«Μη κρατικά: κανόνες, όροι και προϋποθέσεις»
Από Γραφείο Τύπου ΠΑΣΟΚ - Κίνημα Αλλαγής
Δημοσιεύτηκε 13/02/2024
Στα ζητήματα της αξιολόγησης, του ελέγχου, του εθνικού σχεδιασμού, της οικονομικής στήριξης και της λογοδοσίας και αξιοπιστίας των μη κρατικών πανεπιστημίων εστίασε η τρίτη θεματική συζήτηση της ημερίδας, που διοργάνωσαν το InSocial και οι τομείς Παιδείας του ΠΑΣΟΚ – Κινήματος Αλλαγής. Στην ενότητα με τίτλο «Μη Κρατικά: Κανόνες, όροι και προϋποθέσεις», συμμετείχαν ο Ομότιμος Καθηγητής Επικοινωνιών και Πληροφορικής στο Ε.Μ.Π., κ. Βασίλης Μάγκλαρης, ο Ομότιμος Καθηγητής Εγκληματολογίας στο Ε.Κ.Π.Α., κ. Γιάννης Πανούσης και ο Ομότιμος Καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και επικεφαλής του InSocial, κ. Νίκος Χριστοδουλάκης.
Ο κ. Μάγκλαρης ξεκινώντας την παρέμβασή του άσκησε κριτική στην κυβέρνηση, σημειώνοντας χαρακτηριστικά πως «μας σέρνει σε έναν τραγέλαφο, έχοντας ξεκινήσει αυτόν τον διάλογο μονομερώς, με αδιαφάνεια, πολυπλοκότητα και υπεραπλουστεύσεις, που δίνουν τη δυνατότητα ερμηνειών κατά το δοκούν για να καταλήξει σε ένα σχέδιο νόμου με 205 άρθρα που βγαίνει σε μία διαβούλευση των 10 ημερών».
Μιλώντας για τα ζητήματα της αξιολόγησης και πιστοποίησης των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων διεθνώς, σημείωσε πως στη χώρα μας υπάρχει μία σύγχυση μεταξύ των πτυχίων των Α.Ε.Ι. και των επαγγελματικών δικαιωμάτων και των αδειών εξασκήσεως επαγγέλματος. Αναφερόμενος στο παράδειγμα των ΗΠΑ, εξήγησε πως η άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος για επαγγέλματα που απαιτούν τέτοιου είδους πιστοποίηση, όπως γιατροί, δικηγόροι, λογιστές, μηχανικοί, δίνεται από επιμελητήρια -και πολιτειακά- μετά από εξαντλητικές εξετάσεις, που κρατούν ακόμη και χρόνια, με σημαντικό κριτήριο την αποδεδειγμένη εργασιακή εμπειρία εκτός πανεπιστημίων.
«Τα επαγγελματικά δικαιώματα στη χώρα μας δίνονται μέσα από τελείως τυπικές και ανούσιες εξετάσεις», είπε ο κ. Μάγκλαρης, υπογραμμίζοντας πως στο σχέδιο νόμου προβλέπεται η πιστοποίηση μέσα από την εθνική επιτροπή ανώτατης εκπαίδευσης, κατ’ αναλογία με τα δημόσια Α.Ε.Ι., χωρίς όμως αυτό να εξηγείται. «Για να λειτουργήσει ένα τέτοιου τύπου σύστημα, θα απαιτηθούν κοστοβόρα και πολυπληθή κέντρα κρατικών ελεγκτικών μηχανισμών που θα ψάχνουν σε βαθιά νερά», ανέφερε, κάνοντας λόγο για ένα αδιαφανές και διαβλητό πλαίσιο ποιότητας και ασαφείς όρους αξιολόγησης των μη κρατικών πανεπιστημίων.
Στην ανάγκη μίας συνολικής αντιμετώπισης της Παιδείας, αναφέρθηκε ο κ. Πανούσης, διακρίνοντας σήμερα στα ελληνικά πανεπιστήμια «μία κρίση ρόλου και φυσιογνωμίας μία εσωτερική κρίση διαφάνειας και λογοδοσίας, ίσως και στόχων», έχοντας παραποιήσει την έννοια της αυτοδιοίκησης σε μία σχεδόν μη ελεγχόμενη εσωτερική ισορροπία δυνάμεων. Σε αυτό το πλαίσιο, προέκρινε αντί της χρήση του όρου κρατικά, να επικρατήσει ο όρος δημόσια πανεπιστήμια, τα οποία οφείλουν να λογοδοτούν στην κοινωνία, με τα μη δημόσια στον αντίποδα.
