(ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΚΑΤΟΠΙΝ ΑΙΤΗΜΑΤΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΩΝ)
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Απόφαση ΦΓ8/27390
«Διαχείριση από το Ελεγκτικό Συνέδριο των καταγγελιών, αναφορών και αιτημάτων ελέγχου που υποβάλλονται στις υπηρεσίες του»
ΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε σε διάσκεψη εξ αποστάσεως που διενεργείται μέσω της δημόσιας διαδικτυακής υπηρεσίας e-presence.gov.gr, στις 26 Απριλίου 2021, με την ακόλουθη σύνθεση: Ιωάννης Σαρμάς, Πρόεδρος, Σωτηρία Ντούνη, Μαρία Βλαχάκη, Άννα Λιγωμένου, Γεωργία Μαραγκού, Αγγελική Μαυρουδή, Κωνσταντίνος Κωστόπουλος, Μαρία Αθανασοπούλου, Aσημίνα Σαντοριναίου και Ευαγγελία - Ελισάβετ Koυλουμπίνη, Αντιπρόεδροι, Γεώργιος Βοΐλης, Βασιλική Ανδρεοπούλου, Κωνσταντίνα Ζώη, Αγγελική Μυλωνά, Γεωργία Τζομάκα, Θεολογία Γναρδέλλη, Βιργινία Σκεύη, Κωνσταντίνος Εφεντάκης, Αγγελική Πανουτσακοπούλου, Δέσποινα Τζούμα, Δημήτριος Τσακανίκας, Κωνσταντίνος Παραθύρας, Ασημίνα Σακελλαρίου, Αργυρώ Μαυρομμάτη, Ευαγγελία Σεραφή, Κωνσταντίνος Κρέπης, Γεωργία Παπαναγοπούλου, Νεκταρία Δουλιανάκη, Νικολέτα Ρένεση, Αικατερίνη Μποκώρου και Βασιλική Πέππα, Σύμβουλοι (οι Σύμβουλοι Ελένη Λυκεσά, Σταμάτιος Πουλής, Δημήτριος Πέππας, Δέσποινα Καββαδία - Κωνσταντάρα, Στυλιανός Λεντιδάκης, Βασιλική Σοφιανού, Ευφροσύνη Παπαθεοδώρου και Αντιγόνη Στίνη απουσίασαν δικαιολογημένα, ο δε Σύμβουλος Γρηγόριος Βαλληνδράς αποχώρησε από τη διάσκεψη σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 338 του ν. 4700/2020), με την παρουσία του Επιτρόπου Επικρατείας Αντωνίου Νικητάκη, κωλυομένης της Γενικής Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο Χρυσούλας Καραμαδούκη και της Γραμματέως Ελένης Αυγουστόγλου, Επιτρόπου στην Υπηρεσία Επιτρόπου "Γραμματεία" του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Αφού έλαβε υπόψη:
1. Το άρθρο 98 του Συντάγματος.
2. Τις διατάξεις του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4129/2013 (φ. 52 Α΄), όπως ο Κώδικας έχει τροποποιηθεί και ισχύει και δη την παράγραφο 2 του άρθρου 19 αυτού.
3. Τη διάταξη του άρθρου 343 του ν. 4700/2020 (φ. 127 Α΄), με την οποία τροποποιήθηκε το άρθρο 66 του πιο πάνω Κώδικα, κατά την ψήφιση της οποίας, χάριν σεβασμού της ανεξαρτησίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου από τη Βουλή, ορίστηκε ότι η Βουλή «μπορεί να προτείνει» στο Ελεγκτικό Συνέδριο να δοθεί προτεραιότητα σε ορισμένους από τους προγραμματιζόμενους ελέγχους του, αντί της αρχικής διατύπωσης «μπορεί να ζητήσει».
4. Τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 του Κανονισμού Εσωτερικής Λειτουργίας των Υπηρεσιών Διοίκησης και Ελέγχου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, 114 σύμφωνα με την οποία «Το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν διενεργεί ελέγχους (…) για τον εντοπισμό ποινικώς κολάσιμων πράξεων (…)».
5. Την Οδηγία (ΕΕ) 2019/1937 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την προστασία των προσώπων που αναφέρουν παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης.
6. Το ότι δεν υφίστανται στον ως άνω Κώδικα Νόμων περί Ελεγκτικού Συνεδρίου, ούτε σε άλλο νομοθέτημα, ειδικές ρυθμίσεις που να προβλέπουν τη διενέργεια από το Ελεγκτικό Συνέδριο ελέγχου ύστερα από καταγγελία ή αναφορά ιδιώτη.
