8 Μαρτίου 2024
Σας ευχαριστώ, κ. Πρόεδρε, και για την εισαγωγική σας τοποθέτηση, η οποία απηχεί απόλυτα και τις προσωπικές μου απόψεις, αλλά και για το σχόλιο το οποίο κάνατε επ’ αφορμή του εορτασμού της Ημέρας της Γυναίκας, για τη σημαντική παρουσία γυναικών στα ανώτατα διοικητικά αξιώματα, στις διοικητικές θέσεις του κοινοβουλίου. Μακάρι να μπορέσουμε κι εμείς επιτέλους να αυξήσουμε σημαντικά και την πολιτική εκπροσώπηση των γυναικών στο Εθνικό Κοινοβούλιο. Να μην περιοριζόμαστε μόνον στις στείρες ποσοστώσεις στα ψηφοδέλτιά μας, αλλά να δούμε πολλές περισσότερες γυναίκες να εκπροσωπούνται στο Εθνικό μας Κοινοβούλιο.
Επιτρέψτε μου εισαγωγικά μία αναφορά στην παρέμβαση του κ. Κουτσούμπα. Υπέθεσα, κ. Γενικέ Γραμματέα, ότι ζητήσατε τον λόγο σήμερα εκτάκτως, γιατί από ό,τι αντιλαμβάνομαι είχατε κάνει ήδη τη βασική σας τοποθέτηση χθες, για να ζητήσετε συγγνώμη για την απαράδεκτη σεξιστική τοποθέτησή σας, η οποία αποδεικνύει ότι τελικά το Κομμουνιστικό Κόμμα παραμένει η πιο αναχρονιστική δύναμη εντός αυτής της αίθουσας. Και μην σπεύσετε πάλι να μας κατηγορήσετε για αντικομμουνισμό κάθε φορά που αναδεικνύουμε τις προκαταλήψεις σας.
(Ομιλία εκτός μικροφώνου από τα έδρανα της αντιπολίτευσης)
Είναι τιμή για το Κομμουνιστικό Κόμμα; Δεν ξέρω. Όπως διάβασα την εύστοχη παρατήρηση ενός δημοσιογράφου, αν πιστεύετε ότι οι γυναίκες που δεν έχουν χρήματα για κάτι που επιθυμούν εκδίδονται, ίσως φαντασιώνεστε την Ελλάδα ως κομμουνιστική χώρα, διότι αλλού συνέβαιναν αυτά. Αλλά, ευτυχώς για όλους μας, τα ζητήματα αυτά τα έχει λύσει η Ιστορία.
Απλά να ξέρετε ότι δεν θα παραμένετε άλλο στο απυρόβλητο ως δήθεν δύναμη εκσυγχρονισμού η οποία είναι υπεράνω κριτικής, όταν με αυτόν τον απαράδεκτο τρόπο φέρεστε κατά των γυναικών με άθλια σεξιστικά σχόλια. Και δεν έχετε καν το θάρρος από το βήμα αυτό να βγείτε και να πείτε «συγγνώμη, έκανα λάθος».
Οι φωνές σας δεν θα συγκαλύψουν την ένδεια των επιχειρημάτων σας.
Έρχομαι λοιπόν, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, στον πυρήνα της σημερινής συζήτησης, η οποία για εμένα προσωπικά έχει μία ξεχωριστή σημασία, καθώς η Εθνική Αντιπροσωπεία καλείται σήμερα όχι απλά να ψηφίσει ένα κομβικό νομοσχέδιο, αλλά να εγκρίνει μία ριζική τομή στην ελληνική εκπαίδευση και μία γενναία μεταρρύθμιση ανάπτυξης αλλά και κοινωνικής δικαιοσύνης. Μια πρωτοβουλία η οποία πρωτίστως ενισχύει το δημόσιο πανεπιστήμιο. Ταυτόχρονα, όμως, διαμορφώνει και το πλαίσιο ώστε επιτέλους στη χώρα μας να λειτουργήσουν μη κρατικά, μη κερδοσκοπικά ιδρύματα.
Οι νέες διατάξεις αποκτούν έτσι και μία διάσταση καταλυτικά εκσυγχρονιστική αλλά και ευρωπαϊκή. Πρόκειται για μία επιλογή με διπλή κατεύθυνση αλλά και με παράλληλους στόχους. Διότι από τη μια πλευρά προσφέρει στους νέους μας περισσότερες ελευθερίες επιλογής να μπορέσουν να σπουδάσουν στον τόπο τους και μάλιστα σε σχολές που θα ανταγωνίζονται σε ποιότητα τις δημόσιες, ενώ από την άλλη φιλοδοξεί να εντάξει την Ελλάδα στον διεθνή εκπαιδευτικό χάρτη ως ένα δυναμικό εκπαιδευτικό κέντρο στην ευρύτερη περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου.
Με άλλα λόγια, η νέα γενιά οπλίζεται τώρα με νέες δυνατότητες ατομικής ανόδου. Την ίδια ώρα που η πατρίδα μας κερδίζει έναν ακόμα μοχλό συλλογικής προόδου. Είναι άλλωστε μία ανάγκη που έρχεται από το βαθύ παρελθόν.
Ανέτρεξα στα πρακτικά της Βουλής και βρήκα μια τοποθέτηση την οποία είχα κάνει, νέος βουλευτής, το 2007, στην Επιτροπή Αναθεώρησης του Συντάγματος. Θυμάμαι μάλιστα ότι πριν από δύο μέρες συμπληρώθηκαν 20 χρόνια από τότε που με κάποιους συναδέλφους πρωτομπήκαμε στο κοινοβούλιο. Βρήκα, λοιπόν, την παρέμβαση την οποία είχα κάνει τότε, Παρασκευή 16 Φεβρουαρίου 2007, πριν από ακριβώς 17 χρόνια.
Έλεγα τότε: «Ας ξεφύγουμε πια από τον πρωτοφανή αναχρονισμό να είμαστε η μόνη χώρα στην Ευρώπη η οποία εξακολουθεί να κρατά αυτό το μονοπώλιο στην εκπαίδευση. Ένα μονοπώλιο το οποίο μόνο σε αναβάθμιση τελικά δεν οδήγησε το δημόσιο πανεπιστήμιο». Τα λόγια αυτά τα επαναλαμβάνω ατόφια και σήμερα, με τη βεβαιότητα ότι ύστερα από 17 χρόνια θα γίνουν επιτέλους χειροπιαστή πραγματικότητα.