Μεταξύ των κρίσιμων ζητημάτων που χρήζουν απάντησης, έθεσε τον ακαδημαϊκό και χωροταξικό χάρτη, που μια πολιτεία οφείλει να σχεδιάζει με πυρήνα το δημόσιο πανεπιστήμιο, τις ανάγκες σε νέα γνωστικά αντικείμενα και τις αδυναμίες της, ώστε εν συνεχεία να καλέσει αυτούς που θα πλαισιώσουν τα μη δημόσια πανεπιστήμια. «Δεν μπορεί ο καθένας να κάνει ό,τι θέλει, όπου θέλει. Απαιτείται εθνικός σχεδιασμός για την Παιδεία. Ήδη η γεωγραφική κατανομή είναι στρεβλή, με την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη να έχουν τα πάντα», σχολίασε.
Ως προς τις διαδικασίες επιλογής επιστημονικού προσωπικού, ο κ. Πανούσης σχολίασε χαρακτηριστικά πως «δεν μπορεί να είναι prêt-à-porter, να σου φέρνουν ανθρώπους από το εξωτερικό των οποίων τα κριτήρια επιλογής δεν τα γνωρίζεις. Η ελληνική πολιτεία θα πρέπει να έχει λόγο, με τη συνύπαρξη στα εκλεκτορικά συμβούλια ανθρώπων της εσωτερικής ακαδημαϊκής οικογένειας». Κλείνοντας εστίασε στο τετράπτυχο «κοινωνική δικαιοσύνη – διαφάνεια – λογοδοσία – μηχανισμοί ελέγχου».
«Στην Ελλάδα θα πρέπει να δώσουμε έμφαση, χωρίς να οχυρωθούμε απλώς πίσω από ένα συνταγματικό φρούριο, στο πώς θα οργανώσουμε και θα κατοχυρώσουμε τη στρατηγική υπεροχή του δημόσιου πανεπιστημίου», είπε, ανοίγοντας την παρέμβασή του ο κ. Χριστοδουλάκης, με δύο διαπιστώσεις. Πρώτον, ότι σε καμία χώρα της Ευρώπης δεν υπάρχουν δεσπόζοντα ιδιωτικά πανεπιστήμια, πλην Κύπρου και Λετονίας, και δεύτερον ότι ενώ σε καμία άλλη χώρα δεν υπάρχει απαγόρευση σύστασης μη κρατικών πανεπιστημίων, συγχρόνως παραμένουν κυρίαρχα τα δημόσια πανεπιστήμια.
Ο κ. Χριστοδουλάκης άσκησε κριτική την πρόβλεψη του υποβληθέντος νομοσχεδίου για τον τρόπο ίδρυσης των ιδιωτικού χαρακτήρα πανεπιστημίων με την υποβολή αιτήσεων που θα αξιολογούνται από κάποια αρχή, διότι θα έχει ως αποτέλεσμα τη συσσώρευση πολλών αιτήσεων και πίεσης στις ρυθμιστικές αρχές του Υπουργείου Παιδείας. «Στην Ελλάδα στο τέλος νικούν οι αιτήσεις και χάνουν οι κανόνες», προειδοποίησε, ενώ εστίασε και στο θολό πλαίσιο επί του οποίου θα διεκδικήσουν να αδειοδοτηθούν, σε απόλυτη αντιδιαστολή με τα δημόσια πανεπιστήμια, κάνοντας λόγο για «μείζονα καταπάτηση της ισονομίας και της ισότητας».
Στο ζήτημα των επενδύσεων, επισήμανε ακόμα μία ανισότητα, καθώς στα μη κρατικά πανεπιστήμια απαιτούνται συνολικές επενδύσεις και συνολικές υποδομές, ενώ στα δημόσια απαιτούνται επιμέρους προδιαγραφές για κάθε τμήμα και κάθε σχολή, αποδυναμώνοντας την ευελιξία των δημοσίων πανεπιστημίων. Ανέδειξε την ανάγκη μιας νέας ρυθμιστικής αρχής, που θα λογοδοτεί στη Βουλή και την κοινωνία, θα δημοσιεύει, θα συγκρίνει και θα κατατάσσει τα ακαδημαϊκά ιδρύματα με μια σειρά αποδεκτών κριτηρίων, βάσει της ποιότητας σπουδών και των επιδόσεων των φοιτητών.
Τέλος, χαρακτήρισε ως «ελέφαντα στο δωμάτιο», το ζήτημα των επαγγελματικών δικαιωμάτων των κολλεγίων, καθώς πέρσι η αρμόδια υπουργός απένειμε άνευ αξιολόγησης και αναδρομικά επαγγελματικά δικαιώματα σε 30 κολλέγια. «Σήμερα συζητάμε το έλασσον, ενώ το μείζον ήδη μας περιβάλλει και πρέπει να το αντιμετωπίσουμε. Τι κάνουμε με τη λαθραία διανομή επαγγελματικών δικαιωμάτων που έγινε παραμονές εκλογών;», είπε χαρακτηριστικά.
