... στο Πολυκεντρικό Μουσείο Αιγών
5 Ιανουαρίου 2024
Σεβασμιότατε, κύριε Περιφερειάρχα, κύριοι Δήμαρχοι, κύριοι συνάδελφοι στην κυβέρνηση και στην Βουλή, κύριε Γενικέ, αγαπητή κυρία Κοτταρίδη, αγαπητή Αγγελική, φίλες και φίλοι,
Πριν απ’ όλα να σας ευχηθώ καλή χρονιά, με την ευχή το 2024 να γίνει ένα ορόσημο μεγαλύτερης εθνικής προόδου αλλά και πολιτισμού, καθώς αύριο θα ανοίξει για πρώτη φορά τις πύλες του στο κοινό – αποδίδουμε μετά από πολλά χρόνια κοπιώδους εργασίας το «βασίλειο καθίδρυμα», θα έρθω στη συνέχεια στη μεγάλη σημασία αυτού του κτιρίου, του Φιλίππου του Β΄.
Είναι ο τόπος στον οποίον στέφθηκε βασιλιάς στην κυριολεξία, όπως μου θύμισε η κυρία Κοτταρίδη, λίγα λεπτά μετά τη δολοφονία του πατέρα του Φιλίππου, ο Μέγας Αλέξανδρος, για να ξεκινήσει αυτή τη λαμπρή εκστρατεία μετατρέποντας τον τότε γνωστό κόσμο στην ελληνιστική οικουμένη, στην πρώτη ουσιαστικά έκφραση της παγκοσμιοποίησης εκείνης της εποχής.
Αυτό το οποίο κάνουμε σήμερα κατά συνέπεια είναι ένα γεγονός, εκτιμώ, με παγκόσμια σημασία και πολύ μεγάλη διεθνή εμβέλεια. Δεν είναι τυχαίο ότι πριν από ένα χρόνο περίπου ξαναβρέθηκα σε αυτό το χώρο, σε αυτό το κτήμα, εγκαινιάζοντας το νέο Πολυκεντρικό Μουσείο των Αιγών, το οποίο έχει ήδη δείξει στους πρώτους έντεκα μήνες της λειτουργίας του πολύ μεγάλη δυναμική.
Είναι το κεντρικό σημείο γύρω από το οποίο ξεδιπλώνεται ένας μεγάλος -μοναδικός, θα έλεγα, για τα ελληνικά δεδομένα- αρχαιολογικός χώρος, με τον τάφο του Φιλίππου, το αποτέλεσμα αυτής της μοναδικής ανασκαφικής δραστηριότητας του Μανώλη Ανδρόνικου, τη νεκρόπολη, όλη την ταφική συστάδα, το αρχαίο θέατρο λίγο παρακάτω από το ανάκτορο. Σε όλα αυτά τώρα προστίθεται και το αναστηλωμένο ανάκτορο, ώστε όλα αυτά να λειτουργήσουν συμπληρωματικά και να μπορούν να συνδιαλέγονται δυναμικά με τον επισκέπτη.
Όπως τυχαία δεν είναι και η επιλογή μου να είμαι πάλι εδώ, στην πρώτη μου επίσκεψη του νέου χρόνου. Τιμώντας ένα μνημείο του Βασιλείου των Μακεδόνων, το οποίο με αφετηρία τις Αιγές άφησε το αποτύπωμά του από τον Δούναβη, διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Φίλιππος ο Β’ υπήρξε ουσιαστικά ο πρώτος Ευρωπαίος βασιλιάς, επεκτείνοντας προς τα βόρεια τη δυναμική του νέου του Βασιλείου, για να έρθει ο γιός του στη συνέχεια και να φτάσει το ελληνιστικό αποτύπωμα μέχρι την Ινδία και την Αίγυπτο.
Είναι ένα αποτύπωμα ζωντανό στο πέρασμα των αιώνων, χάρη στη διαρκή και αρμονική ώσμωση του ελληνικού πολιτισμού με τους μεγάλους πολιτισμούς με τους οποίους συναντήθηκε.
Αν αυτή η πορεία είναι πολύ γνωστή, είναι χιλιοειπωμένη, ο χώρος από τον οποίο ξεκίνησε αυτή η πορεία παραμένει, θα έλεγα, ακόμα σχετικά άγνωστος στο ευρύ κοινό. Είναι παρών στα βιβλία της Ιστορίας αλλά είναι σε μεγάλο βαθμό απών από τη βιωμένη εμπειρία.
Στοίχημά μας, λοιπόν, είναι να μπορέσουμε να καταστήσουμε τις Αιγές ένα σημείο συνάντησης με το μεγαλείο των αρχαίων μας καταβολών. Μια σφραγίδα της διαχρονικής τους ελληνικότητας, αλλά και ένα μέρος της σύγχρονης ζωής μας.
