Μελέτη Ευ. Βενιζέλου στο Constitutionalism.gr
Δεσμεύεται η δεύτερη Βουλή από τις κατευθύνσεις της πρώτης
στη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος;
Στη συνεδρίαση της 14.11.2018 της Ολομέλειας της Βουλής με αντικείμενο την έναρξη της πρώτης φάσης της διαδικασίας αναθεώρησης του Συντάγματος, σύμφωνα με το άρθρο 110 παρ. 2 - 5 και τη συγκρότηση κοινοβουλευτικής επιτροπής για την επεξεργασία των προτάσεων του ΣΥΡΙΖΑ και της Νέας Δημοκρατίας, οι αρχηγοί των δυο παραπάνω κομμάτων διαφώνησαν έντονα ως προς τις δεσμεύσεις της δεύτερης Βουλής. Αυτής που προκύπτει από τις βουλευτικές εκλογές που είναι το δεύτερο στάδιο της αναθεωρητικής διαδικασίας και η οποία στην πρώτη σύνοδό της, δηλαδή με νωπή δημοκρατική εντολή, «αποφασίζει σχετικά με τις αναθεωρητέες διατάξεις» (άρθρο 110 παρ.3).
Ο κ. Αλ. Τσίπρας υποστήριξε ότι η δεύτερη Βουλή δεσμεύεται από την κατεύθυνση της αναθεώρησης που ορίζει η πρώτη Βουλή. Ο κ. Κυρ. Μητσοτάκης υποστήριξε ότι η δεύτερη Βουλή συντελεί την αναθεώρηση ή την αφήνει ανολοκλήρωτη, χωρίς να δεσμεύεται από την κατεύθυνση που τυχόν προσδιόρισε για κάθε αναθεωρητέα διάταξη η πρώτη Βουλή.
Στην αντιπαράθεση αυτή ο κ. Τσίπρας επικαλέστηκε γνωμοδοτικό σημείωμα του αναπληρωτή καθηγητή Κ. Γιαννακόπουλου[1] και - παραδόξως- δική μου, υποτίθεται, άποψη που διατύπωσα στη Βουλή κατά την αναθεώρηση του 2001.[2] Δυστυχώς, όπως θα δούμε, τη διέστρεψε πλήρως. Ο κ. Μητσοτάκης επικαλέστηκε τις απόψεις του Δ. Τσάτσου[3] και του Αρ. Μάνεση[4] που δίδασκαν, ορθά, την κρατούσα άποψη ότι η δεύτερη Βουλή αποφασίζει σχετικά με τις υπό αναθεώρηση διατάξεις χωρίς να δεσμεύεται από τυχόν κατευθύνσεις ως προς το περιεχόμενο που συμπεριέλαβε στην απόφασή της η πρώτη Βουλή.
Στην αντιπαράθεση αυτή ο κ. Τσίπρας επικαλέστηκε γνωμοδοτικό σημείωμα του αναπληρωτή καθηγητή Κ. Γιαννακόπουλου[1] και - παραδόξως- δική μου, υποτίθεται, άποψη που διατύπωσα στη Βουλή κατά την αναθεώρηση του 2001.[2] Δυστυχώς, όπως θα δούμε, τη διέστρεψε πλήρως. Ο κ. Μητσοτάκης επικαλέστηκε τις απόψεις του Δ. Τσάτσου[3] και του Αρ. Μάνεση[4] που δίδασκαν, ορθά, την κρατούσα άποψη ότι η δεύτερη Βουλή αποφασίζει σχετικά με τις υπό αναθεώρηση διατάξεις χωρίς να δεσμεύεται από τυχόν κατευθύνσεις ως προς το περιεχόμενο που συμπεριέλαβε στην απόφασή της η πρώτη Βουλή.