Όπως είπα, όπως σταθερά επαναλαμβάνουμε καθ’ όλη τη διάρκεια της συζήτησης αυτού του νομοσχεδίου -το έχει πει και ο Υπουργός πολλές φορές-, το θεμέλιο αυτής της μεταρρύθμισης είναι η ανάταξη και η ενίσχυση του δημόσιου πανεπιστημίου, με σκοπό να απελευθερωθεί από την αγκύλωση της γραφειοκρατίας και της ιδεοληψίας.
Γι’ αυτό και στο δημόσιο πανεπιστήμιο -να το πούμε, να το ξανακούσετε εσείς που εκφράζετε με πύρινους λόγους την αντίδρασή σας στο νομοσχέδιο- αναφέρεται το 85% των άρθρων του σχετικού νομοσχεδίου, προβλέποντας χρηματοδότηση η οποία αθροιστικά θα φτάσει κοντά στο 1,5 δισεκατομμύριο ευρώ έως το 2027, από ευρωπαϊκούς πόρους και από τις χρηματοδοτήσεις μέσω του σχήματος των Συμπράξεων μεταξύ Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα. Αυτό πέρα από τα χρήματα τα οποία καταβάλλονται ετησίως για μισθούς, λειτουργικά και υποδομές, τα οποία ξεπερνούν το 1 δισεκατομμύριο.
Με έναν προγραμματισμό ο οποίος ενισχύει το διδακτικό προσωπικό, όχι μόνο αριθμητικά αλλά και εισοδηματικά, με αυξήσεις οι οποίες φτάνουν έως το 15% των αποδοχών τους. Προσαυξάνεται -ήταν πάγιο αίτημα αυτό της ακαδημαϊκής αλλά και της ερευνητικής κοινότητας- και η ανώτατη αμοιβή διδασκόντων και ερευνητών από τον Εθνικό Λογαριασμό Κονδυλίων Έρευνας, τον γνωστό σε όλους μας ως ΕΛΚΕ, είτε αυτοί απασχολούνται σε ανώτατα ιδρύματα είτε σε ερευνητικούς και τεχνολογικούς φορείς. Παράλληλα, διευρύνεται ο όρος «συνεργαζόμενος καθηγητής», με στόχο την προσέλκυση Ελλήνων καθηγητών, κατόχων διδακτορικού τίτλου, επιστημόνων από το εξωτερικό.
Άκουσα με πολλή προσοχή την ομιλία του Υπουργού Εξωτερικών και ανέφερε ένα πολύ ενδιαφέρον στατιστικό στοιχείο για τον αριθμό των Ελλήνων καθηγητών οι οποίοι διδάσκουν στο εξωτερικό. Δεν είναι μόνο οι φοιτητές αυτοί που φεύγουν από την Ελλάδα αναζητώντας τριτοβάθμια εκπαίδευση στο εξωτερικό, είναι και οι καθηγητές. Πολλοί κάτοχοι διδακτορικών πτυχίων οι οποίοι διδάσκουν στο εξωτερικό και τους οποίους θέλουμε με κάποιο τρόπο να μπορούμε να τους επαναπατρίσουμε. Κι όλα αυτά σημαίνουν τελικά περισσότερους, ικανότερους, καλύτερα αμειβόμενους διδάσκοντες.
Αλλά και κάτι ακόμα: τα ελληνικά πανεπιστήμια θα έχουν τώρα τη δυνατότητα να φιλοξενούν και ξένους φοιτητές που θα καταβάλλουν δίδακτρα αλλά θα μαθαίνουν ταυτόχρονα και την ελληνική γλώσσα. Αλλά και φοιτητές τρίτων χωρών που θα μπορούν να πραγματοποιούν και εδώ μέρος των σπουδών τους σε ξενόγλωσσα τμήματα. Με διαδικασίες -προφανώς σεβόμενοι απόλυτα το αυτοδιοίκητο των πανεπιστημίων- που θα καθορίζει το Συμβούλιο Διοίκησης του κάθε ιδρύματος.
Προχωράμε, ωστόσο, κι ένα βήμα πιο πέρα, με την οργάνωση και κοινών μεταπτυχιακών μεταξύ ελληνικών πανεπιστημίων και ξένων. Αναφέρομαι σε ένα πρόγραμμα χρηματοδότησης από το Ταμείο Ανάκαμψης, ύψους 60 εκατομμυρίων ευρώ, το οποίο θα διευρύνει το διεθνές προφίλ της δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης στον τόπο μας.
Εξάλλου, με βάση την ποιότητα θα ορίζεται πια το 30% της κρατικής χρηματοδότησης στα δημόσια πανεπιστήμια. Το υπόλοιπο 70% θα προσδιορίζεται από το μέγεθος, από τη γεωγραφική διασπορά των σχολών και ασφαλώς και από τον αριθμό των φοιτητών.
Σε ένα άλλο πεδίο, το νομοσχέδιο βελτιώνει τους τρόπους εκλογής, εξέλιξης αλλά και προκήρυξης θέσεων του διδακτικού προσωπικού. Επιταχύνει επίσης τον πολύ σημαντικό ψηφιακό μετασχηματισμό των πανεπιστημίων μας.
Και κάτι πολύ σημαντικό: για πρώτη φορά δρομολογείται η απογραφή της κινητής, αλλά πρωτίστως της ακίνητης περιουσίας των πανεπιστημίων, με ένα πολύ αυστηρό χρονοδιάγραμμα 18 μηνών. Ανοίγει έτσι ο δρόμος να αξιοποιηθούν σημαντικοί ανεκμετάλλευτοι πόροι προς όφελος της ίδιας της ακαδημαϊκής κοινότητας και των πανεπιστημίων.
Τέλος, δύο ακόμα εμβληματικές αποφάσεις σφραγίζουν αυτή τη δεδηλωμένη απόφαση της κυβέρνησης να στηρίξει το δημόσιο πανεπιστήμιο. Πρώτον, η ανάδειξη του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου σε μητροπολιτικό, θέτοντας κάτω από την ακαδημαϊκή του ομπρέλα τα 30 και πλέον τμήματα της Θράκης και της Ανατολικής Μακεδονίας, κάτι που είμαι σίγουρος ότι ικανοποιεί τον Πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, καθώς από ό,τι γνωρίζω εκεί έχει φοιτήσει. Αλλά και τις νέες σχολές, θα μπορέσει να θέσει υπό την ομπρέλα του το Δημοκρίτειο, που ιδρύονται στην Καβάλα, την Αλεξανδρούπολη, την Κομοτηνή, στον Διδυμότειχο. Παίρνει, λοιπόν, τη θέση που του αξίζει το Δημοκρίτειο -και λόγω της στρατηγικής του σημασίας- μεταξύ των κορυφαίων ακαδημαϊκών ιδρυμάτων της χώρας.