Ας
Στα ζητήματα της αξιολόγησης, του ελέγχου, του εθνικού σχεδιασμού, της οικονομικής στήριξης και της λογοδοσίας και αξιοπιστίας των μη κρατικών πανεπιστημίων εστίασε η τρίτη θεματική συζήτηση της ημερίδας, που διοργάνωσαν το InSocial και οι τομείς Παιδείας του ΠΑΣΟΚ – Κινήματος Αλλαγής. Στην ενότητα με τίτλο «Μη Κρατικά: Κανόνες, όροι και προϋποθέσεις», συμμετείχαν ο Ομότιμος Καθηγητής Επικοινωνιών και Πληροφορικής στο Ε.Μ.Π., κ. Βασίλης Μάγκλαρης, ο Ομότιμος Καθηγητής Εγκληματολογίας στο Ε.Κ.Π.Α., κ. Γιάννης Πανούσης και ο Ομότιμος Καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και επικεφαλής του InSocial, κ. Νίκος Χριστοδουλάκης.
Ο κ. Μάγκλαρης ξεκινώντας την παρέμβασή του άσκησε κριτική στην κυβέρνηση, σημειώνοντας χαρακτηριστικά πως «μας σέρνει σε έναν τραγέλαφο, έχοντας ξεκινήσει αυτόν τον διάλογο μονομερώς, με αδιαφάνεια, πολυπλοκότητα και υπεραπλουστεύσεις, που δίνουν τη δυνατότητα ερμηνειών κατά το δοκούν για να καταλήξει σε ένα σχέδιο νόμου με 205 άρθρα που βγαίνει σε μία διαβούλευση των 10 ημερών».
Μιλώντας για τα ζητήματα της αξιολόγησης και πιστοποίησης των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων διεθνώς, σημείωσε πως στη χώρα μας υπάρχει μία σύγχυση μεταξύ των πτυχίων των Α.Ε.Ι. και των επαγγελματικών δικαιωμάτων και των αδειών εξασκήσεως επαγγέλματος. Αναφερόμενος στο παράδειγμα των ΗΠΑ, εξήγησε πως η άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος για επαγγέλματα που απαιτούν τέτοιου είδους πιστοποίηση, όπως γιατροί, δικηγόροι, λογιστές, μηχανικοί, δίνεται από επιμελητήρια -και πολιτειακά- μετά από εξαντλητικές εξετάσεις, που κρατούν ακόμη και χρόνια, με σημαντικό κριτήριο την αποδεδειγμένη εργασιακή εμπειρία εκτός πανεπιστημίων.
«Τα επαγγελματικά δικαιώματα στη χώρα μας δίνονται μέσα από τελείως τυπικές και ανούσιες εξετάσεις», είπε ο κ. Μάγκλαρης, υπογραμμίζοντας πως στο σχέδιο νόμου προβλέπεται η πιστοποίηση μέσα από την εθνική επιτροπή ανώτατης εκπαίδευσης, κατ’ αναλογία με τα δημόσια Α.Ε.Ι., χωρίς όμως αυτό να εξηγείται. «Για να λειτουργήσει ένα τέτοιου τύπου σύστημα, θα απαιτηθούν κοστοβόρα και πολυπληθή κέντρα κρατικών ελεγκτικών μηχανισμών που θα ψάχνουν σε βαθιά νερά», ανέφερε, κάνοντας λόγο για ένα αδιαφανές και διαβλητό πλαίσιο ποιότητας και ασαφείς όρους αξιολόγησης των μη κρατικών πανεπιστημίων.
Στην ανάγκη μίας συνολικής αντιμετώπισης της Παιδείας, αναφέρθηκε ο κ. Πανούσης, διακρίνοντας σήμερα στα ελληνικά πανεπιστήμια «μία κρίση ρόλου και φυσιογνωμίας μία εσωτερική κρίση διαφάνειας και λογοδοσίας, ίσως και στόχων», έχοντας παραποιήσει την έννοια της αυτοδιοίκησης σε μία σχεδόν μη ελεγχόμενη εσωτερική ισορροπία δυνάμεων. Σε αυτό το πλαίσιο, προέκρινε αντί της χρήση του όρου κρατικά, να επικρατήσει ο όρος δημόσια πανεπιστήμια, τα οποία οφείλουν να λογοδοτούν στην κοινωνία, με τα μη δημόσια στον αντίποδα.