Το ιστορικό βάθος του θέματος
Το ζήτημα έχει ενδιαφέρον και μεγάλο ιστορικό βάθος[5]. Μετά το κίνημα στο Γουδί στις 18 Ιανουαρίου 1910, σχηματίζεται η μεταβατική κυβέρνηση Στέφανου Δραγούμη προκειμένου να διαλυθεί η Βουλή και να προκηρυχθούν εκλογές για ανάδειξη απευθείας διπλής αναθεωρητικής Βουλής χωρίς να τηρηθούν οι αυστηρές διαδικαστικές προϋποθέσεις του άρθρου 107 του Συντάγματος του 1844. Η υπάρχουσα κοινή Βουλή, πριν τη διάλυσή της, καθορίζει όμως με το ψήφισμα της 18ης Φεβρουαρίου 1910, όχι μόνο τις προς αναθεώρηση διατάξεις αλλά και τον τρόπο της αναθεώρησης. Το άρθρο 107 του Συντάγματος του 1864 προέβλεπε – θυμίζω- ότι η ανάγκη της αναθεώρησης συγκεκριμένων μη θεμελιωδών διατάξεων έπρεπε να διαπιστωθεί από τη Βουλή σε δυο διαφορετικές βουλευτικές περιόδους με αυξημένη πλειοψηφία τριών τετάρτων του όλου αριθμού των βουλευτών. Όποτε η δεύτερη Βουλή που διαπίστωνε την ανάγκη αναθεώρησης διαλυόταν και αναδεικνυόταν αναθεωρητική Βουλή με διπλάσιο αριθμό βουλευτών που αποφάσιζε σχετικά με την αναθεώρηση. Η Βουλή που ακολουθεί και αναδεικνύεται στις εκλογές της 8ης Αυγούστου 1910 (Α´ Αναθεωρητική Βουλή), μετά από μια μνημειώδη αγόρευση του Ν. Δημητρακόπουλου[6] , θεώρησε ότι δεν δεσμεύεται από την απόφαση της προηγούμενης Βουλής, παρά μόνο από τα ουσιαστικά όρια της αναθεώρησης, δηλαδή από την προβλεπόμενη στο άρθρο 107 του Συντάγματος του 1864, απαγόρευση αναθεώρησης των θεμελιωδών διατάξεων του Συντάγματος. Η Α ´ Αναθεωρητική Βουλή διαλύεται στις 12 Οκτωβρίου 1910 χωρίς να ολοκληρώσει την αναθεώρηση.
Στη Β´ Διπλή Αναθεωρητική Βουλή που ακολούθησε (εκλογές της 28ης Νοεμβρίου 1910) και η οποία συντέλεσε την αναθεώρηση ψηφίζοντας το αναθεωρημένο Σύνταγμα του 1864/1911, ο Ελευθέριος Βενιζέλος ως πρωθυπουργός λαμβάνει στο τέλος της συζήτησης για το άρθρο που έλαβε τελικά αριθμό 108 (σημερινό 110) το λόγο και προβαίνει στην ερμηνευτική δήλωση ότι «η προς αναθεώρησιν συγκαλουμένη Βουλή, ανεξαρτήτως των άλλων αυτής καθηκόντων, δεν δύναται, εν τη ασκήσει του αναθεωρητικού αυτής έργου, να εξέλθη των ορίων τα οποία έταξεν η την αναθεώρησιν αποφασίσασα Βουλή»[7]. Όπως εξηγεί ο Ν. Ν. Σαρίπολος[8], όταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος ομιλεί για όρια εννοεί τις διατάξεις (συγκεκριμένα άρθρα και παράγραφοι) που καθόρισε ως αναθεωρητέες η προηγούμενη Βουλή και όχι τον τρόπο, δηλαδή την κατεύθυνση ή πολύ περισσότερο το περιεχόμενο της αναθεώρησης. Όπως τονίζει ο Ν. Ν. Σαρίπολος[9]: «Τη δήλωσιν ταύτην του πρωθυπουργού απεδέχθη η Βουλή ώστε αναμφισβητήτως τοιαύτη είναι η έννοια του άρθρου 108 του συντάγματος». Τη θέση αυτή του Σαρίπολου που διατυπώθηκε το 1915 δεν αντέκρουσε ποτέ ο Ελευθέριος Βενιζέλος και έτσι κατέστη το κρατούν δόγμα της ελληνικής επιστήμης του Συνταγματικού Δικαίου υπό όλα τα μεταγενέστερα Συντάγματα. Περιλαμβανομένου του ισχύοντος Συντάγματος του 1975, όπως είχα την ευκαιρία να τονίσω στην επί υφηγεσία πραγματεία μου για τα όρια της αναθεώρησης το 1984 [10].