Γιατί, παρά τη φθορά του χρόνου και, όπως ακούσαμε, την ισοπεδωτική παρέμβαση των Ρωμαίων, οι οποίοι επιχείρησαν να σβήσουν από τη μνήμη όλες τις ενδείξεις μεγαλείου του Μακεδονικού πολιτισμού, αυτό το πνεύμα των Αιγών τελικά δεν έσβησε, ώστε σήμερα να μπορεί να αναδεικνύεται ξανά σε τρισδιάστατη μορφή από τη λήθη, από τη σκόνη των αιώνων, με όλη την λάμψη της κλασικής του αίγλης.
Αυτή η αποκατάσταση, λοιπόν, του καθιδρύματος δεν είναι απλώς μια τεχνική πράξη αρχαιολογικής αναστήλωσης. Υποκλίνομαι με θαυμασμό, κυρία Κοτταρίδου -απευθύνομαι σε σας και σε όλους τους συνεργάτες σας- στην πολυπλοκότητα του έργου το οποίο υλοποιήσατε.
Σκεφτείτε πόσο δύσκολο είναι να έρχεσαι σε αυτόν τον χώρο, να βλέπεις πέτρες απλωμένες και να πρέπει να ανασυνθέσεις μέσα από αυτό το ακατανόητο σε πολλούς από εμάς σύνολο, ένα μοναδικό ως προς την σύλληψή του αρχιτεκτόνημα. Αυτό πετύχατε και νομίζω ότι σας είμαστε ευγνώμονες και αξίζει σε σας προσωπικά και στους συνεργάτες σας ένα πολύ θερμό χειροκρότημα.
Ο πυρήνας της πολιτικής μας για τον πολιτισμό είναι απλώς η προαιώνια παράδοση, η ιστορία μας, να μετατρέπεται και σε ένα στοιχείο προβληματισμού για το παρόν. Τα μνημεία δεν στέκουν απλά ακίνητοι μάρτυρες του χρόνου, αλλα μπορούν να γίνουν ενεργά συστατικά της καθημερινότητάς μας και γι’ αυτό, όπως ειπώθηκε, αυτό το θαυμαστό αρχαιολογικό πάρκο μπορεί και πρέπει, αγαπητέ κύριε Περιφερειάρχα, κύριοι Δήμαρχοι, να γίνει ένας καταλύτης οικονομικής ανάπτυξης για τη Βεργίνα, για την Ημαθία, για ολόκληρη την Μακεδονία.
Μία εμπειρία για δεκάδες, εκατοντάδες χιλιάδες επισκέπτες οι οποίοι μαζί με την ιστορία θα μπορούν να μοιράζονται και το ιδιαίτερο χρώμα της περιοχής: από την πανέμορφη φύση και τη ξεχωριστή γαστρονομία, μέχρι τα πεζοπορικά μονοπάτια και τα χιονοδρομικά κέντρα.
Πράγματι δεν είναι πολλές οι περιοχές όπως η Ημαθία όπου πραγματικά μπορεί να υπάρξει τόσος πολιτισμός σε μία τόσο συγκεντρωμένη γεωγραφική ενότητα.
Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίον ουσιαστικά το ένδοξο παρελθόν εντάσσεται στο δημιουργικό σήμερα: με νέες θέσεις εργασίας, με κινητοποίηση της τοπικής οικονομίας, με όλο και περισσότερες πολιτιστικές, εκπαιδευτικές πρωτοβουλίες. Έχετε ήδη αναλάβει πολλές ως Εφορία Ημαθίας και την ώρα που η αρχαιολογική σκαπάνη προφανώς θα συνεχίζει να δουλεύει, διότι το έργο αυτό ουσιαστικά δεν σταματά ποτέ, η επιστημονική έρευνα θα συνεχίσει να επεκτείνεται. Με άλλα λόγια, την ώρα που η Μακεδονία και ο δικός της «Παρθενώνας» θα γίνονται κέντρο της διεθνούς προσοχής.
Κυρίες και κύριοι, πρέπει να σας πω ότι εντυπωσιάστηκα βαθιά από αυτό το οποίο είδα πριν από λίγο, διότι αυτό το ανάκτορο είναι πραγματικά ένα πολύ ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό έργο. Ένα κομψοτέχνημα, διώροφο, με πολλά μωσαϊκά και τοιχογραφίες που αντανακλούν την αίγλη και την ισχύ του Φιλίππου.
