Τοποθετήσεις του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη σε συζήτηση με τον αρχηγό της γερμανικής αξιωματικής αντιπολίτευσης και Πρόεδρο του CDU Friedrich Merz, στο πλαίσιο εκδήλωσης του Ιδρύματος Konrad Adenauer στο Βερολίνο
Εισαγωγική τοποθέτηση του Πρωθυπουργού:
Καταρχάς, σας ευχαριστώ πολύ για τη φιλοξενία και σε ευχαριστώ, Friedrich, που συμφώνησες να έχουμε αυτή τη συζήτηση. Κοιτούσα αυτή την υπέροχη φωτογραφία της Ακρόπολης, όλα πολύ ωραία και πολύ ηλιόλουστα. Καθώς έμπαινα, θυμήθηκα ένα εξώφυλλο του περιοδικού «Economist» στα χρόνια της οικονομικής κρίσης, που εικόνιζε ελικόπτερα να πετούν πάνω από την Ακρόπολη, με έναν πολύ δυσοίωνο τίτλο «Acropolis Now», παραπέμποντας στο «Αποκάλυψη Τώρα», μια ταινία της δεκαετίας του ’70.
Σκεφτόμουν, ναι, πράγματι, έχουμε σημειώσει μεγάλη πρόοδο σε σχέση με εκείνες τις ημέρες και δεν απέχουμε πολύ από το 2015, όταν η Ελλάδα βρισκόταν ουσιαστικά στο χείλος μιας τεράστιας καταστροφής. Καταφέραμε τότε να το αποφύγουμε, επειδή η λαϊκιστική κυβέρνηση συνειδητοποίησε τις συνέπειες του να οδηγήσει την Ελλάδα σε αυτή την κατεύθυνση. Αλλά ακόμη και όταν αναλάβαμε την εξουσία το 2019, γνωρίζαμε ότι είχαμε πολλή δουλειά να κάνουμε προκειμένου να αποκαταστήσουμε την αξιοπιστία της Ελλάδας. Ο πρώτος μας στόχος πάντοτε ήταν να αποκαταστήσουμε την ευρωστία των δημόσιων οικονομικών μας και να επιτύχουμε ρυθμούς ανάπτυξης σημαντικά υψηλότερους από την υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση, να ακολουθήσουμε μια συνετή δημοσιονομική πολιτική, αλλά και να προωθήσουμε μέτρα φιλικά προς την ανάπτυξη, που θα καταστήσουν την Ελλάδα ελκυστικό προορισμό για επενδύσεις.
Πιστεύω ότι τέσσερα χρόνια αργότερα είναι μάλλον δίκαιο να πούμε ότι, συνολικά, η πολιτική αυτή ήταν επιτυχής. Η οικονομία αναπτύσσεται ταχύτερα, σημαντικά ταχύτερα από τον μέσο όρο της ευρωζώνης. Η αναλογία του χρέους προς το ΑΕΠ μειώνεται με ρυθμό που ούτε εμείς θα μπορούσαμε να είχαμε προβλέψει πριν από μερικά χρόνια. Έχουμε μειώσει σημαντικά την ανεργία. Η χώρα κατάφερε να προσελκύσει ρεκόρ άμεσων ξένων επενδύσεων τα τελευταία τρία χρόνια. Καταφέραμε, όπως επισημάνατε, να ανακτήσουμε την επενδυτική βαθμίδα τις τελευταίες εβδομάδες, κάτι που ασφαλώς ήταν ένα μεγάλο επίτευγμα για εμάς και σηματοδοτεί το τέλος ενός πολύ επώδυνου κύκλου, που διήρκεσε για περισσότερο από μία δεκαετία.