7. Το γεγονός ότι οι καταγγελίες μπορεί να αποτελέσουν ένα χρήσιμο εργαλείο για τον επιτυχή προγραμματισμό των ελέγχων του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή την εν γένει εκπλήρωση της αποστολής του προκειμένου να εμπεδωθεί στους φορείς που ελέγχονται από αυτό η ορθή δημοσιονομική διαχείριση.
8. Το γεγονός ότι, καθώς οι καταγγελίες αποτελούν στοιχείο για την προετοιμασία του προγράμματος ελέγχων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, απαιτείται η συμπλήρωση του Εσωτερικού Κανονισμού των Υπηρεσιών Διοίκησης και Ελέγχου του Δικαστηρίου με την προσθήκη ρυθμίσεων σχετικών με τον χειρισμό των καταγγελιών.
9. Το πεπερασμένο των ελεγκτικών πόρων του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
10. Το Πόρισμα της Ομάδας Εργασίας υπό την Αντιπρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου Άννα Λιγωμένου, που παρουσιάστηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου στις 27 Ιανουαρίου 2021 (πρακτικά 3ης Γενικής Συνεδρίασης, Θέμα Β΄).
11. Τα πρακτικά της 12ης Γενικής Συνεδρίασης της πλήρους Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου της 26ης Απριλίου 2021, Θέμα Γ΄.
12. Τη σύμφωνη γνώμη του παριστάμενου Επιτρόπου της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
13. Το γεγονός ότι από την απόφαση αυτή δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού. Εγκρίνει την κανονιστική απόφαση με το ακόλουθο περιεχόμενο: «Διαχείριση από το Ελεγκτικό Συνέδριο των καταγγελιών, αναφορών και αιτημάτων ελέγχου που υποβάλλονται στις υπηρεσίες του»
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ
Άρθρο 1
Δικαίωμα υποβολής καταγγελίας ή αναφοράς
Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο έχει το δικαίωμα, τηρώντας τις διατάξεις του παρόντος, να υποβάλει στο Ελεγκτικό Συνέδριο καταγγελία ή αναφορά, ακόμη και ανώνυμα ή προφορικά. Αν η καταγγελία ή η αναφορά στρέφεται κατά 115 συγκεκριμένου προσώπου, το Ελεγκτικό Συνέδριο φροντίζει να διασφαλισθεί η δέουσα προστασία της τιμής και της υπόληψης του προσώπου αυτού.
Άρθρο 2
Ανεξαρτησία των ελέγχων έναντι άλλων Αρχών Το Ελεγκτικό Συνέδριο προγραμματίζει και εκτελεί τους ελέγχους του με πλήρη ανεξαρτησία από τη νομοθετική, την εκτελεστική και τη λοιπή δικαστική λειτουργία. Κανείς δεν δύναται να κάνει συστάσεις για τον προγραμματισμό και την εκτέλεση των ελεγκτικών του εργασιών. Αιτήματα από φορείς της εκτελεστικής λειτουργίας να διενεργήσει ελέγχους αντιμετωπίζονται ως προτάσεις ελέγχου που θα μπορούσαν να ενταχθούν στα προγράμματα ελέγχου του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Άρθρο 3
Ισοτιμία πηγών πληροφόρησης δημοσιονομικών κινδύνων Το Ελεγκτικό Συνέδριο κατά τον προγραμματισμό των ελέγχων του αντιμετωπίζει ισότιμα τις πηγές πληροφόρησης δημοσιονομικών κινδύνων με γνώμονα την επίτευξη της μεγαλύτερης κατά το δυνατόν αποτελεσματικότητας των διατιθέμενων ελεγκτικών του πόρων. Η υποβολή καταγγελίας ή αναφοράς, ακόμα και όταν πληροί τα κριτήρια παραδεκτού, δεν υποχρεώνει το Ελεγκτικό Συνέδριο σε έλεγχο.
Άρθρο 4
Μη ανάμειξη ιδιωτών στο ελεγκτικό έργο Οι έλεγχοι του Ελεγκτικού Συνεδρίου διενεργούνται χάριν του δημοσίου συμφέροντος και μόνον. Ιδιώτες, φυσικά ή νομικά πρόσωπα, δεν έχουν άμεσο και ατομικό συμφέρον που να δικαιολογεί την ανάμειξή τους σε έλεγχο που διεξάγεται από το Ελεγκτικό Συνέδριο, έστω και αν ο έλεγχος αυτός διενεργείται σε συνάρτηση με καταγγελία ή αναφορά των εν λόγω προσώπων.
