Oι αλανιάρηδες...
Και μού ‘ρθε! Όχι κατακέφαλα. Στο
σπίτι μού ‘ρθε την Κυριακή το πρωί. Είχα βγει στο μποστάνι και κυνήγαγα τις
κάμπιες που μου τρώνε τα λουλούδια. Τις ρημαδιασμένες... Κάθε πρωί φονεύω από
δυο τρεις αλλά έχουνε τον ατελείωτο!
- Δώστους δηλητήριο... μου λέει η
Παναγιώτα
- Πώς να τους το δώσω ρε όρνιο το
δηλητήριο, της λέω... να τους ανοίγω μία μία το στόμα και να τις ταΐζω ντιντιντί;
Θα μου το φτύξουνε στα μούτρα, χαζές τις έχεις; Της λέω για να γελάσω με τη
φάτσα της!
Την σήμερο ημέρα είναι μεγάλη
δουλειά να είσαι κάμπια. Ξυπνάς πουρνό-πουρνό, βάζεις το πράσινο ταγιέρ σαν
τσαχπινογαργαλοσφυρίχτρα και βγαίνεις σουλάτσο στα φύλλα της αγγιναριάς για
μεζέ. Δεκατιανό, μασάς τις κορφές της ντοματιάς, απογεματινό τρως τα
λουλουδάκια από τις μελιτζάνες και για βράδυ, κοιμάσαι τον αγλέορα και κανείς
δε σε παίρνει χαμπάρι. Ούτε η τράπεζα, ούτε ο ΟΤΕς ούτε η εφορία. Μέγκλα ζωή
μπαγάσες!! Όχι αστεία!! Αυτά σκεφτόμανε όταν... μού ‘ρθε. Ο Μελέτης. Ο Μελέτης,
μέγα λαμόγιο μάγκες με μια κουρσάρα από δω ως τη Λάρισα, δεν έχω καταλάβει
ακόμανε τι ακριβώς δουλειά κάνει. Κάθε εκλογές όμως μού ‘ρχεται. Φτιάχνει η
Παναγιώτα καφέ, φέρνει κρύο νερό και γλυκό νεράτζι-πολύ του αρέσει το νεράντζι
του λαμόγιου- και τον ακουμπάει στο τραπεζάκι της βεράντας. Αυτός το λεπόν, παπούτσι
μέγκλα, έχει ατσαλάκωτο παντελόνι, ποκάμισο που κάνει όσο τα δύο δωμάτια του
σεραγιού μου μαζί, και πάνω από το ποκάμισο έχει καρφώσει ένα ξινισμένο
χαμόγελο και πάνω από το χαμόγελο μισή οκά μπρίλκρίμ.
- Γεια σου ρε μητσάρα φίλε!! Τόκα
το!! Μου λέει..
Του δίνω το χέρι αλλά κακού κακού
βαστάω και μία απόστασις και είμαι και έτοιμος να το τραβήξω πριχού μου το
δαγκώσει. Δε το δαγκώνει, ανοίγει πιο πολύ το ξινισμένο χαμόγελο, φαίνονται τα
δόντια Τετάρτης φύτρας και αράζει στο καναπέ.
- Κάτσε ρε Μητσάρα φίλε!! Μου
ξαναλέει...
- Ε! Αφού με αφήνεις θα κάτσω
Μεγάλε! Του λέω. Αλλά πως από τα μέρη μας;
Τον χλέμπουρα τον βλεφαριάζω κάθε
εκλογές. Στα μεσαία κύματα, ούτε που τον ξαναβλέπω το χλεχλέ! Όλο τάζει να τον
ψηφίσω και όταν βγει, ούτε στο τηλέφωνο δε βγαίνει. Αυτό, ξέχασα να σας το πω,
σας το λέω τώρα μπας και πάρετε πρέφα..
- Ε! Όχι και πως από δω αδερφέ Μητσάρα!
Μου λέει.
- Εγώ πάντοτε σε αγαπούσα και σε
εχτιμούσα ! μου ξαναλέει ενώ κοιτάζει τη Βαγγελιώ τη γάτα που ανεβαίνει στη
κουρσάρα να ρίξει ένα βλέφαρο και όπως τη κοιτάει να πατάει με τα πατουσάκια
της το μαρσπιέ, της κάνω «...ξουτ!!» μη τυχόν και τη φονεύσει το θανατερό
βλεφάριασμα του μεγάλου!!
- Α! Το είχα ξεχάσει ρε Μελέτη… ότι
με αγαπάεις να πούμε!! Και το λοιπόν μπες στο παρασύνθημα. Τι ζητάς;
- Ωρρραίο το νεράτζι ρε Μητσάρα!
Γεια στα χεράκια σου Παναγιώτα! Λέει στη κυρά που φχαριστιέται και πάει να του απαντήσει.
- Άστο ρε Παναγιώτα... τη κόβω. Άσε
να μας πει ο Μελέτης τι θέλει.. λοιπόν; Αρωτάω.
- Να ρε Μητσάρα χμ! ξανακατεβαίνω ποψήφιος!!
Χμ! και έλεγα που θα πάω για ψήφο; Στον αδερφό μου το Μητσάρα θα πάω!! Χμ!! και
ήρθα!!
- Να σου δώσω ψήφο δηλαδή Μελέτη;
- Χμ! ναι ρε Μητσάρα, καθόσον εμείς
είμαστε αδέρφια...
- Να σου δώκω δυο κιλά κοκκινόκολες
που έχω στο ψυγείο από τη αγορά και είναι μέγκλα; Δεν είναι και μεταλλαγμάνες...
- Τι να τις κάνω τις ντομάτες ρε Μητσάρα;
- Να σου δώκω φρέσκα φασολάκια λες
και τάκοψες τώρα; Κανα δυο πεπόνια, κάτι τσικίτες που είναι ζάχαρη και τις
ρέγονται τα πιθήκια της αραπιάς ; τι λες;
- Γιατί μου ξηγιέσαι έτσι ρε
Μητσάρα;
- Άσε ρε Μελέτη! Άσε γιατί
φουντώσαμε στα έργα! Δεν αντέχω τόσα έργα ρε Μελέτη. Άσε ρε φίλε να κάνει κανα
έργο και κανας άλλος! Μη τα κάνεις όλα εσύ..
Άσε και θα μου φύγουνε… οι
κάμπιες!!
Τον άφηκα σύξυλο και κατέβηκα τα
σκαλιά για το κήπο. Μια πασοκατζού κάμπια άστραφτε πάνω στο φύλο της πιπεριάς.
Έσκυψα ως άλλος τσέγκιχαν κατά πάνω της. Ο Μελέτης έφευγε από την εξώπορτα με
την ορά στα σκέλια, σαν το σκύλο που χάσαμε!!
..τα σέβη μου..
ΜΗΤΣΑΡΑΣ
..τα σέβη μου..
ΜΗΤΣΑΡΑΣ