Και δεύτερη απόφαση, ο δυναμικός εκσυγχρονισμός του Ανοιχτού Πανεπιστημίου, 30 χρόνια μετά την ίδρυσή του, ένας θεσμός ο οποίος πλέον αυτονομείται, αποκτώντας τον δικό του ανεξάρτητο τρόπο διοίκησης, με Πρύτανη, με Συμβούλιο Διοίκησης, με Σύγκλητο, όπως και όλα τα άλλα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα. Και με τον τρόπο αυτόν η χώρα αποκτά έναν δυναμικό πυλώνα, με αιχμή την τόσο σημαντική διά βίου μάθηση, την εξ αποστάσεως εκπαίδευση, την επιμόρφωση των πολιτών που θέλουν να εμπλουτίσουν τις γνώσεις τους.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, επιτρέψτε μου να μη συνεχίσω την αναλυτική απαρίθμηση των τολμηρών αλλαγών που εισάγονται, με το σχέδιο νόμου, για τα δημόσια πανεπιστήμια. Εξάλλου, έχει αναφερθεί σε αυτές εκτενώς και ο εισηγητής μας και οι ομιλητές μας και ο Υπουργός Παιδείας. Αλλά όλες αυτές οι αλλαγές θεωρούμε ότι είναι απαραίτητα εργαλεία προκειμένου τα πανεπιστήμιά μας να υλοποιήσουν τον σχεδιασμό τους, με βάση τις συνθήκες της εποχής, να αποκτήσουν ακόμα περισσότερη αυτονομία.
Αυτό ήταν πάντα ένας κεντρικός στόχος της πολιτικής μας: πώς θα αποκόψουμε τα πανεπιστήμια από αυτόν τον «ασφυκτικό» εναγκαλισμό με το Υπουργείο Παιδείας. Πώς θα ανοιχτούν δημιουργικά σε πιο πολλούς υποψήφιους φοιτητές. Πώς, ναι, θα συνδέονται πιο αποτελεσματικά με την αγορά, ώστε τα πτυχία τα οποία θα προσφέρουν να έχουν ένα πραγματικό αντίκρισμα στην αγορά εργασίας. Πώς θα μπορέσουν να αναπτύξουν περισσότερο την έρευνα και πάλι πώς θα συνδέσουν αυτή την έρευνα με την ίδια την αγορά, με την καινοτομία και με το πολύ δυναμικό σύστημα των νεοφυών επιχειρήσεων, το οποίο κάνει πολύ έντονη την παρουσία του σήμερα στον κόσμο της ελληνικής επιχειρηματικότητας.
Όλες αυτές είναι πολύ σημαντικές αλλαγές οι οποίες δρομολογούνται και οι οποίες πια, να το τονίσω κι αυτό, έχουν την αποδοχή της συντριπτικής πλειοψηφίας της ελληνικής κοινωνίας. Οι εποχές που κάποιοι έκαναν καριέρα φωνάζοντας «έξω οι εταιρείες από τα πανεπιστήμια» έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί. Τα πανεπιστήμια είναι εδώ για να παρέχουν εξειδικευμένη γνώση και να συνδέουν αυτή τη γνώση με την αγορά εργασίας.
Έρχομαι έτσι στη μεγάλη καινοτομία αυτής της μεταρρύθμισης, που δεν είναι άλλη από την κατάφαση σε μία ανάγκη των καιρών: τη δυνατότητα, δηλαδή, ίδρυσης και λειτουργίας μη κρατικών, μη κερδοσκοπικών παραρτημάτων διεθνών πανεπιστημίων και στην Ελλάδα.
Προφανής επιδίωξη; Να πάψουν δεκάδες χιλιάδες Ελληνόπουλα που φεύγουν κάθε χρόνο για σπουδές εκτός των συνόρων, να ξοδεύουν πολύτιμο συνάλλαγμα και πολύτιμους πόρους αλλού, εκτός της πατρίδας μας, ενώ θα μπορούσαν κάλλιστα να το κάνουν εδώ, εντός της Ελλάδας. Και, παράλληλα, να επενδύσουν στον τόπο μας εκπαιδευτικοί οργανισμοί που με την τεχνογνωσία τους θα βοηθήσουν στη συνολική ανάπτυξη της εκπαίδευσης.
Ας σταματήσουμε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι της αντιπολίτευσης, να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Σήμερα περισσότεροι από 40.000 Έλληνες σπουδάζουν στο εξωτερικό. Είναι μια βασική πηγή του brain drain και των αρνητικών συνεπειών του. Ακριβώς αυτό το κενό φιλοδοξούμε εν μέρει να καλύψουμε, επιτρέποντας στους νέους μας να φοιτούν σε αξιόπιστα διεθνή πανεπιστήμια, χωρίς να αναγκάζονται να φύγουν από το σπίτι τους.
Τα θετικά αποτελέσματα είναι πολλά και προφανή: από την ανακούφιση των οικογενειακών προϋπολογισμών, μέχρι τα πρόσθετα σημαντικά έσοδα από ξένες επενδύσεις, και από τη βελτίωση των σπουδών που προκαλεί η ακαδημαϊκή άμιλλα, μέχρι τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας που προφανώς θα φέρει αυτή η νέα οικονομική δραστηριότητα.
Βέβαια, είναι προφανές ότι εδώ δεν ερχόμαστε να εφεύρουμε τον τροχό. Καθιερώνουμε απλά στην πατρίδα μας αυτό το οποίο ισχύει ακόμα και στη Βόρεια Κορέα. Γιατί, δυστυχώς, είμαστε μάλλον οι τελευταίοι, από όσο αντιλαμβάνομαι μαζί με την Κούβα, που έχουμε ένα σκληρό κρατικό μονοπώλιο στη γνώση της ανώτατης εκπαίδευσης.
Η συγκεκριμένη εκπαιδευτική τομή -θέλω να το πω αυτό- αποτελεί και μια δικαίωση που πρώτη εισηγήθηκε, υπερασπίστηκε σε δύσκολους καιρούς το 1987 η φοιτητική μας παράταξη, η ΔΑΠ. Ήταν μια καινοτομία που τότε λοιδορήθηκε επί χρόνια στα πανεπιστήμια, για να προκύψει στις μέρες μας ως μια αναγκαιότητα που δεν χωρά άλλη αναβολή.