Τώρα, που πιστεύω ότι έχει επιτευχθεί ένα σημαντικό μέρος του δύσκολου έργου να επανέλθει η Ελλάδα στην κανονικότητα, ο επόμενος στόχος είναι πώς θα πετύχουμε μεγαλύτερη σύγκλιση με την Ευρώπη. Αν ήθελα να βάλω έναν τίτλο με μία μόνο φράση για το τι συνέβη τα τελευταία δέκα χρόνια: προσπαθήσαμε και καταφέραμε να κρατήσουμε την Ελλάδα εντός της Ευρώπης, τώρα πρέπει να διασφαλίσουμε ότι η Ελλάδα πραγματικά συγκλίνει με την Ευρώπη και να αναπληρώσουμε για μια χαμένη δεκαετία. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Ελλάδα έχασε το 25% του ΑΕΠ της στα δύσκολα χρόνια της κρίσης.
Επιτρέψτε μου να σταματήσω εδώ όσον αφορά στις εισαγωγικές μου παρατηρήσεις, λέγοντάς σας ότι η Ελλάδα που θυμόσασταν κατά τη διάρκεια της δημοσιονομικής κρίσης δεν είναι η Ελλάδα του σήμερα. Πιστεύω ότι αυτός ο συνολικός μετασχηματισμός αποδίδεται και στην ανθεκτικότητα του ελληνικού λαού. Δεν είναι μόνο η κυβέρνηση, είναι η κοινωνία που κατάφερε, επέδειξε αντοχή σε πολύ δύσκολα χρόνια. Και το εκλογικό σώμα μάς εξέλεξε εκ νέου, με αυξημένο ποσοστό, επειδή, πιστεύω, κάνοντας μία πολύ λογική αποτίμηση αναγνώρισε ότι πράγματι κάναμε καλή δουλειά και πίστεψε σε αυτό που θα κάνουμε για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, στο πρόγραμμά μας.
Για την ευρωπαϊκή οικονομία:
Αυτό είναι ένα περίπλοκο ερώτημα, αλλά κι ένα ευαίσθητο θέμα, το αναγνωρίζω, ειδικά όταν μιλάω στη Γερμανία. Επιτρέψτε μου καταρχάς να ξεκινήσω συμφωνώντας με αυτό που είπε ο Friedrich: προκειμένου να μπορέσουμε να διατηρήσουμε μια νομισματική ένωση χωρίς μια σαφή κεντρική δημοσιονομική ικανότητα, χρειάζεται δημοσιονομική πειθαρχία στα κράτη-μέλη. Βέβαια, πρέπει επίσης να διασφαλιστεί ότι αποφεύγουμε τα λάθη του παρελθόντος, διότι πιστεύω ότι το μεγαλύτερο λάθος που έγινε στα χρόνια της ελληνικής δημοσιονομικής κρίσης ήταν η άσκηση πίεσης για περισσότερη λιτότητα, δρακόντεια μέτρα, τα οποία ουσιαστικά εγκλώβισαν τη χώρα σε συνθήκες ύφεσης, οι οποίες μείωσαν περαιτέρω τα έσοδα και κατέστησαν τους δημοσιονομικούς στόχους ανέφικτους.
Πιστεύω ότι, όταν εξετάζουμε το μέλλον του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, το οποίο, όπως γνωρίζετε, βρίσκεται υπό διαπραγμάτευση, η αρχική προσέγγιση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής -μεγαλύτερη ευελιξία με αντάλλαγμα μεταρρυθμίσεις και ανάληψη ευθύνης από τα κράτη όσον αφορά στις μεσοπρόθεσμες δημοσιονομικές πολιτικές- είναι η σωστή. Αντιλαμβάνομαι ότι έχει σημειωθεί πρόοδος από τους Υπουργούς Οικονομικών μας τις τελευταίες εβδομάδες και προσδοκώ να συμφωνήσουμε για τους νέους κανόνες. Πιστεύω ότι πρέπει να υπάρξει συμφωνία πριν από το τέλος του έτους.