Άρθρο 5
Εμπλοκή καταγγελλομένου Το Ελεγκτικό Συνέδριο λαμβάνει και επεξεργάζεται καταγγελίες ή αναφορές καθώς και αιτήματα ελέγχου προκειμένου να διευκολυνθεί στην αποτελεσματική στόχευση των ελέγχων του. Χάριν της ακεραιότητας των ελέγχων του, αποφεύγει να δημιουργηθούν δικαστικές διενέξεις μεταξύ καταγγέλλοντος και καταγγελλομένου. Ιδίως αποφεύγει τη μετατροπή των ελέγχων του σε μέσο επίλυσης ιδιωτικών διαφορών ή διενέξεων μεταξύ αντίπαλων πολιτικών μερίδων. 116
Άρθρο 6
Παρακολούθηση των καταγγελιών από τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου Ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου ενημερώνεται για την διαδικασία επί των καταγγελιών μέσω της συμμετοχής του στο Τμήμα Ελέγχων.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΚΑΝΟΝΕΣ ΠΑΡΑΔΕΚΤΟΥ
Άρθρο 7 Ανώνυμες καταγγελίες ή αναφορές 1. Ως ανώνυμη θεωρείται η καταγγελία ή η αναφορά των οποίων ο συντάξας δεν δύναται να ταυτοποιηθεί σε σημείο που να μπορεί το Ελεγκτικό Συνέδριο να επικοινωνήσει μαζί του. 2. Μια καταγγελία ή αναφορά που χαρακτηρίζεται ως ανώνυμη τίθεται στο αρχείο εκτός αν στο κείμενό της, ή στα συνοδεύοντα αυτή στοιχεία, μπορεί να διαπιστωθεί: (α) η περιγραφή ενός συγκεκριμένου πραγματικού που στοιχειοθετεί δημοσιονομική παράβαση, (β) το δυνητικώς επαληθεύσιμο του πραγματικού αυτού όπως περιγράφεται στην καταγγελία ή την αναφορά.
Άρθρο 8
Αόριστες καταγγελίες ή αναφορές 1. Ως αόριστη θεωρείται η καταγγελία ή η αναφορά από το κείμενο της οποίας σε συνδυασμό και με τα συνοδεύοντα αυτήν στοιχεία, στα οποία ρητώς και ευκρινώς πρέπει να παραπέμπει το κείμενο, δεν είναι δυνατόν να εντοπισθεί ευθέως μια συγκεκριμένη πράξη που να στοιχειοθετεί, αν επαληθευθεί, δημοσιονομική παράβαση. 2. Αν διαπιστωθεί ότι καταγγελία ή αναφορά είναι αόριστη κατά την πιο πάνω έννοια, αυτή τίθεται στο αρχείο, χωρίς να διερευνηθεί από την αρμόδια Υπηρεσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου μέχρι να καταστεί ορισμένη, ενημερώνεται όμως, αν η καταγγελία δεν είναι ανώνυμη, αυτός που την υπέβαλε για τον λόγο αρχειοθέτησης. 117
Άρθρο 9
Καταγγελίες ή αναφορές εκτός της ελεγκτικής δικαιοδοσίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου 1. Κατά την έννοια της παρούσας, καταγγελίες ή αναφορές που δεν εμπίπτουν στο πεδίο της ελεγκτικής δικαιοδοσίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι όσες αφορούν παραβάσεις επί των οποίων το Δικαστήριο δεν έχει κατά το Σύνταγμα και τους νόμους που το διέπουν ελεγκτική δικαιοδοσία. 2. Αν διαπιστωθεί ότι καταγγελία ή αναφορά εμπίπτει στον χαρακτηρισμό τής πιο πάνω παραγράφου, η καταγγελία ή η αναφορά αυτή τίθεται στο αρχείο χωρίς περαιτέρω έρευνα, ενημερώνεται όμως αυτός που την υπέβαλε για τον λόγο αρχειοθέτησής της.