Αλλά και ένα πεδίο που κρίνεται ποιος, έστω και καθυστερημένα -όχι εμείς βέβαια, εμείς θέλαμε να την κάνουμε αυτή τη μεταρρύθμιση πολύ πιο νωρίς αλλά δεν είχαμε αυτή την δυνατότητα-, ανακαλύπτει τα ζητούμενα των καιρών και ποιος τελικά μένει καθηλωμένος στο παρελθόν. Ποιος είναι, δηλαδή, ο πραγματικά πρωτοπόρος και προοδευτικός.
Δεν είναι τυχαίο βέβαια, όπως συμβαίνει σε όλες τις μεγάλες μεταρρυθμίσεις, ότι και αυτή με τη σειρά της πολιορκείται από μύθους που πρόθυμα σπεύδουν να αγκαλιάσουν πολλές ετερόκλητες φωνές από την αντιπολίτευση. Είναι απαραίτητες πιστεύω λοιπόν σήμερα, καθώς φτάνουμε στην ολοκλήρωση της συζήτησης, κάποιες διευκρινίσεις, έστω και αν δόθηκαν πολλές στον διάλογο που προηγήθηκε, με πρώτη ένσταση το επιχείρημα ότι τάχα ανοίγει ο δρόμος για ξένα πανεπιστήμια χωρίς καμία εγγύηση ούτε για την οικονομική ούτε για την ακαδημαϊκή τους ικανότητα, όπως κάποιοι διαδίδουν.
Το έχουμε πει πολλές φορές σε αυτή την αίθουσα, ότι οι προδιαγραφές και οι εγγυήσεις οι οποίες μπαίνουν είναι ίσως οι αυστηρότερες στην Ευρώπη: ελάχιστη εγγυητική 2 εκατομμύρια ευρώ -δεν θα το πεις και λίγο-, επιπλέον 500.000 για παράβολο και ελάχιστη επένδυση για τα κτήρια κάθε μίας από τις τρεις σχολές που υποχρεωτικά οφείλει να ιδρύσει το μητρικό πανεπιστήμιο. Εξαίρεση προβλέπεται μόνο για τα 20 πρώτα ιδρύματα της παγκόσμιας κατάταξης.
Κάθε παράρτημα θα πρέπει να έχει τουλάχιστον 30, επαναλαμβάνω, 30 καθηγητές. Το 90% θα πρέπει να είναι κάτοχοι διδακτορικού τίτλου και χωρίς παράλληλη απασχόληση σε άλλα δημόσια ιδρύματα. Υπάρχει ειδική πρόβλεψη για τα προσόντα του τεχνικού και του διοικητικού προσωπικού.
Ενώ τα πάντα θα εγκρίνονται από την Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης, η οποία, όπως ξέρετε, έχει και την ευθύνη των δημόσιων πανεπιστημίων σε κάθε επίπεδο. Σε κάθε περίπτωση, την τελική ευθύνη αδειοδότησης έχει πάντα το Υπουργείο Παιδείας και με τη γνωμοδότηση του Εθνικού Οργανισμού Πιστοποίησης Προσόντων και Επαγγελματικού Προσανατολισμού.
Άραγε, αναρωτιέμαι, μετρήσατε, όταν ασκήσατε κριτική, τα φίλτρα και τις δικλίδες ασφαλείας που τίθενται; Όπως σας είπα, είναι οι περισσότερες δικλίδες και οι αυστηρότεροι περιορισμοί από κάθε άλλο κράτος. Διότι πράγματι, σε αυτό πιστεύω ότι μπορούμε να συμφωνήσουμε, είναι σωστό να διαχωριστούν τα πραγματικά ποιοτικά ιδρύματα από κάποιους ενδεχομένως αναξιόπιστους φορείς που θέλουν ευκαιριακά να μεταπηδήσουν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Μήπως, όμως, ανοίγουμε έτσι τις πόρτες των πανεπιστημίων σε φοιτητές χωρίς προσόντα; Προφανώς και όχι, διότι και εδώ θα ισχύσει η ελάχιστη βάση εισαγωγής, όπως και στα δημόσια πανεπιστήμια.
Επιπλέον, είναι γνωστό ότι τα ξένα μητρικά πανεπιστήμια θέτουν τα δικά τους κριτήρια, τα δικά τους όρια βαθμολογίας, ανάλογα με τους φοιτητές που θέλουν να προσελκύσουν, τα οποία εκτιμώ, από τη στιγμή που τα ίδια τα παραρτήματα αυτά και τα μητρικά πανεπιστήμια θέλουν να διαφυλάξουν το κύρος τους και την αξιοπιστία τους, θα είναι κριτήρια αυστηρά.
Για να μη μιλήσω, βέβαια, για την αντίφαση όσων θυμήθηκαν ξαφνικά τις ικανότητες των υποψηφίων όταν οι ίδιοι καταψήφισαν την ελάχιστη βάση εισαγωγής. Ακούω σαν τώρα τις φωνές μέσα σε αυτή την αίθουσα να κινδυνολογούν για τον δήθεν αποκλεισμό δεκάδων χιλιάδων νέων παιδιών από την τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Και αναρωτιέμαι, τι μας ζητάτε ακριβώς τώρα; Προσέξτε: να καταργηθεί η βάση εισαγωγής στα δημόσια ιδρύματα και να γίνει αυστηρότερη στα μη κρατικά. Αυτό, όμως, δεν οδηγεί νομοτελειακά σε σπουδαστές δύο ταχυτήτων; Και πώς γίνεται αυτό να το ζητούν σήμερα αυτοί που ουσιαστικά υποστήριζαν την εισαγωγή όλων χωρίς εξετάσεις στα πανεπιστήμια; Είπαμε, έχουμε μια ανοχή στην υποκρισία, αλλά τόση πολλή δεν τη χωράει καμία λογική, κυρίες και κύριοι της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Τον παραλογισμό της αντίδρασης στα μη κρατικά πανεπιστήμια συμπληρώνει επίσης η καταγγελία περί τάχα ιδιωτικοποίησης, που και αυτή, ωστόσο, αποδεικνύεται έωλη. Κόστος, θέλω να θυμίσω, έχουν οι σπουδές εκτός Ελλάδας. Και δίδακτρα, βέβαια, προβλέπουν πολλά δημόσια πανεπιστήμια. Όλα τα μεταπτυχιακά, φαντάζομαι να το γνωρίζετε, είναι με δίδακτρα. Έτσι δεν είναι; Ενώ εμείς προβλέπουμε το 10% των εισακτέων στα μη κρατικά, μη κερδοσκοπικά πανεπιστήμια που θα ιδρυθούν στην χώρα μας να είναι με υποτροφία.