Αυτοί οι κανόνες είναι σημαντικοί. Ωστόσο, υπάρχει και ένας άλλος, εξωτερικός αξιολογητής των δημοσιονομικών μας επιδόσεων, οι αγορές. Για παράδειγμα, αν δείτε, οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων βρίσκονται κοντά στο επίπεδο των τίτλων χρέους της Ισπανίας, το 10ετές ομόλογό μας κινείται σημαντικά κάτω από το αντίστοιχο της Ιταλίας. Ποιος θα πίστευε ότι αυτό θα ήταν εφικτό πριν από τέσσερα χρόνια; Όσο κι αν πιστεύω στους δημοσιονομικούς κανόνες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι αγορές παρακολουθούν συνεχώς τις εξελίξεις. Και ειδικά για τις χώρες που έχουν υψηλό χρέος, θα παρακολουθούν αν μπορούμε να παράγουμε πρωτογενή πλεονάσματα και να κινούμαστε ξεκάθαρα προς τη μείωση του χρέους μας. Όμως, αυτά τα πρωτογενή πλεονάσματα, στην περίπτωση της Ελλάδας, πρέπει να προκύψουν μέσα από μια πολιτική φιλική προς την ανάπτυξη και όχι με την υπερφορολόγηση των Ελλήνων και των ελληνικών επιχειρήσεων.
Αυτό που πετύχαμε, το οποίο θεωρώ αποτελεί βασικό συστατικό της επιτυχίας μας, ήταν να δημιουργήσουμε ανάπτυξη μειώνοντας συνετά τους φόρους, αλλά και αντιμετωπίζοντας τη φοροδιαφυγή. Η δεύτερη θητεία της κυβέρνησής μου θα επικεντρωθεί πολύ περισσότερο στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής παρά στην περαιτέρω μείωση των φορολογικών συντελεστών, οι οποίοι μάλλον θα παραμείνουν εκεί που είναι για αρκετό χρονικό διάστημα. Όταν μειώσουμε τη φοροδιαφυγή, τότε μπορούμε να αρχίσουμε να μειώνουμε τον ΦΠΑ και τους έμμεσους φόρους, κάτι που θα ήταν ο στόχος μου προς το τέλος της δεύτερης θητείας μου.
Τώρα, όσον αφορά την ερώτησή σας σχετικά με την ικανότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης να εκδίδει χρέος από κοινού, αυτό κάναμε για το πρόγραμμα NextGenerationEU. Πιστεύω ότι ήταν ένα σημαντικό ορόσημο, και ήταν πολύ σημαντικό ότι η Γερμανία και η Angela Merkel συμφώνησαν τότε σε μία πολύ σημαντική κατά τη γνώμη μου απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, η οποία δίνει στην Ελλάδα σχεδόν 36 δισεκατομμύρια ευρώ σε επιχορηγήσεις και δάνεια για τη χρηματοδότηση της πράσινης και ψηφιακής μετάβασης. Αν καταφέρουμε να στεφθεί αυτό με επιτυχία, τότε μπορούμε να μιλήσουμε για την πιθανή επανάληψή του στο μέλλον.
Αλλά δεν θέλω να ανοίξω αυτή τη συζήτηση πριν από την κατάλληλη χρονική στιγμή. Το πρόγραμμα NextGenerationEU συνδέεται με πολλούς όρους. Είναι ένα δύσκολο και περίπλοκο πρόγραμμα για να εκτελεστεί. Ξέρουμε ότι ο πήχης είναι ψηλά και ξέρουμε ότι πρέπει να πιέσουμε τη γραφειοκρατία μας για να διασφαλίσουμε ότι είμαστε συνεπείς με αυτό που μας έχει ζητηθεί να κάνουμε. Διότι, στο τέλος της ημέρας, δανειζόμαστε ως Ένωση και δίνουμε στις φτωχότερες χώρες χρήματα για να ξοδέψουν.
Καταλαβαίνω ότι ο πήχης είναι ψηλά. Αν επιτύχουμε σε αυτό, τότε ίσως σε τρία, τέσσερα χρόνια να μπορέσουμε να ξανακάνουμε αυτή τη συζήτηση. Αλλά αυτή τη στιγμή εστιάζω στο να διασφαλίσω τη μέγιστη δυνατή απορρόφηση των σημαντικών ευρωπαϊκών κονδυλίων που έχουμε στη διάθεσή μας.