Άρθρο 10 Καταγγελίες ή αναφορές προεχόντως ποινικού ενδιαφέροντος 1. Με την επιφύλαξη των ρυθμίσεων για την επιτήρηση από το Ελεγκτικό Συνέδριο των εν στενή εννοία υπολόγων, καταγγελίες ή αναφορές προεχόντως ποινικού ενδιαφέροντος είναι όσες, κατά τρόπο εμφανή, ενώ ο υποβάλλων αυτές έπρεπε να τις απευθύνει ως μήνυση στην ποινική δικαιοσύνη, τις απευθύνει στο Ελεγκτικό Συνέδριο, τονίζοντας τις δημοσιονομικές συνέπειες πράξεων που στοιχειοθετούν ποινικώς κολάσιμα αδικήματα. 2. Αφού χαρακτηρισθεί καταγγελία ή αναφορά ως υπαγόμενη στην ως άνω κατηγορία, ο υποβαλών αυτή ενημερώνεται σχετικώς, και η καταγγελία ή αναφορά του τίθεται στο αρχείο, εκτός αν από την εξέτασή της κριθεί ότι συνοδεύεται από επαρκή προς περαιτέρω έρευνα στοιχεία, οπότε διαβιβάζεται στην Εθνική Αρχή Διαφάνειας. 3. Αν σε καταγγελία ή αναφορά περιγράφεται ποινικό αδίκημα το οποίο εξακολουθεί να τελείται ή για το οποίο υπάρχουν ενδείξεις ότι πρόκειται να επαναληφθεί η τέλεσή του, πλήττοντας τον δημόσιο πλούτο, η καταγγελία ή η αναφορά διαβιβάζεται αμέσως εμπιστευτικά στον επικεφαλής της Αρχής όπου κατά την καταγγελία ή την αναφορά συντελείται το ποινικό αυτό αδίκημα, και ενημερώνεται σχετικώς η Εθνική Αρχή Διαφάνειας.
Άρθρο 11
Καταγγελίες ή αναφορές με δικαστικό χαρακτήρα 1. Καταγγελίες ή αναφορές με δικαστικό χαρακτήρα είναι όσες λόγω του εξατομικευμένου χαρακτήρα του αντικειμένου τους θα μπορούσαν να υποβληθούν από τον έχοντα έννομο συμφέρον ως προσφυγές στη διοικητική ή την πολιτική δικαιοσύνη για να αντιμετωπισθεί και επιλυθεί ενώπιον των δικαστηρίων το ζήτημα που τίθεται σε αυτές. 118 2. Ανεξάρτητα αν την ως άνω καταγγελία ή αναφορά υποβάλλει στο Ελεγκτικό Συνέδριο ο φερόμενος ως άμεσα θιγόμενος ή τρίτος, το Ελεγκτικό Συνέδριο ενημερώνει τον υποβαλόντα για τον ως άνω χαρακτήρα της καταγγελίας ή αναφοράς του και την θέτει στο αρχείο.
Άρθρο 12
Καταγγελίες ή αναφορές μεταξύ αντίπαλων παρατάξεων συλλογικών οργάνων της διοίκησης Καταγγελίες ή αναφορές που υποβάλλονται από μέλη παρατάξεων συλλογικών οργάνων της διοίκησης, στα οποία οι αποφάσεις λαμβάνονται ύστερα από δημόσια διαδικασία για την οποία ενημερώνεται η κοινή γνώμη, τίθενται στο αρχείο εφόσον αφορούν τρέχουσα διαδικασία που δεν έχει ολοκληρωθεί με την έκδοση διοικητικής πράξης, και εφόσον το τιθέμενο ζήτημα μπορεί να επιλυθεί με προσφυγή ουσίας ή ακύρωσης ενώπιον της διοικητικής δικαιοσύνης από όποιον έχει έννομο συμφέρον.