Επιπλέον, να κλείσουμε και τα μάτια μας στην πραγματικότητα ότι παραπάνω από 30.000 νέα παιδιά σπουδάζουν εδώ, στην Ελλάδα, σε κολέγια; Σε ένα de facto ιδιωτικό καθεστώς, με αναγνωρισμένα επαγγελματικά δικαιώματα. Άρα, αναρωτιέμαι, το κράτος δεν πρέπει να ρυθμίσει θεσμικά αυτό το πλαίσιο;
Όπως δεν καταλαβαίνω εκείνους που κατά τα άλλα κόπτονται υπέρ της ελευθερίας των επιλογών και την ξεχνούν όταν μιλάμε για το δικαίωμα των νέων να καθορίσουν οι ίδιες και οι ίδιοι το δικό τους μέλλον. Πρέπει, δηλαδή, αν θέλουν να σπουδάσουν σε ένα διεθνές πανεπιστήμιο αναγκαστικά να ξενιτεύονται, να φοιτήσουν μακριά από την πατρίδα τους.
Τέλος, αν γύρω από τα κριτήρια και τις εγγυήσεις σηκώθηκε πολλή σκόνη, γύρω από τα ζητήματα της συνταγματικότητας του νομοσχεδίου έγινε μεγάλη συζήτηση και ακούστηκαν πολλά επιχειρήματα. Αξίζει, λοιπόν, να επαναλάβω τη βασική επιχειρηματολογία της κυβέρνησης, ότι εδώ μιλάμε για μία ρητή πρόβλεψη ξένων ιδρυμάτων που θα λειτουργούν στη χώρα μας με μη κερδοσκοπική βάση και μόνο ως παραρτήματα. Επαναλαμβάνω, παραρτήματα αναγνωρισμένων ιδρυμάτων.
Θα δραστηριοποιούνται δηλαδή στη βάση των σχετικών συνταγματικών επιταγών και του ενωσιακού δικαίου, κάτι το οποίο βεβαιώνει και η πλειοψηφία -όχι όλοι-, των κορυφαίων συνταγματολόγων, με πρώτο τον Αντώνη Μανιτάκη -δεν θα έλεγα ότι είναι ένας άνθρωπος ο οποίος ανήκει στον χώρο της δικής μας παράταξης-, που είναι παραπάνω από σαφής σε αυτά τα οποία γράφει: «Το γράμμα του άρθρου του Συντάγματος», αναφέρει σε πρόσφατο κείμενό του, «παραμένει ανέπαφο. Και η απαγόρευση της ίδρυσης» -προσέξτε- «της ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων, εξακολουθεί να ισχύει, ατόφια. Επομένως τα επιχειρήματα περί αντισυνταγματικότητας του νόμου», γράφει ο Αντώνης Μανιτάκης, «μένουν χωρίς αντικείμενο, είναι κούφια», και η λέξη αυτή πράγματι τα λέει όλα.
Άλλωστε, η ζωή έχει αποδείξει σε πολλές περιπτώσεις ότι η συνταγματική επιταγή εξελίσσεται και οφείλει να προσαρμόζεται με το ενωσιακό δίκαιο, με την ελευθερία εγκατάστασης εκπαιδευτικών οργανισμών, με την αμοιβαία αναγνώριση ακαδημαϊκών σπουδών και τίτλων μεταξύ των κρατών-μελών, κάτι το οποίο όπως γνωρίζετε συμβαίνει ήδη, αλλά και με τη διευρωπαϊκή ισχύ των επαγγελματικών δικαιωμάτων. Όποιος, λοιπόν, θέλει να κλείνει τα μάτια στην αλήθεια, θα μείνει φυλακισμένος σε έναν δικό του δογματικό πλανήτη.
Και έτσι όπως ορθά και πάλι επισημαίνει ο κ. Μανιτάκης, από τη στιγμή που δεν τίθεται ζήτημα αντισυνταγματικότητας, το ουσιαστικό ζήτημα το οποίο ανακύπτει από όλους αυτούς οι οποίοι κρύβονται πίσω από νομικά επιχειρήματα είναι άλλο: πώς θα βελτιωθεί συνολικά και έμπρακτα η ποιότητα της πανεπιστημιακής μας εκπαίδευσης.
Ακριβώς αυτή η κατακλείδα συνιστά και την ουσία της συζήτησής μας. Γιατί, πράγματι, το έχουμε πει και εμείς πολλές φορές, η λειτουργία από μόνη της μη κρατικών, μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων δεν αρκεί. Χρέος της πολιτείας είναι να περιφρουρήσει και να ενισχύσει συνολικά τον χαρακτήρα της ανώτατης παιδείας.
Γι’ αυτό και πραγματικά -δεν το κάνω συχνά, σπανίως αναφέρομαι στην αντιπολίτευση στις παρουσιάσεις κοινοβουλευτικού έργου, αλλά εδώ δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό. Διότι πράγματι τα μηνύματα τα οποία εκπέμψατε, τα πολιτικά μηνύματα, δεν αναφέρομαι στο πένθος σας σχετικά με τη μη δυνατότητα να τσικνίσετε, αν και τον Πρόεδρό σας, κ. Φάμελλε, τον είδα μια χαρά να περνάει στις διακοπές του στην Τρίπολη. Δεν τον είδα σε καθεστώς πένθους.
(Ομιλία εκτός μικροφώνου από τα έδρανα της αντιπολίτευσης)
Ας προσέχετε πρώτα τι λέτε εσείς και μετά να μην ασκείτε κριτική όταν σας απαντάμε σε αυτά τα οποία λέτε.
Λοιπόν, ας πάμε στα πολιτικά επιχειρήματα. Έχω ακούσει βουλευτή σας να μιλάει θετικά στο συνέδριο, μετά να βγαίνει κάποιος άλλος ευρωβουλευτής να τον κατακεραυνώνει. Προσέξτε τώρα, για να πάμε στα πραγματικά πολιτικά επιχειρήματα, κ. Φάμελλε: έχετε έναν Πρόεδρο ο οποίος σπούδασε σε μη κρατικό, μη κερδοσκοπικό πανεπιστήμιο. Σπούδασε σε ένα πανεπιστήμιο σπουδαίο, αμερικανικό, με υποτροφία. Και αυτή την υποτροφία το πανεπιστήμιο είχε τη δυνατότητα να του τη δώσει ακριβώς επειδή το πανεπιστήμιο, το μη κρατικό πανεπιστήμιο, το αμερικανικό, δεν μοιράζει μερίσματα και έχει τη δυνατότητα να δημιουργεί υπεραξία χτίζοντας καταπιστεύματα τα οποία διευκολύνουν τα πανεπιστήμια αυτά να δίνουν υποτροφίες.
