Αθήνα, 4 Οκτωβρίου 2018
Συνέντευξη Ευάγγελου Βενιζέλου στο ραδιόφωνο Παραπολιτικά και στους δημοσιογράφους Γιώργο Παπαχρήστο και Ανδρέα Παπαδόπουλο
Σχετικά με τις εξελίξεις στις τράπεζες και την οικονομία
Κατά καιρούς, δημοσιεύματα του διεθνούς οικονομικού Τύπου προκαλούν συνέπειες και επιπτώσεις, και χρηματιστηριακές, αλλά εδώ υπάρχει ένα φαινόμενο διαρκείας. Η κεφαλαιοποίηση των τραπεζών, η χρηματιστηριακή τους αξία, μειώνεται εδώ και πάρα πολύ καιρό. Άρα δεν είναι ένας κεραυνός εν αιθρία, άλλωστε κι εγώ έχω αναφερθεί πάρα πολλές φορές στο γεγονός ότι υπάρχουν εκκρεμότητες. Πρέπει να γίνουν πολύ πιο γενναίες, γρήγορες και αποτελεσματικές κινήσεις σε σχέση με τα κόκκινα δάνεια, σε σχέση με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και την μη εξυπηρετούμενη έκθεση. Βεβαίως, πρέπει να σταλεί ένα μήνυμα σε όλη την ελληνική κοινωνία και σε όλη την ελληνική οικονομία, πως χωρίς πραγματική εθνική αποταμίευση και χωρίς πραγματική πιστωτική επέκταση, δηλαδή αν δεν υπάρχουν νέες καταθέσεις κι αν δεν υπάρχουν νέα δάνεια που χρηματοδοτούν επενδυτικές πρωτοβουλίες, αναπτυξιακές πρωτοβουλίες, δεν θα φύγουμε από τον φαύλο κύκλο. Δυστυχώς η κυβέρνηση επένδυσε όλα τα λεφτά της, για να το πω έτσι, στο επικοινωνιακό παιχνίδι της λεγόμενης καθαρής εξόδου, ήθελε να στείλει ένα μήνυμα πως αλλάζει η κατάσταση. Δεν ασχολήθηκε με τα σημαντικά θέματα που πρέπει να μας απασχολούν αν θέλουμε να έχουμε θωρακισμένη την ελληνική οικονομία.
Αυτό θα μπορούσε να είναι κι ένα πολύ ωραίο, χιουμοριστικό σχόλιο, ότι η αντικατάσταση του κ. Δραγασάκη από τον κ. Φλαμπουράρη προκάλεσε ένα κραχ στο Χρηματιστήριο και μία δραματική μείωση της χρηματιστηριακής αξίας όλου του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Βεβαίως, μέσα στα αστεία υπάρχουν και τα πάρα πολύ σοβαρά, διότι αν πράγματι η κυβέρνηση στέλνει το μήνυμα ότι είναι έτοιμη να κάνει ξανά πολιτικές παρεμβάσεις στο τραπεζικό σύστημα, παρότι αυτό αποκλείεται θεσμικά πλέον για τις ευρωπαϊκές συστημικές τράπεζες. Αν η κυβέρνηση στέλνει συνεχώς το μήνυμα ότι μπορεί να στραφεί πάλι στον δήθεν ριζοσπαστικό αριστερό εθνικολαϊκιστικό λόγο για να φύγει από το πλαίσιο που η ίδια συμφώνησε με τους εταίρους και η ίδια διαμόρφωσε με τους εταίρους, δηλαδή το αντιαναπτυξιακό πλαίσιο της υπερφορολόγησης, των υπερπλεονασμάτων και της αναδιανομής μετά στην πραγματικότητα της μιζέριας, γιατί καθηλώνεται η ελληνική οικονομία, ναι, τότε βεβαίως υπάρχει αντίδραση.
Αλλά η αντίδραση των αγορών σε σχέση με το τι συμβαίνει στην οικονομία, φαίνεται στα ομόλογα, φαίνεται στη δυσκολία να οργανωθεί από τον ΟΔΔΗΧ νέα έκδοση ελληνικών ομολόγων, να χρηματοδοτηθούμε δηλαδή, να καλύψουμε τις χρηματοδοτικές μας ανάγκες από την αγορά. Γιατί το μαξιλάρι που έχει διαμορφωθεί, δεν είναι για να το «τρώμε» από τώρα έως το 2021 αλλά είναι για να μας διασφαλίζει σχετικώς ανεκτά επιτόκια. Είναι μία εγγύηση πως δεν θα εκτιναχθούν τα επιτόκια, ώστε να αυξηθεί το μέσο επιτόκιο εξυπηρέτησης του χρέους και άρα να χάσουμε ένα από τα μεγάλα πλεονεκτήματα που έχουμε, γιατί τώρα έχουμε πάρα πολύ μικρό μέσο επιτόκιο εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους.