Άρθρο 13
Σημαντικότητα καταγγελιών 1. Ως καταγγελίες ή αναφορές με συστημικό ενδιαφέρον νοούνται όσες, συνδυαζόμενες με άλλες ή με τα γνωστά στο Δικαστήριο, μπορεί να αναδείξουν την ύπαρξη συστημικής παθογένειας στη δημόσια διαχείριση ικανής να δικαιολογήσει τη διενέργεια από το Ελεγκτικό Συνέδριο θεματικού ελέγχου λογαριασμών, συμμόρφωσης ή επιδόσεων. 2. Ως καταγγελίες ή αναφορές με ενδιαφέρον λόγω σημαντικότητας καθ’ εαυτό, του αντικειμένου τους νοούνται αυτές που αναφέρονται: (α) σε πράξεις ιδιαίτερης απαξίας εν όψει των αρχών του κράτους δικαίου είτε λόγω της ιδιότητας όσων τις τελούν είτε λόγω της θέσης εκείνων εις βάρος των οποίων τελούνται· (β) σε περιοδικές παροχές προς ευρύτερη κατηγορία προσώπων· (γ) σε χρηματικό αντικείμενο παράνομης ή αντικανονικής διαχείρισης άνω των 100.000 ευρώ. 3. Αν διαπιστωθεί ότι καταγγελία ή αναφορά δεν έχει επαρκές συστημικό ενδιαφέρον ούτε ενδιαφέρον λόγω σημαντικότητας καθ’ εαυτό του αντικειμένου της, τίθεται στο αρχείο χωρίς περαιτέρω έρευνα, ενημερώνεται όμως αυτός που την υπέβαλε για τον λόγο αρχειοθέτησής της.
Άρθρο 14
Καταγγελίες ή αναφορές αδυναμιών συστημάτων εσωτερικού ελέγχου Καταγγελίες ή αναφορές που περιορίζονται σε γνωστοποίηση κινδύνων τέλεσης παράνομων ή αντικανονικών πράξεων δημοσιονομικής διαχείρισης καταγράφονται, ενημερώνεται δε σχετικώς ο αρμόδιος καθ’ έκαστον 119 Επίτροπος και η Υπηρεσία Επιτρόπου που είναι αρμόδια για τον προγραμματισμό των ελέγχων.
Άρθρο 15
Αίτημα ελέγχου από δημόσια Αρχή 1. Με την επιφύλαξη όσων ορίζονται στα άρθρα 26 του ν. 4270/2014 και 42 του ν. 4129/2013, αίτημα ελέγχου από δημόσια Αρχή για την πραγματοποίηση ελέγχου από το Ελεγκτικό Συνέδριο εντός αυτής απορρίπτεται. Ομοίως απορρίπτεται αίτημα ελέγχου από δημόσια Αρχή για τη διενέργεια από το Ελεγκτικό Συνέδριο ελέγχου σε φορέα που εποπτεύεται από την Αρχή που απευθύνει το αίτημα. Στις περιπτώσεις αυτές το Ελεγκτικό Συνέδριο διαβιβάζει το αίτημα στις εσωτερικές στη διοίκηση ελεγκτικές αρχές που έχουν αρμοδιότητα να προβούν στον αιτούμενο έλεγχο. Το αίτημα πάντως εξετάζεται από την αρμόδια για τον προγραμματισμό Υπηρεσία Επιτρόπου, προκειμένου να διερευνηθεί το συστημικό της ενδιαφέρον. 2. Το Ελεγκτικό Συνέδριο δέχεται ως παραδεκτά αιτήματα ελέγχου από Αρχές όταν αυτά αφορούν δημόσιες ελεγκτικές υπηρεσίες που δεν υπάγονται σε έλεγχο από όργανα εσωτερικού ελέγχου της εκτελεστικής λειτουργίας. 3. Αίτημα ελέγχου που υποβάλλεται από πολιτικό κόμμα εκπροσωπούμενο στη Βουλή ή από βουλευτή ατομικώς χαρακτηρίζεται ως καταγγελία ή αναφορά και ο υποβάλλων αυτό ενημερώνεται για τη διαδικασία με την οποία η Βουλή απευθύνεται σχετικώς στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Κατά τα λοιπά το αποχαρακτηρισθέν αίτημα, εξετάζεται όπως οι λοιπές καταγγελίες ή αναφορές. 4. Εκθέσεις ελέγχου που έχει διενεργηθεί από ελεγκτική Αρχή με καταλογιστική αρμοδιότητα ή με αρμοδιότητα διαπίστωσης δημοσιονομικής παράβασης επιστρέφονται στην Αρχή που τις αποστέλλει αν, κατά την κρίση του Τμήματος Ελέγχων, ο έλεγχος που διενεργήθηκε δεν ολοκληρώθηκε με τη διατύπωση οριστικών πορισμάτων ή αν δεν ασκήθηκε η προβλεπόμενη στον νόμο αρμοδιότητα της Αρχής προς καταλογισμό, παρά τη διαπίστωση ελλειμμάτων από τον διενεργηθέντα έλεγχο.