Αυτό είναι το μοντέλο των μη κρατικών, μη κερδοσκοπικών αμερικανικών πανεπιστημίων. Σε αυτό σπούδασε ο κ. Κασσελάκης. Ο κ. Κασσελάκης, λοιπόν, ο οποίος σπούδασε σε ένα τέτοιο πανεπιστήμιο, αν ερχόταν το University of Pennsylvania να φτιάξει παράρτημα στην Ελλάδα, θα έλεγε «όχι, να μην γίνει αυτό». Σε αυτό το οποίο σπούδασε ο ίδιος.
Μα πόση υποκρισία πια; Καλά να τα λέει ο κ. Τσίπρας που σπούδασε στο Μετσόβιο, αλλά να τα λέει και ο κ. Κασσελάκης; Νισάφι πια, αρκετά. Πώς εξηγείτε αυτή τη βασική αντίφαση;
Επαναλαμβάνω, εάν το University of Pennsylvania επιλέξει να φτιάξει παράρτημα στην Ελλάδα με όλες τις προδιαγραφές του νόμου και να δώσει τη δυνατότητα σε Έλληνες να σπουδάσουν με υποτροφία στην πατρίδα μας, ο κ. Κασσελάκης, που σπούδασε σε αυτό το πανεπιστήμιο, θα πει «όχι». «Όχι», γιατί εσείς έτσι του το επιβάλλατε, αν και φαντάζομαι ότι ο ίδιος άλλες σκέψεις είχε, αλλά με το που «βούτηξε» στον μικρόκοσμο του ΣΥΡΙΖΑ, τι να κάνει ο άνθρωπος; Προσαρμόστηκε, δεν μπορούσε να κάνει και αλλιώς.
Τώρα, έρχομαι σε εσάς, κ. Ανδρουλάκη, μη βιάζεστε. Εδώ η πολυφωνία σας σταδιακά μετατρέπεται σε πλήρη παλινωδία και είστε ο αρνητικός πρωταγωνιστής όλης αυτής της ιστορίας. Όλοι γνωρίζουμε καταρχάς, προσέξτε, την επιστημονική -έτσι δεν είναι, κύριε Ανδρουλάκη;- αποδοχή της μεταρρύθμισης από τον πρώην Πρόεδρό σας, τον κ. Βενιζέλο, ο οποίος ξεκάθαρα και με αρθρογραφία αντίστοιχη με αυτή του κ. Μανιτάκη επιχειρηματολόγησε και υποστήριξε τη συνταγματικότητα αλλά και την ανάγκη να ψηφιστεί η σχετική νομοθεσία, και τα δύο επιχειρήματα.
Και βέβαια αυτά μας λέγατε και εσείς. Μας είπατε ότι δεν θα σταθείτε εμπόδιο στον νόμο αυτό. Ήταν προεκλογική σας δέσμευση. Οι βουλευτές σας, κάποιοι οι οποίοι διαφωνούν, δεν τους βλέπω καν εδώ σήμερα, διότι καταλαβαίνω ότι τους βάλατε κομματική πειθαρχία. Το 55% των οπαδών σας φαίνεται να στηρίζουν αυτή τη μεταρρύθμιση.
Ξαφνικά, για λόγους οι οποίοι μου είναι παντελώς ακατανόητοι, αλλάξατε γνώμη και το κάνατε παρά το γεγονός ότι ο Υπουργός Παιδείας και η κυβέρνηση έκανε μία ειλικρινή προσπάθεια να εντάξει στο σχέδιο νόμου όλους τους προβληματισμούς τους οποίους είχατε εκφράσει δημόσια πριν ξεκινήσει αυτή η συζήτηση, έτσι δεν είναι; Τα εχέγγυα ποιότητας, τη δυνατότητα ελέγχου από την ΕΘΑΑΕ, την εξασφάλιση ότι θα επενδυθούν σημαντικοί πόροι για να δημιουργηθεί ένα πανεπιστήμιο.
Μετά από αυτό πήγατε στο σκανδιναβικό μοντέλο, το οποίο κανείς δεν καταλαβαίνει τι ακριβώς είναι, γιατί δεν υπάρχει, όπως σας είπε και ο Υπουργός, ένα σκανδιναβικό μοντέλο. Άλλα πράγματα γίνονται στη Δανία, άλλα στη Νορβηγία, άλλα στη Σουηδία.
Και βέβαια όλα αυτά ξεχνώντας αυτό το οποίο είπα και στην αρχή, ότι το 85% του νομοσχεδίου αναφέρεται στην αναβάθμιση του δημόσιου πανεπιστημίου. Τι θα κάνετε με το άρθρο το οποίο αφορά το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο και πώς θα δικαιολογήσετε αυτή την τεθλασμένη γραμμή στους αμήχανους ψηφοφόρους σας; Λέγοντας τι; Ότι μεσολάβησε κάποιος ετεροχρονισμένος τακτικισμός; Πάντως, αυτό το αποτέλεσμα -είμαι πολλά χρόνια στη Βουλή- είναι ο απόλυτος πολιτικός σουρεαλισμός.
Αλλά θα σας το κάνουμε λίγο πιο δύσκολο, κ. Ανδρουλάκη. Θα σας το κάνουμε λίγο πιο δύσκολο και σε εσάς, την αντιπολίτευση. Για να καταδείξουμε την απόλυτη υποκρισία σχετικά με την επί της αρχής καταψήφιση του νομοσχεδίου, η Νέα Δημοκρατία θα καταθέσει αίτημα ονομαστικής ψηφοφορίας για όλα τα άρθρα τα οποία αφορούν το δημόσιο πανεπιστήμιο. Για να πάμε να μετρηθούμε τελικά, πόσα άρθρα θα ψηφίσετε, κ. Ανδρουλάκη; Και να κάνουμε το «ταμείο» στο τέλος.