Άρα, αυτό με τις τράπεζες συμβαίνει, γιατί; Γιατί όταν ήταν σε λειτουργία το πρόγραμμα, το τρίτο μνημόνιο, και όταν υπήρχαν λεφτά διαθέσιμα για την πλήρη ανακεφαλαιοποίηση και θωράκιση των τραπεζών, η κυβέρνηση ήταν στραμμένη σε επικοινωνιακά και επιπόλαια τεχνάσματα και δεν έκανε όλα όσα έπρεπε να κάνει τη στιγμή που μπορούσε να τα κάνει, νομικά και οικονομικά, γιατί ήμασταν σε πρόγραμμα και είχαμε λεφτά στο δάνειο, προκειμένου να είναι θωρακισμένες οι τράπεζες, να είναι θωρακισμένα τα λεφτά των Ελλήνων, να είναι θωρακισμένη η δυνατότητα της οικονομίας να έχει στοιχειώδη ρευστότητα για να χρηματοδοτηθεί η ανάπτυξη, αλλιώς είσαι καταδικασμένος σε αυτή την αναιμική ανάπτυξη, την μη χρηματοδοτούμενη ανάπτυξη, τη στασιμοχρεωκοπία που είπα.
Εάν στο τέλος των μνημονίων, που τινάζεται το ελατήριο της συσσωρευμένης ύφεσης οκτώ ετών, έχεις ανάπτυξη σκάρτα 2%, είναι λογικό να σου λένε οι θεσμοί ότι τα επόμενα χρόνια, μέχρι το 2060, θα κινείσαι κοντά στο 1%. Αυτό είναι ένα στρατηγικό πρόβλημα στο οποίο έχουμε εμπλακεί και πολύ φοβούμαι ότι το τελευταίο εξάμηνο της κυβέρνησης αυτής, θα είναι πάρα-πάρα πολύ βλαπτικό. Ελπίζω να μην είναι όσο ζημιογόνο ήταν το πρώτο εξάμηνο Τσίπρα-Βαρουφάκη, αλλά πάντως θα είναι κι αυτό ένα πολύ δύσκολο εξάμηνο. Γι’ αυτό, κάθε ημέρα που περνάει με την πολιτική αυτή κατάσταση, είναι κακή για την οικονομία, η ζημιά είναι πολύ μεγάλη και βαθιά, τρώμε πολύτιμο εθνικό χρόνο.
Ακούστε το ηχητικό εδώ: https://vimeo.com/ 293341842
Χρειάζεται πολύ σοβαρή συνεργασία καταρχάς με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ιδίως με τον SSM που έχει την ευθύνη της εποπτείας. Μπορούν να ληφθούν όλα τα αναγκαία μέτρα. Το τραπεζικό σύστημα μπορεί να ξεπεράσει και αυτήν την πίεση, αλλά για να έχουμε μία οριστική απαλλαγή από τα προβλήματα και να μη φοβόμαστε την ανακύκλωση και την αναζωπύρωση, πρέπει να γίνουν μεγάλες κινήσεις και οι μεγάλες κινήσεις θέλουν σοβαρές πολιτικές, ας το πούμε έτσι, αντιλήψεις και σοβαρές κυβερνήσεις και σοβαρούς ανθρώπους.
Η φοβία ανά πάσα στιγμή επανέρχεται στο προσκήνιο. Εάν μετά από τόσα χρόνια, μετά από τρία μνημόνια -μετά το τρίτο αχρείαστο μνημόνιο, στο οποίο θα μπορούσαμε να μην έχουμε μπει, εάν γίνονταν όλα όσα έπρεπε μέχρι το Φεβρουάριο του 2015 –είμαστε ξανά στο ίδιο σημείο, νομίζω ότι αυτό είναι, πραγματικά, ανυπόφορο. Δεν θέλω τώρα να κάνω μία ανακύκλωση και να λέω τι είπαμε και τι κάναμε, αλλά η χώρα ήταν σε άλλη κατάσταση στο τέλος του 2014 και τώρα, μετά από αυτήν την περιδίνηση, την περιστροφή περί τον άξονα επί τρία και πλέον χρόνια, το 2018 τον Οκτώβριο δεν γυρίζουμε στον Οκτώβριο του 2014. Μακάρι να γυρίζαμε στον Οκτώβριο του 2014. Δεν αναφέρομαι στους αριθμούς και στα δημοσιονομικά μεγέθη, αναφέρομαι στο κλίμα, στην αισιοδοξία, στην πεποίθηση που έχει και η αγορά διεθνώς, αλλά και η αγορά εσωτερικά, ότι κάτι έχει αλλάξει και ότι υπάρχουν άλλες δυνατότητες. Αυτή η αλλαγή προς την αισιοδοξία υπήρχε τον Οκτώβριο του 2014, δεν υπάρχει τον Οκτώβριο του 2018.