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΞΕΤΑΣΗΣ
Άρθρο 16
Αναλυτική επεξεργασία των καταγγελιών, αναφορών και αιτημάτων Καμιά καταγγελία, αναφορά ή κανένα αίτημα ελέγχου που υποβάλλεται στο Ελεγκτικό Συνέδριο δεν τίθεται στο αρχείο ή δεν διαβιβάζεται σε άλλη αρχή αν προηγουμένως δεν τύχει, εντός εύλογου χρόνου, αναλυτικής επεξεργασίας από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή από το Τμήμα Ελέγχου, με 120 βάση τα κριτήρια παραδεκτού ώστε να διασφαλισθεί ότι εμφανίζουν συστημικό ενδιαφέρον ή ενδιαφέρον λόγω σημαντικότητας καθ’ εαυτήν εν όψει ένταξής τους στους ελέγχους του Ελεγκτικού Συνεδρίου
Άρθρο 17
Γραπτή διαδικασία Προφορικές καταγγελίες ή αναφορές γίνονται δεκτές εφόσον συνταχθεί έκθεση από τον αρμόδιο υπάλληλο που θα τη συνυπογράψει ο καταγγέλλων ή ο υποβάλλων την αναφορά. Μέλος του Δικαστηρίου ή του υπαλληλικού προσωπικού του ενώπιον των οποίων γίνεται καταγγελία ή αναφορά πρέπει να γνωστοποιήσουν στο πρόσωπο που προβαίνει ενώπιον αυτών σε καταγγελία ή αναφορά τη διαδικασία που προβλέπεται για την υποβολή καταγγελιών ή αναφορών. Το ως άνω μέλος μπορεί επίσης να καλέσει πάραυτα τον αρμόδιο Γενικό Συντονιστή, Επίτροπο ή ελεγκτή, προκειμένου η προφορική καταγγελία να γίνει ενώπιον αυτών με τη σύνταξη έκθεσης, την οποία προσυπογράφουν οι παριστάμενοι, αν και αρκεί για το κύρος της η υπογραφή από δύο υπηρεσιακούς παράγοντες του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Άρθρο 18
Υποχρέωση εμπιστευτικότητας 1. Η ταυτότητα του αναφέροντος δεν αποκαλύπτεται σε οποιονδήποτε άλλον πέρα από τα εξουσιοδοτημένα μέλη του προσωπικού που είναι αρμόδια να λαμβάνουν ή να παρακολουθούν τις αναφορές χωρίς τη ρητή συγκατάθεση του εν λόγω προσώπου. Το ίδιο ισχύει και για κάθε άλλη πληροφορία από την οποία μπορεί να συναχθεί, άμεσα ή έμμεσα, η ταυτότητα του αναφέροντος. 2. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, η ταυτότητα του αναφέροντος, καθώς και κάθε άλλη πληροφορία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 μπορεί να αποκαλύπτεται μόνον όταν είναι κατά τον νόμο αναγκαία στο πλαίσιο ερευνών των εθνικών αρχών ή δικαστικών διαδικασιών, μεταξύ άλλων με σκοπό τη διασφάλιση των δικαιωμάτων υπεράσπισης του αναφερομένου. Οι αναφέροντες ενημερώνονται αιτιολογημένως, προτού αποκαλυφθεί η ταυτότητά τους, εκτός αν η ενημέρωση αυτή υπονομεύει τις έρευνες ή τις δικαστικές διαδικασίες.
Άρθρο 19
Πρακτικά της συνάντησης Πρακτικά της συνάντησης τηρούνται με έναν από τους ακόλουθους τρόπους: α) με καταγραφή της συνομιλίας σε σταθερή και ανακτήσιμη μορφή ή β) με ακριβή πρακτικά της συνάντησης που συντάσσονται από τα μέλη του προσωπικού τα οποία είναι υπεύθυνα για τον χειρισμό της αναφοράς. Στον αναφέροντα παρέχεται η δυνατότητα να επαληθεύσει, να διορθώσει και να συμφωνήσει με τα πρακτικά της συνάντησης, υπογράφοντάς τα. Για την 121 υποβολή αναφοράς μπορεί, με την επιφύλαξη της συναίνεσης του αναφέροντος, να χρησιμοποιείται τηλεφωνική γραμμή ή άλλο σύστημα τηλεφωνικών μηνυμάτων με καταγραφή της συνομιλίας.
