.... στη Βουλή, στη συζήτηση για το σχέδιο νόμου με τίτλο «Ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, χωροταξική αναδιάρθρωση των δικαστηρίων της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης και άλλες διατάξεις αρμοδιότητας του Υπουργείου Δικαιοσύνης»
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, κύριε Πρόεδρε,
«Δικαιοσύνη που αργοπορεί δεν είναι δικαιοσύνη», υποστήριζε ο Βρετανός Πρωθυπουργός Γουίλιαμ Γκλάντστοουν, ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα. Πράγματι, από τότε μέχρι σήμερα, η σωστή και γρήγορη απονομή της δικαιοσύνης αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Ταυτόχρονα, όμως, είναι κι ένα διαρκές ζητούμενο για κάθε πολιτεία που θέλει διαρκώς να ενισχύει τα δικαιώματα των πολιτών της.
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο θεωρώ το σημερινό νομοσχέδιο όχι μόνο μία σημαντική μεταρρύθμιση, ανάμεσα στις πολλές που προωθεί αυτή η κυβέρνηση, αλλά πράγματι μια ιστορική τομή απέναντι σε ένα πρόβλημα διαχρονικό.
Με στόχο, σε πρώτη φάση, όπως ειπώθηκε και από την εισηγήτριά μας και από τους ομιλητές μας, οι δικαστικές αποφάσεις να εκδίδονται σε σημαντικά συντομότερο χρόνο, κατά περίπου 30%, και παράλληλα να εξορθολογιστεί ο εθνικός δικαστικός χάρτης, προσθέτοντας περίπου 1.000 δικαστές στην πρώτη γραμμή.
Και μιας και άκουσα τον κύριο συνάδελφο του ΣΥΡΙΖΑ να αμφισβητεί το κατά πόσο η τομή αυτή είναι πράγματι μία μεταρρύθμιση, εγώ προσωπικά θα όριζα ως μεταρρύθμιση κάθε σημαντική αλλαγή η οποία ενδεχομένως έχει αργήσει να υλοποιηθεί λόγω πολλών και διαφορετικών ιστορικών αγκυλώσεων.
Πράγματι, δεν θα διαφωνήσετε μαζί μου, ότι ο πρώτος ο οποίος έκρινε ιστορικά απαραίτητη αυτή την αλλαγή ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος το 1911, για να τη δει να μην υλοποιείται τρία χρόνια μετά. Δοκίμασε και πάλι το 1931, όπως και τέσσερις φορές αργότερα επιχειρήθηκε η ίδια μεταρρύθμιση, από διαφορετικές μάλιστα κυβερνήσεις, με τελευταία εκείνη του 1999, όταν μία διαφωνία του Αρείου Πάγου σε ένα μόνο άρθρο του σχετικού νομοσχεδίου, αντί για την προσαρμογή του, οδήγησε ουσιαστικά στην αναβολή του.