Για τις αναπτυξιακές προοπτικές της Ελλάδας και τις προκλήσεις της ΕΕ:
Και πάλι, προερχόμενος από μία χώρα που βγαίνει από μια πολύ τραυματική περίοδο της σύγχρονης ιστορίας της, η δέσμευσή μου προς τον ελληνικό λαό είναι ότι ποτέ, μα ποτέ δεν θα ξαναζήσουμε αυτό που συνέβη στην Ελλάδα αρχής γενομένης από το 2010. Η δημοσιονομική πειθαρχία δεν μπορεί να αμφισβητηθεί και αυτό είναι αδιαπραγμάτευτο για εμένα. Γνωρίζω ότι είναι επίσης η βάση, το θεμέλιο για μία πολιτική φιλική προς την ανάπτυξη. Διότι όταν έρχομαι εδώ, στη Γερμανία, και εξηγώ σε γερμανικές επιχειρήσεις γιατί υπάρχουν σημαντικές επενδυτικές ευκαιρίες στην Ελλάδα, σε μια εποχή που η γερμανική βιομηχανία αντιμετωπίζει προκλήσεις όσον αφορά στην ανταγωνιστικότητά της και ίσως τα γερμανικά μεσαία στρώματα αναζητούν μέρη εντός της Ευρώπης για να επενδύσουν, το πρώτο πράγμα που θα με ρωτήσουν οι γερμανικές επιχειρήσεις είναι: «Είναι ασφαλές; Υπάρχει κίνδυνος για τη χώρα; Έχετε αφήσει οριστικά πίσω σας τα δύσκολα χρόνια;». Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η δημοσιονομική πειθαρχία και τα υγιή αλλά βιώσιμα πρωτογενή πλεονάσματα είναι αδιαπραγμάτευτα για εμάς.
Έχοντας αυτό ως κρατούμενο, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ως Ευρώπη αντιμετωπίζουμε σοβαρά ζητήματα ανταγωνιστικότητας. Πώς θα αντιμετωπίσουμε τις Ηνωμένες Πολιτείες οι οποίες γίνονται όλο και πιο προστατευτικές και οι οποίες δαπανούν πολλά χρήματα για να στηρίξουν αυτή την εγχώρια βιομηχανία και οι οποίες φαίνεται να έχουν πολύ υψηλό έλλειμμα, χωρίς οι κεφαλαιαγορές να ανησυχούν πολύ γι’ αυτό, τουλάχιστον προς το παρόν. Από την άλλη πλευρά, έχουμε την Κίνα με το δικό της μοντέλο κρατικού καπιταλισμού. Και στη μέση την Ευρώπη, που χρειάζεται να επενδύσει και μπορεί να το κάνει είτε κινητοποιώντας ευρωπαϊκά χρήματα είτε κινητοποιώντας εθνικά κεφάλαια.
Δεν μπορείς, όμως, να επιτρέψεις σε χώρες όπως η Γερμανία να κάνουν υπερβολική χρήση των εξαιρέσεων για κρατικές ενισχύσεις εντός της Ευρώπης, εντός της ενιαίας αγοράς, καθώς εν τέλει θα δημιουργήσεις άνισους όρους ανταγωνισμού. Διότι εμείς δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό λόγω των δημοσιονομικών μας κανόνων. Η Γερμανία μπορεί. Αλλά τότε η γερμανική βιομηχανία θα γίνει πιο ανταγωνιστική από την ελληνική βιομηχανία ή την ιταλική βιομηχανία.
Επομένως, η διατήρηση της συνοχής της ενιαίας αγοράς, η ενίσχυση της ενιαίας αγοράς και η επίλυση ζητημάτων γύρω από την ανταγωνιστικότητα του ευρωπαϊκού επιχειρηματικού περιβάλλοντος θα πρέπει να αποτελέσουν βασική προτεραιότητα του ΕΛΚ για την επόμενη τετραετία. Αυτό είναι πολύ, πολύ σημαντικό. Αν κοιτάξετε, ενδεικτικά, την ψηφιακή ανταγωνιστικότητα και μιλήσετε με νεοφυείς επιχειρήσεις, για παράδειγμα στην Ελλάδα όπου έχουμε ένα πολύ δυναμικό οικοσύστημα νεοφυών επιχειρήσεων, θα σας πουν ότι μιλάμε πολύ για την ευρωπαϊκή ενιαία αγορά αλλά αυτή δεν υφίσταται πραγματικά, όταν πρόκειται για ψηφιακές υπηρεσίες. Έχουμε κάνει πολλά βήματα σε αυτή την κατεύθυνση αλλά αυτές οι κινήσεις πρέπει να ολοκληρωθούν.