Άρθρο 20
Διευκρινίσεις Αν καταγγελία ή αναφορά που κρίνεται παραδεκτή δεν είναι πλήρως διευκρινισμένη, η αρμόδια για τον προγραμματισμό Υπηρεσία Επιτρόπου επικοινωνεί με τον υποβαλόντα αυτήν προκειμένου να του ζητήσει διευκρινίσεις: (α) ως προς τα πραγματικά περιστατικά που συνθέτουν το υπόβαθρο της καταγγελίας ή αναφοράς, (β) ως προς τον τρόπο γνώσης από τον υποβαλόντα την καταγγελία ή την αναφορά των περιστατικών που καταγγέλλει, ιδίως αν η γνώση του προέρχεται από ίδια αντίληψη αυτού ή από αφηγήσεις τρίτων, (γ) ως προς τα κρίσιμα σημεία των εγγράφων που κατέθεσε ο υποβαλών την καταγγελία ή την αναφορά, όταν αυτά είναι πολυάριθμα ή πολυσέλιδα και δεν είναι ευχερής ο εντοπισμός σε αυτά των σημείων τους από όπου συνάγεται η δημοσιονομική παράβαση.
Άρθρο 21
Ενημέρωση για τους κανόνες εξέτασης των καταγγελιών 1. Ο καταγγέλλων ή αναφερόμενος ενημερώνεται αμέσως από την αρμόδια Υπηρεσία Επιτρόπου για το περιεχόμενο του παρόντος. Επίσης ενημερώνεται ότι το Δικαστήριο επιφυλάσσεται αν κρίνει καταγγελία ή αναφορά που στρέφεται κατά συγκεκριμένου προσώπου ως παντελώς αβάσιμη και αστήριχτη να γνωστοποιήσει αυτή στον καταγγελλόμενο. 2. Στον ιστότοπο του Ελεγκτικού Συνεδρίου αναρτώνται οδηγίες για την παραδεκτή κατάθεση καταγγελιών ή αναφορών από τους ενδιαφερόμενους.
Άρθρο 22
Συγκεντρωτικό σύστημα Η Υπηρεσία Επιτρόπου που είναι αρμόδια για τον προγραμματισμό και την υποστήριξη των ελέγχων συγκεντρώνει τις καταγγελίες, αναφορές και τα αιτήματα ελέγχου που κατατίθενται σε οποιαδήποτε υπηρεσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Αν κατατεθούν στον αρμόδιο για τον έλεγχο του καταγγελλόμενου φορέα Επίτροπο, αυτός διαβιβάζει την καταγγελία ή την αναφορά στον Επίτροπο προγραμματισμού των ελέγχων με σχετικό σημείωμα όπου εκθέτει τα γνωστά σε αυτόν περιστατικά σε σχέση με την καταγγελία ή την αναφορά. Καταγγελίες ή αναφορές κατ’ ιδίαν σε δικαστή ή υπάλληλο δεν κατατίθενται παραδεκτώς. 122
Άρθρο 23
Διάκριση αρμοδιοτήτων 1. Η Υπηρεσία Επιτρόπου που είναι αρμόδια για τον προγραμματισμό των ελέγχων θέτει στο αρχείο με πράξη του Επιτρόπου που προσυπογράφεται από τον αρμόδιο Γενικό Συντονιστή τις καταγγελίες ή αναφορές που κρίνει ως ανώνυμες μη επιδεκτικές περαιτέρω έρευνας, ως αόριστες, ως εκτός ελεγκτικής δικαιοδοσίας, ως προεχόντως ποινικού ενδιαφέροντος, ως δικαστικού χαρακτήρα ή ως σχετικές με διαφορές μεταξύ παρατάξεων συλλογικών οργάνων. Για την αρχειοθέτηση ενημερώνεται κάθε τρίμηνο το Τμήμα Ελέγχων, που μπορεί να ζητήσει διευκρινίσεις ή την επανεξέταση καταγγελίας ή αναφοράς. 2. Οι λοιπές καταγγελίες ή αναφορές καθώς και τα αιτήματα ελέγχου υποβάλλονται στο Τμήμα Ελέγχων προς αξιολόγηση. Η υποβολή διεξάγεται μέσω ακρόασης από το Τμήμα Ελέγχων του αρμόδιου Επιτρόπου ύστερα από έγγραφη εισήγησή του που διανέμεται στα μέλη του Τμήματος πριν από την ακρόαση. Το Τμήμα με πρακτικό του είτε αποδέχεται την εισήγηση είτε αποφασίζει περαιτέρω επεξεργασία καταγγελίας, αναφοράς ή αιτήματος ελέγχου. Αν το ζήτημα εμφανίζεται δυσχερές, ο Πρόεδρος αναθέτει σε μέλος του Τμήματος να εισηγηθεί σχετικώς.