Το κόμμα σας, πράγματι, κ. Ανδρουλάκη, μου δίνει την εντύπωση ότι έχετε βγει από την μηχανή του χρόνου. Μόνο που αντί να πηγαίνετε μπροστά πηγαίνετε πίσω.
Και δικαίως κάποιοι συνάδελφοι βουλευτές θύμισαν ότι έχετε και μια προϊστορία εδώ ως ΠΑΣΟΚ. Γιατί μιλήσαμε για τα καλά τα οποία έκανε το ΠΑΣΟΚ για το οικογενειακό δίκαιο το 1982, αλλά εγώ θυμάμαι και την καταστροφική μεταρρύθμιση του ΠΑΣΟΚ το 1982, όταν κάνατε ουσιαστικά τα δημόσια πανεπιστήμια έρμαια των συνδικαλιστών. Έχετε, λοιπόν, και εσείς τη δική σας ιστορία.
Για να μην αναφερθώ στον απόντα της σημερινής συζήτησης, τον πρώην Πρόεδρο σας, τον Γιώργο Παπανδρέου, ο οποίος αν το ΠΑΣΟΚ είναι η μηχανή του χρόνου, ο Γιώργος Παπανδρέου είναι ο Μπέντζαμιν Μπάτον της πολιτικής. Γι’ αυτόν δουλεύει ο χρόνος ανάποδα. Διότι το 2004 ήταν υπέρ της αλλαγής του άρθρου 16, έτσι δεν είναι; Τι έγινε το 2007; Στην Επιτροπή Αναθεώρησης του Συντάγματος, υπό την πίεση διαφόρων φωνών, έκανε πίσω και χάσαμε τη μεγάλη ευκαιρία. Τώρα διαφωνεί και με την αναθεώρηση του Συντάγματος και με την ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων.
Λοιπόν, αυτό το νομοσχέδιο και αυτή η μάχη νομίζω ότι ένα πράγμα τελικά καταδεικνύει: αυτοί οι οποίοι πολεμούν το νομοσχέδιο, τελικά εσείς οι ίδιοι είστε αυτοί που δεν εμπιστεύεστε το δημόσιο πανεπιστήμιο.
Και ξέρετε γιατί δεν το εμπιστεύεστε; Δεν το εμπιστεύεστε γιατί γνωρίζετε πολύ καλά ότι η παράλληλη παρουσία μη κρατικών ιδρυμάτων, εκτός από την ακαδημαϊκή άμιλλα, θα προβάλλει και ένα άλλο πρότυπο, ένα θετικό παράδειγμα: καθαρά και μοντέρνα κτίρια, με εργαστήρια και βιβλιοθήκες, αντί για στέκια κουκουλοφόρων, με χώρους όπου επιτέλους «κατάληψη» θα κάνει μόνο η γνώση, η ελευθερία και ο πολιτισμός.
Αυτή τη σύγκριση τρέμετε όλοι εσείς που οικοδομήσατε την κομματική σας ταυτότητα πάνω στις αδυναμίες της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Που κάνατε καριέρες στα αμφιθέατρα, έχοντας μάθει να θεωρείτε κάποιες σχολές τσιφλίκια σας. Γι’ αυτό δεν σας αρέσει η σύγκριση.
Γνωρίζετε ότι αυτή η αντίστιξη δύο εικόνων θα κάνει και τους φοιτητές του δημόσιου πανεπιστημίου να απαιτήσουν ανάλογες συνθήκες. Και τότε ο περιθωριακός κόσμος κάποιων απλά θα καταρρεύσει, μαζί με τη βία, μαζί με τα ρόπαλα, μαζί με τις μολότοφ τους. Και για να χρησιμοποιήσω κι έναν αγαπημένο στίχο των μπαχαλάκηδων: «έτσι πρέπει να γίνει και έτσι θα γίνει».
(Ομιλία εκτός μικροφώνου από τα έδρανα της αντιπολίτευσης)
Ναι, η Αστυνομία, κ. Ανδρουλάκη, μπαίνει στα πανεπιστήμια γιατί αυτή η κυβέρνηση άλλαξε τον νόμο για το πανεπιστημιακό άσυλο, όχι η προηγούμενη, και εσείς σφυρίζετε αδιάφορα.
Λοιπόν, ποτέ δεν έκρυψα, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ότι στην πολιτική μου αντίληψη η εκπαίδευση αποτελεί εκείνο το πεδίο πολιτικής όπου η κοινωνική πολιτική συναντά την οικονομική προοπτική. Τη γέφυρα δηλαδή που ενώνει το δικαίωμα της νέας και του νέου να προκόψει, με την προτεραιότητα της χώρας συνολικά να αναπτυχθεί.
Γι’ αυτό και η μέριμνα της κυβέρνησης για τη δημόσια εκπαίδευση, εδώ και πέντε χρόνια, είναι διαρκής. Και θα έλεγα ότι, ειδικά για την ανώτατη παιδεία, οι παρεμβάσεις μας λειτουργούν παράλληλα και με άλλες πολιτικές για τους νέους, με σημαντικότερη την πολιτική για τη στήριξη της στέγης. Δεν αναφέρομαι εδώ αναλυτικά σε όλες τις παρεμβάσεις, στο πρόγραμμα «Σπίτι μου» και σε άλλα μέτρα τα οποία δίνουν τη δυνατότητα σε νέες και σε νέους να μπορέσουν να επισκευάσουν σπίτια τα οποία είναι σήμερα κλειστά.
Να αναφερθώ μόνο στο επίδομα φοιτητικού ενοικίου, το οποίο επί αυτής της κυβέρνησης αυξήθηκε σημαντικά και θα αυξηθεί τώρα στα 2.500 ευρώ για όλα τα νέα παιδιά τα οποία θα πάνε σε περιφερειακά πανεπιστήμια για να μπορέσουμε να στηρίξουμε τις σχολές της περιφέρειας. Το συνολικό κονδύλι από τα 42 εκατομμύρια έφτασε στα 71.
Και βέβαια, να μην ξεχνάμε ότι για πρώτη φορά μέσα από το σχήμα των ΣΔΙΤ θα μπορέσουν να χτιστούν πέντε ολοκαίνουργιες φοιτητικές εστίες, οι οποίες θα μπορέσουν να δώσουν ποιοτική στέγη σε σχεδόν 10.000 φοιτητές μας σε πέντε μεγάλα δημόσια πανεπιστήμια.
Δεν γίνεται, λοιπόν, μια τέτοια συνολική πολιτική, με αιχμή, όπως είπα, το δημόσιο πανεπιστήμιο, να συναντά τόσο απροκάλυπτη προχειρότητα, με προφάσεις που ασχολούνται αποκλειστικά με τα μη κρατικά ιδρύματα.