* Διαβάστε τη συνέχεια εδώ: https://www. constitutionalism.gr/2018-11- 28-veniselos-desmeusi-2is- voulis/
[1] Κωνσταντίνου Γιαννακόπουλου, Επί της διαδικασίας της συνταγματικής αναθεώρησης (άρθρο 110 του Συντάγματος): η δυνατότητα δέσμευσης της Αναθεωρητικής Βουλής από τις ουσιαστικές κατευθύνσεις της προτείνουσας Βουλής. Σημείωμα, 31.8.2017 (κατατέθηκε από τον Πρωθυπουργό και Πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ στην συνεδρίαση της 14.11.2018 της Ολομέλειας της Βουλής). Ήδη, ο συγγραφέας δημοσίευσε εκτενέστερη παρουσίαση των απόψεων του: Κ. Γιαννακόπουλος, «η δυνατότητα δέσμευσης της Αναθεωρητικής Βουλής από τις ουσιαστικές κατευθύνσεις της προτείνουσας Βουλής», constitutionalism.gr, 27.11.2018
[2] Στην Ολομέλεια της Βουλής (χωρίς να είμαι παρών) ο κ. Τσίπρας επικαλέστηκε το εξής απόσπασμα από αγόρευση μου κατά τη διάρκεια της αναθεωρητικής διαδικασίας που οδήγησε στην αναθεώρηση του 2001: «Το 1985 το ΠΑΣΟΚ πρότεινε την αναθεώρηση του κεφαλαίου περί Προέδρου της Δημοκρατίας, προς την κατεύθυνση της συρρίκνωσης των αρμοδιοτήτων. Εάν υποτεθεί ότι το ΠΑΣΟΚ έχανε τις εκλογές του 1985 και αναδεικνυόταν μια άλλη Βουλή με άλλη πλειοψηφία, της Νέας Δημοκρατίας, θα μπορούσαμε να έχουμε αναθεώρηση του Συντάγματος προς την κατεύθυνση της αύξησης των αρμοδιοτήτων; Ασφαλώς όχι». Κατέθεσε τη σελίδα 90 του τόμου: Βουλή των Ελλήνων, Περίοδος Η ´, Προτάσεις Αναθεώρησης Διατάξεων του Συντάγματος - Πρακτικά και έκθεση Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος, 1996. Πρόκειται για απόσπασμα αγόρευσης μου στην συνεδρίαση της 29ης Μαΐου 1995 της Επιτροπής Αναθεώρησης. Με δυο αγορεύσεις μου στη συνεδρίαση εκείνη εξήγησα γιατί λόγω των προβλημάτων που ενδέχεται να προκύψουν ως προς την κατεύθυνση της αναθεώρησης, στην πρώτη Βουλή δεν πρέπει να αθροίζονται υπέρ της ανάγκης αναθεώρησης μιας διάταξης του Συντάγματος οι ψήφοι βουλευτών που συμφωνούν μεν ως προς την ανάγκη αναθεώρησης, διαφωνούν όμως ως προς την κατεύθυνση. Θα διαμορφώνεται έτσι αυξημένη πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών ως προς την ανάγκη αναθεώρησης μόνο όταν υπάρχει συναίνεση και ως προς την κατεύθυνση. Διαφορετικά η ανάγκη αναθεώρησης είτε δεν θα αποφασίζεται είτε θα αποφασίζεται μόνο με την απόλυτη πλειοψηφία ώστε να παραμένει η εγγύηση της αυξημένης πλειοψηφίας των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών στην δεύτερη Βουλή που αποφασίζει για το περιεχόμενο των αναθεωρημένων διατάξεων. Αυτή ακριβώς είναι και σήμερα η θέση μου. Παρατίθενται στο Παράρτημα οι δυο παρεμβάσεις μου της 29ης Μαΐου 1996.
[3] Βλ. Δ.Θ. Τσάτσος, Συνταγματικό Δίκαιο, τόμος Α ´, σελ. 218.
[4] Βλ. Αρ. Μάνεσης, Η αναθεώρησις του Συντάγματος. Συμβολή εις την ερμηνείαν του άρθρου 108,1966, σελ. 33 επ. Η ίδια μελέτη επαναδημοσιεύεται στην συλλογή μελετών, Αρ. Μάνεσης, Συνταγματική θεωρία και πράξη, 1980, σελ.142 επ., ιδίως σελ. 153 και την εκεί υποσημείωση 29 όπου, μεταξύ άλλων, και αντιδιαστολή με τη ρύθμιση του νορβηγικού Συντάγματος.
[5] Βλ. Ν. Αλιβιζάτος, Εισαγωγή στην ελληνική συνταγματική Ιστορία, Τεύχος Α’ 1821-1941, 1981, σελ. 16επ. 103 επ.
[6] Βλ. Α ´ Αναθεωρητική Βουλή, Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, Συνεδρίασης 1, Σεπτεμβρίου 3 1910, σελ. 7 επ.
[7] Βλ. Πρακτικά των συνεδριάσεων της Β ´Διπλής Αναθεωρητικής Βουλής, τ.Ι , 1911, σελ. 1357.
[8] Ελληνικόν Συνταγματικόν Δίκαιον - Ερμηνεία του αναθεωρηθέντος Ελληνικού Συντάγματος εν συγκρίσει προς τα των ξένων κρατών, τόμος Α’, Τρίτη έκδοσις επηυξημένη,1915, επανέκδοση του 1987 από τις εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, σελ.117-119 με τον αντίστοιχο υπομνηματισμό.
[9] Ο.π, σελ. 118 και την εκεί υποσημείωση 2.
[10] Βλ. Ευάγγελος Βενιζέλος, Τα όρια της αναθεώρησης του Συντάγματος 1975, 1984, σελ. 218 και την εκεί υποσημείωση 24.