Όταν σκεφτόμαστε, λοιπόν, την ατζέντα για την επομένη των ευρωεκλογών, καλώ να επικεντρωθούμε σε αυτά τα ζητήματα ανταγωνιστικότητας, καθότι είναι απόλυτα ζωτικής σημασίας για ολόκληρη την Ευρώπη.
Ενέργεια: Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με σημαντικές προκλήσεις. Το πώς θα προωθήσουμε την ανανεώσιμη ενέργεια, η οποία μπορεί να είναι φθηνότερη και πρέπει επίσης να είναι πιο αξιόπιστη, είναι ζωτικής σημασίας. Αν εξετάσετε, για παράδειγμα, το πρότυπο παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, θα συνειδητοποιήσετε ότι η βόρεια Ευρώπη παράγει πολλή αιολική ενέργεια το χειμώνα και εμείς παράγουμε πολλή ηλιακή ενέργεια το καλοκαίρι. Διαθέτουμε τις διασυνδέσεις μεταξύ βορρά και νότου για να κάνουμε αυτή την αγορά να λειτουργεί πιο αποτελεσματικά, τόσο για τον βορρά όσο και για τον νότο; Η απάντηση είναι όχι, όχι ακόμα. Πώς, λοιπόν, αντιμετωπίζουμε διαρθρωτικά το ζήτημα της ενεργειακής ανταγωνιστικότητας χωρίς να καταφεύγουμε σε βραχυπρόθεσμες επιδοτήσεις, οι οποίες δεν πρόκειται να λύσουν το πρόβλημα;
Έχετε λάβει μια απόφαση σχετικά με την πυρηνική ενέργεια. Το κατά πόσον είναι σωστή ή λάθος επαφίεται σε εσάς να το αποφασίσετε. Αλλά, στο τέλος της ημέρας, θα επενδύσουμε, για παράδειγμα, ως Ευρώπη, σε νέα πυρηνική τεχνολογία; Δεν έχουμε ενδιαφέρον για αυτό, διότι δεν είμαστε μια χώρα που έχει πυρηνική κληρονομιά. Πώς, όμως, θα κινηθούμε ως Ευρώπη σε αυτή την παγκόσμια αγορά ανταγωνιστικότητας; Ποιες είναι οι νέες τεχνολογίες; Θα προσπαθήσουμε απλώς να παράγουμε ηλιακά πάνελ ή αιολικά πάρκα φθηνότερα από τους Κινέζους; Αυτό ίσως είναι μια δύσκολη πρόκληση.
Για τη μετανάστευση:
Καμία συζήτηση στη Γερμανία αυτές τις μέρες δεν είναι ολοκληρωμένη χωρίς αναφορά στη μετανάστευση. Καταλαβαίνω. Αυτό συνέβη στην Ελλάδα το 2019. Αυτό δεν ισχύει πλέον και θα σας πω γιατί. Όταν αναλάβαμε την εξουσία, το 2019, κληρονομήσαμε μια καταστροφική κατάσταση όσον αφορά στο μεταναστευτικό, ουσιαστικά μία πολιτική ανοιχτών συνόρων και μια αδυναμία της ελληνικής κυβέρνησης να αξιολογήσει γρήγορα τις αιτήσεις για χορήγηση ασύλου. Είχαμε πρόβλημα τόσο από την πλευρά όσων είχαν ήδη φτάσει στην Ελλάδα, όσο και με τις νέες αφίξεις. Είχαμε πολλούς ανθρώπους στην Ελλάδα, οι περισσότεροι από αυτούς βρίσκονταν στα νησιά μας, και υποδεχόμασταν συνεχώς περισσότερους. Δεν ξέραμε πώς να τους διαχειριστούμε. Αποφασίσαμε ότι χρειαζόμασταν μια δραστική επανεξέταση της μεταναστευτικής μας πολιτικής.
