς πέστε το –οι καθηγητάδες εξάλλου και οι τεχνοκράτες του συστήματος αρέσκονται στο να εφευρίσκουν όρους). Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι δυνατό να υπάρξουν φυτεύσεις με δρυ, χαρουπιά, κυπαρίσσι, κουκουναριά, σχίνο, κουμαριά, δάφνη, φιλλύκι, αριά, μυρτιά, αγριελιά, κοκκορεβιθιά, κουτσουπιά, μελικουκιά, αρωματικά φυτά κ.ά. –με δασικά, δηλαδή είδη, από την πλούσια ελληνική χλωρίδα, που φτιάχνουν τον όμορφο κήπο της ξεχωριστής ελληνικής φύσης…