Μεταξύ των κρίσιμων ζητημάτων που χρήζουν απάντησης, έθεσε τον ακαδημαϊκό και χωροταξικό χάρτη, που μια πολιτεία οφείλει να σχεδιάζει με πυρήνα το δημόσιο πανεπιστήμιο, τις ανάγκες σε νέα γνωστικά αντικείμενα και τις αδυναμίες της, ώστε εν συνεχεία να καλέσει αυτούς που θα πλαισιώσουν τα μη δημόσια πανεπιστήμια. «Δεν μπορεί ο καθένας να κάνει ό,τι θέλει, όπου θέλει. Απαιτείται εθνικός σχεδιασμός για την Παιδεία. Ήδη η γεωγραφική κατανομή είναι στρεβλή, με την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη να έχουν τα πάντα», σχολίασε.
Ως προς τις διαδικασίες επιλογής επιστημονικού προσωπικού, ο κ. Πανούσης σχολίασε χαρακτηριστικά πως «δεν μπορεί να είναι prêt-à-porter, να σου φέρνουν ανθρώπους από το εξωτερικό των οποίων τα κριτήρια επιλογής δεν τα γνωρίζεις. Η ελληνική πολιτεία θα πρέπει να έχει λόγο, με τη συνύπαρξη στα εκλεκτορικά συμβούλια ανθρώπων της εσωτερικής ακαδημαϊκής οικογένειας». Κλείνοντας εστίασε στο τετράπτυχο «κοινωνική δικαιοσύνη – διαφάνεια – λογοδοσία – μηχανισμοί ελέγχου».
«Στην Ελλάδα θα πρέπει να δώσουμε έμφαση, χωρίς να οχυρωθούμε απλώς πίσω από ένα συνταγματικό φρούριο, στο πώς θα οργανώσουμε και θα κατοχυρώσουμε τη στρατηγική υπεροχή του δημόσιου πανεπιστημίου», είπε, ανοίγοντας την παρέμβασή του ο κ. Χριστοδουλάκης, με δύο διαπιστώσεις. Πρώτον, ότι σε καμία χώρα της Ευρώπης δεν υπάρχουν δεσπόζοντα ιδιωτικά πανεπιστήμια, πλην Κύπρου και Λετονίας, και δεύτερον ότι ενώ σε καμία άλλη χώρα δεν υπάρχει απαγόρευση σύστασης μη κρατικών πανεπιστημίων, συγχρόνως παραμένουν κυρίαρχα τα δημόσια πανεπιστήμια.
Ο κ. Χριστοδουλάκης άσκησε κριτική την πρόβλεψη του υποβληθέντος νομοσχεδίου για τον τρόπο ίδρυσης των ιδιωτικού χαρακτήρα πανεπιστημίων με την υποβολή αιτήσεων που θα αξιολογούνται από κάποια αρχή, διότι θα έχει ως αποτέλεσμα τη συσσώρευση πολλών αιτήσεων και πίεσης στις ρυθμιστικές αρχές του Υπουργείου Παιδείας. «Στην Ελλάδα στο τέλος νικούν οι αιτήσεις και χάνουν οι κανόνες», προειδοποίησε, ενώ εστίασε και στο θολό πλαίσιο επί του οποίου θα διεκδικήσουν να αδειοδοτηθούν, σε απόλυτη αντιδιαστολή με τα δημόσια πανεπιστήμια, κάνοντας λόγο για «μείζονα καταπάτηση της ισονομίας και της ισότητας».
Στο ζήτημα των επενδύσεων, επισήμανε ακόμα μία ανισότητα, καθώς στα μη κρατικά πανεπιστήμια απαιτούνται συνολικές επενδύσεις και συνολικές υποδομές, ενώ στα δημόσια απαιτούνται επιμέρους προδιαγραφές για κάθε τμήμα και κάθε σχολή, αποδυναμώνοντας την ευελιξία των δημοσίων πανεπιστημίων. Ανέδειξε την ανάγκη μιας νέας ρυθμιστικής αρχής, που θα λογοδοτεί στη Βουλή και την κοινωνία, θα δημοσιεύει, θα συγκρίνει και θα κατατάσσει τα ακαδημαϊκά ιδρύματα με μια σειρά αποδεκτών κριτηρίων, βάσει της ποιότητας σπουδών και των επιδόσεων των φοιτητών.
Τέλος, χαρακτήρισε ως «ελέφαντα στο δωμάτιο», το ζήτημα των επαγγελματικών δικαιωμάτων των κολλεγίων, καθώς πέρσι η αρμόδια υπουργός απένειμε άνευ αξιολόγησης και αναδρομικά επαγγελματικά δικαιώματα σε 30 κολλέγια. «Σήμερα συζητάμε το έλασσον, ενώ το μείζον ήδη μας περιβάλλει και πρέπει να το αντιμετωπίσουμε. Τι κάνουμε με τη λαθραία διανομή επαγγελματικών δικαιωμάτων που έγινε παραμονές εκλογών;», είπε χαρακτηριστικά.
Ας