Τι κάναμε; Γίναμε πολύ πιο αυστηροί όσον αφορά στη διαχείριση των συνόρων μας, πάντα σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο. Αλλά δεν διευκολύναμε την έλευση στην Ελλάδα. Ήμουν πολύ ξεκάθαρος και ειλικρινής εξ αρχής. Το Λιμενικό Σώμα δεν είναι μία υπηρεσία υποδοχής που ενθαρρύνει ανθρώπους να έρθουν στην Ελλάδα. Το ίδιο ισχύει για τη συνοριοφυλακή μας στα χερσαία σύνορα. Σας θυμίζω ότι το 2020 βρεθήκαμε αντιμέτωποι με μια πρόδηλη προσπάθεια της Τουρκίας να εργαλειοποιήσει μετανάστες και να τους στείλει στην άλλη πλευρά των συνόρων, στην Ευρώπη. Καταφέραμε να υπερασπιστούμε τα ελληνικά και ευρωπαϊκά σύνορα με επιτυχία.
Πού βρισκόμαστε σήμερα; Βρισκόμαστε σε μια κατάσταση όπου μπορούμε να διαχειριστούμε τις ροές και έχουμε επίσης αντιμετωπίσει πολύ πιο αποτελεσματικά τα ζητήματα εξέτασης των αιτήσεων ασύλου. Ναι, είμαι πολύ ειλικρινής, υφίστανται ακόμη δευτερογενείς μετακινήσεις, ιδίως από όσους λαμβάνουν άσυλο. Αυτό σε μεγάλο βαθμό συνδέεται με τις μεταρρυθμίσεις που πρέπει να υλοποιήσετε στη Γερμανία. Διότι αν η Γερμανία είναι, εν τέλει, τόσο ελκυστικός προορισμός για τους μετανάστες, είναι πολύ δύσκολη η διαχείριση των εξωτερικών συνόρων, εάν έχετε έναν τεράστιο «μαγνήτη» στη Γερμανία, τόσο ισχυρό που υπερβαίνει όλες τις προσπάθειές μας να διαχειριστούμε τα εξωτερικά σύνορα.
Ταυτόχρονα, έχουμε καταστήσει σαφές ότι χρειαζόμαστε νόμιμες οδούς μετανάστευσης, χρειαζόμαστε συμπράξεις με χώρες με τις οποίες μπορούμε να συνεργαστούμε και χρειαζόμαστε μια πιο αποτελεσματική πολιτική επιστροφών. Κομμάτια του παζλ φαίνεται να μπαίνουν στη θέση τους και στο επίπεδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, επειδή υπάρχει καλύτερη κατανόηση ότι δεν μπορούμε να έχουμε αποτελεσματική μεταναστευτική πολιτική χωρίς τη διαχείριση των εξωτερικών συνόρων. Αυτό που κάνουμε εμείς, προσπαθούν να κάνουν και άλλες χώρες. Χρειαζόμαστε περισσότερη βοήθεια. Χρειαζόμαστε περισσότερα χρήματα. Θα συζητήσουμε την αναθεώρηση του ΠΔΠ, του Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου.
Είμαι πολύ σαφής και ευθύς στο σημείο αυτό. Δεν μπορούμε απλά να συμφωνήσουμε σε 50 δισεκατομμύρια για την Ουκρανία. Πρέπει επίσης να προσθέσουμε στο τραπέζι περισσότερα χρήματα για τη μετανάστευση, περισσότερα χρήματα για τη συνεργασία με χώρες που είναι εταίροι. Μπορεί να με ρωτήσετε στη συνέχεια για την κατάσταση και τη σχέση μας με την Τουρκία, πρέπει όμως να συνεργαστούμε με την Τουρκία όταν πρόκειται για τη μετανάστευση. Αυτό συνεπάγεται επίσης κάποια συνέχιση των πληρωμών προς την Τουρκία, επειδή διαχειρίζεται μεγάλο αριθμό μεταναστών. Συνολικά, είμαι ελαφρώς πιο αισιόδοξος απ’ ό,τι ήμουν πριν από δύο χρόνια, ότι τουλάχιστον έχουμε κατανοήσει καλύτερα στο επίπεδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου πόσο περίπλοκη είναι η κατάσταση και πόσο σημαντικό είναι να διασφαλίσουμε ότι θα αντιμετωπίσουμε πολύ πιο αποτελεσματικά τις εξωτερικές πτυχές της μετανάστευσης.