Ουσιαστικά αυτός ο χώρος έρχεται σε αντιδιαστολή -νομίζω ότι το εξηγήσατε πολύ καλά, κυρία Κοτταρίδου- με τους ναούς της αρχαιότητας, με τον Παρθενώνα, το σημαντικότερο επίτευγμα της Αθηναϊκής Δημοκρατίας στην αίγλη της. Ήταν ένα λειτουργικό κτήριο, ένα ανοιχτό κτήριο. Είναι ένα κέντρο διοικητικής, θρησκευτικής, δικαστικής, στρατιωτικής εξουσίας και νομίζω είναι ένα κτήριο το οποίο ίσως συμβολίζει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο αυτή την συναρπαστική, για εμάς που έχουμε και ένα ενδιαφέρον για την ιστορία, μετάβαση από τις πόλεις-κράτη της κλασικής Ελλάδας σε ένα πρόπλασμα μιας ενιαίας και εξωστρεφούς κεντρικής εξουσίας που κάλυπτε μια πολύ μεγαλύτερη γεωγραφική ενότητα.
Είναι έτσι ένα τοπόσημο που γεφυρώνει τη συνένωση των ελληνικών πόλεων με τη διαδρομή προς την ελληνιστική και τη ρωμαϊκή περίοδο.
Ουσιαστικά με τον τρόπο της αποτελεί έναν από τους πρώτους, ίσως τον πρώτο σταθμό πολιτειακής εξέλιξης στον ευρωπαϊκό χώρο. Και με μέγεθος μάλιστα πολύ πέρα από την κλίμακα των κλασικών χρόνων αλλά και με τη συναρμογή της παλιάς αγοράς σε χώρο συνύπαρξης των πολιτών με τα ίδια τα στελέχη της εξουσίας.
Ναι, είναι όντως το πρώτο περιστύλιο στην αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική αυτό το οποίο από αύριο θα έχουν οι επισκέπτες την ευκαιρία να θαυμάσουν.
Είναι μια πολιτική αγορά, όχι μια εμπορική αγορά, μια πολιτική αγορά όπως θα την ήθελε ο Αριστοτέλης σε διαχωρισμό, δηλαδή, με την προγενέστερη μορφή της αγοράς όπου βασικά διεξαγόντουσαν εμπορικές δραστηριότητες.
Ακριβώς σε αυτόν τον χώρο της συνάθροισης ανακηρύχθηκε βασιλιάς και στρατηλάτης ο Αλέξανδρος. Είναι μια καινοτομία που παραπέμπει σε αυτή την έννοια της πεφωτισμένης ηγεμονίας, η οποία στάθηκε ουσιαστικά και ιδεολογική, πολιτική βάση όλου του ελληνιστικού κόσμου που ακολούθησε.
Ο Φίλιππος και ο Αλέξανδρος, εξάλλου, με τον τρόπο τους υπήρξαν δεινοί μεταρρυθμιστές. Ο πρώτος, εξελίσσοντας ουσιαστικά μια αρχαϊκή κοινωνία σε μια κοινωνία με πιο αστικά χαρακτηριστικά, με κοινούς, με ενιαίους θεσμούς. Και ο δεύτερος, ιδρύοντας πόλεις, ενσωματώνοντας μεγάλους και διαφορετικούς πληθυσμούς σε μια πρωτοφανούς έκτασης αυτοκρατορία.
Βλέπετε, λοιπόν, πώς ένα μνημείο ουσιαστικά μπορεί να διαπερνά την αρχαιολογία και την Ιστορία, να οδηγεί στην πολιτική επιστήμη, στην κοινωνική ανθρωπολογία. Να έχει τη δύναμη ουσιαστικά να διαπερνά εποχές, οξύνοντας την αναζήτηση για διαχρονικά αιτήματα τα οποία απασχολούν και εμάς στις ημέρες μας, από την οργάνωση του κράτους μέχρι την κατανομή των δημόσιων πόρων και τη συνύπαρξη διαφορετικών λαών και πολιτισμών.
Νομίζω ότι αυτός είναι ένας ακόμα λόγος να εκτιμήσουμε όλα αυτά τα οποία βλέπουμε γύρω μας, τα αποτελέσματα ενός πολύ μεγάλου ταξιδιού που ξεκίνησε -όπως αναφέρθηκε και στις παρουσιάσεις- από τις ανασκαφές ενός νέου Γάλλου αρχαιολόγου, του Leon Heuzey, και μετά του Κωνσταντίνου Ρωμαίου, για να κορυφωθεί με τις ανακαλύψεις του σπουδαίου Μανώλη Ανδρόνικου. Ένα ταξίδι το οποίο διαρκεί ως σήμερα και θα συνεχιστεί με βεβαιότητα, πλουτίζοντας όχι απλά τη γνώση μας αλλά και τη σκέψη μας σε πολλά διαφορετικά επίπεδα.