Και αναρωτιέμαι τι θα πει, κυρίες και κύριοι της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αυτό που είπε ο κ. Κασσελάκης; «Μου πέρασε», λέει, προσέξτε, «από το μυαλό να ψηφίσω το νομοσχέδιο, αλλά δεν θα το κάνω». Ή επιχείρημα «αν έρθει εδώ η Σορβόννη, θα έχουν πρόβλημα τα περιφερειακά πανεπιστήμια;». Ή σε μια τέτοια περίπτωση θα έχουμε, λέει, «διπλά θρανία, διπλές εγκαταστάσεις».
Ε, δεν είναι σοβαρές απόψεις αυτές. Και δεν θα παρακολουθήσω όλον αυτόν τον εσωκομματικό ανταγωνισμό, διακομματικό μάλλον, στον χώρο της αντιπολίτευσης. Δεν μας ενδιαφέρει τελικά ποιος θα είναι δεύτερος, ποιος θα είναι τρίτος, εάν τελικά ο κ. Ανδρουλάκης εξελιχθεί σε έναν πράσινο ΣΥΡΙΖΑ, εάν ο ένας διαγκωνίζεται με τον άλλον για το ποιος θα πει την πιο ακραία τοποθέτηση.
Αυτό που είναι πραγματικά κρίμα είναι ότι χάνεται μια ευκαιρία για μια διακομματική συναίνεση την οποία η παράταξή μας είχε επιχειρήσει πολλές φορές να διαμορφώσει: και το 2000 στην αναθεώρηση τότε, του 2000-2001, και το 2007 δεν τα καταφέραμε και το 2019 δεν τα καταφέραμε, όταν η μεταρρύθμιση υπονομεύτηκε ανοιχτά από τις ιδεοληψίες του ΣΥΡΙΖΑ.
Αλλά πρόκειται για μια πρωτοβουλία που ξεπερνά τα όριά της για να γίνει πολιτική επιλογή αλλά και εθνική επιταγή. Είναι ένα βήμα το οποίο ανοίγει πραγματικά νέους ορίζοντες για τη νέα γενιά στο αύριο, ώστε με αυτούς οδηγούς η πατρίδα μας να οικοδομήσει το μέλλον της.
Και είναι μια ρύθμιση που πρώτα και πάνω από όλα έρχεται να κερδίσει χαμένο έδαφος και χαμένο χρόνο. Δεν μπορεί η Ελλάδα να περιμένει άλλο, δέσμια δογμάτων και αναχρονιστικών αντιλήψεων.
Έχουμε αποφασίσει σε όλα τα πεδία να βαδίσουμε μπροστά, να γίνουμε μία σύγχρονη ευρωπαϊκή δημοκρατία. Και στα 50 χρόνια από την αποκατάσταση της δημοκρατίας, η τομή αυτή μετατρέπει σε ευκαιρία μία διαχρονικά μετέωρη αδυναμία της Μεταπολίτευσης, φέρνοντας την ελληνική πραγματικότητα πιο κοντά στην ευρωπαϊκή χωρίς να περιμένει την αλλαγή του άρθρου 16, που ούτως ή άλλως πια θα δρομολογηθεί στην επόμενη αναθεωρητική Βουλή, αλλά αποδίδοντας από τώρα και στη δική μας νέα γενιά ίσες ακαδημαϊκές ευκαιρίες που υπάρχουν παντού.
Όσοι, λοιπόν, διαφωνούν, μένουν υποστηρικτές της καθήλωσης και, κυρίως, θιασώτες της αδράνειας. Και είμαι περήφανος, είμαι πραγματικά περήφανος που η Νέα Δημοκρατία και εγώ προσωπικά αντιταχθήκαμε όλες αυτές τις δεκαετίες σε μία Ελλάδα διεθνή νησίδα του εκπαιδευτικού απομονωτισμού. Είμαι εξίσου περήφανος που τώρα τολμάμε επιτέλους να γυρίσουμε σελίδα.
Όσο για εκείνους που ακόμα επιμένουν πως η αλλαγή αυτή δεν είναι επίκαιρη, δεν είναι αναγκαία -αυτό μας λέτε, «όχι τώρα, κάποια στιγμή αργότερα, να αλλάξουμε πρώτα το άρθρο 16»-, για να δούμε πόσα χρόνια, πόσες δεκαετίες πραγματικά συζητούμε το θέμα αυτό.
Θα μεταφέρω αυτολεξεί μία παράγραφο. Είναι μία παράγραφος από Προγραμματικές Δηλώσεις οι οποίες έχουν διατυπωθεί από αυτό το βήμα σε αυτή την αίθουσα της Ολομέλειας: «Να επιδιώξουμε την ίδρυση μη κρατικών ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, με βάση το ισχύον δίκαιο της Κοινότητας και την εν καιρώ αναθεώρηση του σχετικού άρθρου του Συντάγματος. Έτσι όχι μόνο θα αναπτυχθούν συνθήκες δημιουργικού ανταγωνισμού στην παιδεία, αλλά θα δοθεί λύση στο τεράστιο κοινωνικό πρόβλημα των χιλιάδων ελληνικών οικογενειών και των παιδιών τους που καταφεύγουν στο εξωτερικό, ενώ παράλληλα θα διευρύνουμε την αυτονομία της δημόσιας τριτοβάθμιας εκπαίδευσης».
Αυτές είναι οι Προγραμματικές Δηλώσεις της κυβέρνησης του 1990 και του Πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, με τους ίδιους ακριβώς στόχους. Προσέξτε: ίδιοι ακριβώς στόχοι, 34 χρόνια πριν. Κάτι που αποδεικνύει ότι σήμερα ψηφίζουμε μία τομή με την οποία πιστεύω ότι συμφωνεί η πλειοψηφία των Ελλήνων, αλλά κυρίως την υποδέχεται η ελληνική κοινωνία πιο ώριμη παρά ποτέ.
Γι’ αυτό και η ψήφος μας πρέπει να είναι θετική. Πρέπει να είναι θετική ως μια κατάθεση εμπιστοσύνης στο δημόσιο πανεπιστήμιο, αλλά πρέπει να είναι ηχηρή πρωτίστως ως μια ηχηρή έγκριση για μεγαλύτερη ελευθερία και μεγαλύτερη πρόσβαση στη γνώση για όλα τα Ελληνόπουλα.
Σας ευχαριστώ.