Για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις:
Επιτρέψτε μου να σας πάω πίσω στο 2019, όταν αναλάβαμε τη διακυβέρνηση. Είχαμε τότε να αντιμετωπίσουμε μία πολύ επιθετική Τουρκία, τόσο στο μέτωπο της μετανάστευσης -θυμηθείτε, να το επαναλάβω, τι συνέβη τον Μάρτιο του 2020- αλλά και σε ό,τι αφορά τα διμερή μας ζητήματα. Υπήρχε ένας αδιάκοπος αναθεωρητισμός και μια προσπάθεια καταπάτησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας, ιδίως όταν επρόκειτο για δραστηριότητες στη θάλασσα.
Εν τέλει πιστεύω ότι καταφέραμε να πείσουμε την Τουρκία ότι αυτή η προσέγγιση ήταν αντιπαραγωγική. Τους τελευταίους μήνες είδαμε μια σημαντική αποκλιμάκωση στις σχέσεις μας. Συνάντησα τον Πρόεδρο Erdoğan δύο φορές -πριν από την πρόσφατη ανάφλεξη στη Μέση Ανατολή. Συμφωνήσαμε σε μια πορεία προς την εξομάλυνση των σχέσεών μας. Θα συναντηθούμε ξανά στην Ελλάδα τον Δεκέμβριο, με στόχο να θέσουμε μια θετική ατζέντα και να μην αφήσουμε τις μακροχρόνιες διαφορές μας να κλιμακωθούν σε σημείο όπου να διακινδυνεύουμε στρατιωτική σύγκρουση. Να διαχειριστούμε, λοιπόν, τις δυσκολίες μας και να χτίσουμε πάνω σε μια θετική ατζέντα, αυτή είναι η προσέγγιση που έχω υιοθετήσει.
Φυσικά διαφωνώ απόλυτα με τα σχόλια του Προέδρου Erdoğan σχετικά με τη Χαμάς. Δεν πιστεύω ότι είμαι ο μόνος Ευρωπαίος ηγέτης που θα το πει αυτό. Ταυτόχρονα, αυτό δεν είναι λόγος να μην υποδεχτούμε τον Πρόεδρο Erdoğan στην Ελλάδα. Θα μιλήσουμε για τις διμερείς μας σχέσεις, θα μιλήσουμε για τη σχέση μεταξύ Τουρκίας και Ευρώπης, η οποία -να το ξαναπώ- ορίζεται με μεγάλη σαφήνεια από τις αποφάσεις που έχουν ληφθεί στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Προσπαθώ πάντα να είμαι εποικοδομητικός και να λύνω προβλήματα αντί να προσθέτω επιπλέον δυσκολίες. Η αρχή μου πάντοτε ήταν ότι σε όλες τις περιπτώσεις είναι καλύτερο να συνομιλούμε με όλα τα εμπλεκόμενα μέρη.
Και, στο τέλος της ημέρας, παρά τα όσα είπε ο Πρόεδρος Erdoğan για τη Χαμάς, θεωρώ ότι είναι στο συμφέρον όλων μας να διασφαλίσουμε ότι αυτή η σύγκρουση δεν θα κλιμακωθεί πέρα από τη φρικτή κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε σήμερα. Είμαι βέβαιος ότι αυτό είναι στο συμφέρον και της Τουρκίας. Ουδείς θέλει να δει περαιτέρω κλιμάκωση της σύγκρουσης. Επομένως, κατά τη γνώμη μου, ποτέ δεν χάνει κανείς όταν συνομιλεί και όταν συζητά, ακόμη και όταν πρέπει να έχει δύσκολες συζητήσεις και δύσκολες συνομιλίες.