Άρθρο 24
Κριτήρια αξιολόγησης
Κάθε καταγγελία ή αναφορά που δεν έχει τεθεί στο αρχείο κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 1 του προηγούμενου άρθρου αξιολογείται από την αρμόδια Υπηρεσία Επιτρόπου με βάση το κριτήριο αν μπορεί να συνδεθεί με θέμα ελέγχου από αυτά που περιλαμβάνονται στον θεματικό χάρτη ελέγχων του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Αν κριθεί ότι συνδέεται, τότε αξιολογείται περαιτέρω με βάση τα κριτήρια των άρθρων 14 και 15 καθώς και με βάση τα ακόλουθα κριτήρια: (α) την κατάθεση των απαραίτητων στοιχείων που επιτρέπουν τη διεξαγωγή ελέγχου ή έρευνας, (β) την επαναληψιμότητα του περιστατικού, (γ) τον χρόνο που έχει παρέλθει από την διαπίστωση του προβλήματος, (δ) την εκτίμηση του βαθμού επικινδυνότητας ως προς τις άμεσες ή έμμεσες επιδράσεις στο δημόσιο συμφέρον, (ε) την αξιοπιστία της όταν προέρχονται από επανειλημμένη υποβολή από τον ίδιο καταγγέλλοντα χωρίς να αποδεικνύεται σε προγενέστερους ελέγχους η ακρίβειά της και (στ) πληροφορίες για τη διενέργεια ελέγχου στο ίδιο αντικείμενο από άλλες Αρχές.
Άρθρο 25
Δικαίωμα σε συνοπτική ενημέρωση Όσοι δεν έχουν υποβάλει ανωνύμως καταγγελία ή αναφορά, καθώς και οι Αρχές που υπέβαλαν αίτημα ελέγχου έχουν δικαίωμα συνοπτικής ενημέρωσης για τον λόγο που οδήγησε το Δικαστήριο να θέσει στο αρχείο την καταγγελία, 123 αναφορά ή το αίτημά τους. Περαιτέρω, ενημερώνονται για την καταχώρηση της καταγγελίας, της αναφοράς ή του αιτήματος στον ειδικό κατάλογο των παραδεκτώς υποβληθέντων αιτημάτων ελέγχου. Αν αποφασισθεί η διεξαγωγή ελέγχου σε συνάρτηση προς αυτά, οι ανωτέρω ενημερώνονται συνοπτικά για το είδος του ελέγχου που προγραμματίζεται. Δεν κοινοποιείται όμως σε καταγγείλαντα ή υποβαλόντα αναφορά η τελική πράξη ή έκθεση που εκδίδεται από τον ως άνω έλεγχο, ούτε του παρέχονται πληροφορίες για την πορεία του ελέγχου και τα τυχόν ευρήματα αυτού.
Άρθρο 26
Διαχείριση παραδεκτώς υποβληθέντων αιτημάτων ελέγχου
1. Σε περίπτωση που η καταγγελία ή η αναφορά ή το αίτημα ελέγχου αξιολογείται ως παραδεκτό με βάση τα προηγούμενα δύο άρθρα, καταχωρείται, με απόφαση του Τμήματος Ελέγχων, σε σχετικό ειδικό κατάλογο. Από τον κατάλογο αυτό μπορούν να αντλούνται θέματα ελέγχου κατά την εκπόνηση των επόμενων του εκτελουμένου Ετήσιων Προγραμμάτων Ελέγχων ή κατά τον προγραμματισμό ελέγχων από τον καθ’ έκαστον αρμόδιο Επίτροπο. 2. Εφόσον το ζήτημα κριθεί ιδιαζόντως ενδιαφέρον και επείγον ως προς τη διερεύνησή του, το Τμήμα Ελέγχων μπορεί να αποφασίσει τη διενέργεια έκτακτου ελέγχου είτε σε βάρος του αποθέματος ελεγκτικού χρόνου που έχει προβλεφθεί στο Πρόγραμμα Ελέγχων είτε ύστερα από τροποποίηση του Προγράμματος, χωρίς όμως να αφαιρεθούν από αυτό έλεγχοι που διεξάγονται ύστερα από διατύπωση πρότασης ή εκδήλωσης ενδιαφέροντος της Βουλής.
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΑΡΜΑΣ ΕΛΕΝΗ ΑΥΓΟΥΣΤΟΓΛΟΥ