Διότι η σπουδαιότητα τέτοιων μνημείων υπερβαίνει τα τοπικά όρια, γίνεται κτήμα ολόκληρης της ανθρωπότητας. Κι εμείς ως θεματοφύλακες αυτής της πολύτιμης πολιτιστικής κληρονομιάς, μοναδικής πολιτιστικής κληρονομιάς, οφείλουμε να την προστατεύουμε, να την αναδεικνύουμε, να την προβάλλουμε και ταυτόχρονα να διευρύνουμε και τους ορίζοντες τους οποίους ανοίγει η κάθε νέα ψηφίδα η οποία ανακαλύπτεται.
Έτσι πιστεύω ότι καλούμαστε να δούμε και τον πολιτισμό στο παρόν, όπως τον περιέγραψα και στην αρχή: ως ένα προσκλητήριο γνώσης αλλά και συμμετοχής, που ενισχύει το ανήκειν. Αλλά βέβαια και ως μοχλό ανάπτυξης κάθε γωνιάς της πατρίδας μας. Και τελικά, ως ένα παράγοντα εθνικής ακτινοβολίας που θα μετατρέπεται σε κοινωνική ευημερία.
Αυτό είναι το όραμα το οποίο υπηρετεί το σχέδιό μας, όπως είπε και ο Γενικός Γραμματέας, το μεγαλύτερο σχέδιο επένδυσης στον πολιτισμό. Ξεπερνά το 1 δισεκατομμύριο ευρώ, εν πολλοίς χρηματοδοτούμενο από ευρωπαϊκούς πόρους. Ανοίγω μια παρένθεση για το πόσο μεγάλη σημασία βλέπετε ότι έχει όχι μόνο η συμμετοχή μας στην ευρωπαϊκή οικογένεια, αλλά και η δυνατότητά μας να διεκδικούμε ευρωπαϊκούς πόρους τους οποίους κινητοποιούμε στη συνέχεια για να ενισχύουμε τη συλλογική ευημερία.
Είναι, λοιπόν, μια πολυδιάστατη επένδυση, επεκτείνεται σε χιλιάδες δράσεις. Αρκεί να δει κανείς το τι γίνεται εδώ, μόνο στην Ημαθία, σε όλα τα πεδία του πολιτισμού.
Στη σύμπλευση, θα επαναλάβω, με την οικονομία και τον τουρισμό. Και εδώ καλούμαστε όλοι μαζί, κράτος, περιφέρεια και δήμοι να βάλουμε ένα εθνικό στοίχημα: να αυξήσουμε, να πολλαπλασιάσουμε, θα έλεγα, την επισκεψιμότητα αυτού του μοναδικού χώρου.
Και όσο περισσότεροι επισκέπτες στην περιοχή, τόσο περισσότερο θα τονώνεται η τοπική οικονομία, αλλά και τόσο πιο δυναμικά αυτή η μοναδική κοιτίδα πολιτισμού θα στέλνει την ακτινοβολία της σε κάθε γωνιά του κόσμου.
Σε μια χώρα με βαρύ παρελθόν αλλά και με δημιουργικό παρόν και μέλλον. Με άλλα λόγια, σε μια χώρα αυτογνωσίας, αισιοδοξίας και αυτοπεποίθησης.
Συγχαρητήρια, λοιπόν, για ακόμα μια φορά στους πρωτεργάτες. Καλά εγκαίνια αύριο, καλό ποδαρικό, ανημέρα της μεγάλης εορτής των Θεοφανίων, σε αυτόν τον σπουδαίο αρχαιολογικό χώρο. Και καλή χρονιά σε όλους και σε όλες. Ευχαριστώ πάρα πολύ.
Νωρίτερα, ο Πρωθυπουργός ξεναγήθηκε στο αναστηλωμένο ανάκτορο από την Επίτιμη Έφορο Αρχαιοτήτων, Αγγελική Κοτταρίδη, και επισκέφτηκε το γειτονικό αρχαίο θέατρο όπου δολοφονήθηκε ο Φίλιππος Β’.
Ο Πρωθυπουργός ενημερώθηκε για τις εργασίες συντήρησης, στερέωσης, αποκατάστασης και αναστήλωσης του ανακτόρου, που διήρκεσαν από το 2007 έως το 2023, και για τον τρόπο με τον οποίο η αρχαιολογική ομάδα ανακάλυψε τη μορφή που είχε το βασιλικό συγκρότημα στην αρχαιότητα.
Το μνημείο, που χρονολογείται από τον 4ο αιώνα πΧ, έχει έκταση περίπου 15.000 τετραγωνικά μέτρα. Αποτελεί το μεγαλύτερο οικοδόμημα της κλασικής Ελλάδας. Στο μεγάλο περιστύλιο του ανακτόρου ανακηρύχθηκε βασιλιάς των Μακεδόνων ο
Μέγας Αλέξανδρος.