Εδώ θα με συγχωρέσετε να το πω, αλλά η επιλογή που έκανε η κυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου μετά το δημοψήφισμα, το προσβλητικό για τη δημοκρατία και το προσβλητικό και για αυτούς που ψήφισαν «ναι», τον Ιούλιο του 2015, έκανε την εξής πάρα πολύ απλή επιλογή, και ας με συγχωρέσουν οι γείτονές μας, όπως έλεγαν επί Τουρκοκρατίας, εάν είναι να τουρκέψεις, να γίνεις βεζίρης. Να είσαι, λοιπόν, στην πρώτη γραμμή. Εάν είναι, λοιπόν, να ακολουθήσεις τη γραμμή που κυριαρχεί στην Ευρώπη και να έχεις καλή σχέση με τους Ευρωπαίους εταίρους, με τις Ηνωμένες Πολιτείες, με τους διεθνείς θεσμούς, να είσαι το delivery boy. Άρα, λοιπόν, έγινε ο κ. Τσίπρας και η κυβέρνησή του το delivery boy στα θέματα της οικονομικής πολιτικής και στα θέματα της εξωτερικής πολιτικής δυστυχώς, κάνοντας για πρώτη φορά μία πρωτοφανή διασύνδεση μεταξύ οικονομικής πολιτικής, συμφωνιών και διευθετήσεων με τους εταίρους, και εξωτερικής πολιτικής.
Αφ’ ης στιγμής, λοιπόν, έκαναν αυτήν την επιλογή, να πάνε στο άλλο άκρο, είπαν, τι θέλετε, πρωτογενή πλεονάσματα; Εγώ θα σας φέρω υπερπλεονάσματα. Και τα υπερπλεονάσματα θα μου επιτρέψουν μετά να διαμορφώσω νέα πελατειακά δίκτυα, να απευθύνομαι σε ορισμένα κοινωνικά ακροατήρια, τα οποία είναι επιλεγμένα, τα οποία είναι ευαίσθητα, τα οποία έχουν βεβαίως ανάγκη, προφανή ανάγκη, όλος ο κόσμος έχει ανάγκη, πολύ περισσότερο οι ευπαθείς κοινωνικές ομάδες. Άρα υπερφορολόγηση, καταπνίγω την ανάπτυξη, καταργώ το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, καταδικάζω τη χώρα σε αυτήν τη στασιμοχρεοκοπία, μαζεύω λεφτά, απορροφώ όλη τη ρευστότητα, στην πραγματικότητα γίνομαι ένα οικονομικό ζόμπι για να έχω υπεραποδόσεις μόνο δημοσιονομικές, όχι οικονομικές με την πλήρη έννοια του όρου, και μπορώ να έχω ορισμένα αντίμετρα. Αυτό έγινε, δυστυχώς, δεκτό από τους θεσμούς που έχουν τη δική τους ευθύνη. Έχει τεράστια ευθύνη και η Ευρωπαϊκή Ένωση για το ζήτημα αυτό. Πήγαμε έτσι και στο ακραίο σημείο, το υπερ-υπερπλεόνασμα, το οποίο απορρέει από την περικοπή των συντάξεων, δηλαδή από την περικοπή της προσωπικής διαφοράς των παλαιών συνταξιούχων, κάτι το οποίο, ούτως ή άλλως, είναι ένα σοβαρό νομικό ζήτημα, γιατί υπάρχει μία προφανής ανισότητα μεταξύ παλαιών και νέων. Αλλά, φυσικά, ποιος θέλει να κόψει συντάξεις από οποιονδήποτε, μετά από τόσες περικοπές και τόσα προβλήματα και χωρίς να έχουμε σύστημα ασφαλιστικό το οποίο πραγματικά να υπάρχει και να λειτουργεί, να έχει αρχή, μέση και τέλος.
Προφανώς υπάρχει ένα διατυπωμένο, δεδηλωμένο ενδιαφέρον, τεράστιο, και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Γερμανίας, της Γαλλίας, του Ηνωμένου Βασιλείου, που είναι στα πρόθυρα της εξόδου, αλλά και των Ηνωμένων Πολιτειών για τα δυτικά Βαλκάνια. Προφανώς θέλουν μία λύση Ευρωατλαντική για την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, προφανώς θέλουν να γίνει δεκτή και να εφαρμοσθεί η Συμφωνία των Πρεσπών και προφανώς όλοι λένε, οι κυβερνητικοί παράγοντες δηλαδή, διευκολύνετέ μας, διότι ξέρετε πάρα πολύ καλά ότι πρέπει να είμαστε εμείς κυβέρνηση για να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες αυτές. Άρα, διευκολύνετέ μας σε σχέση με τις συντάξεις. Γιατί, δεν έγινε το ίδιο με πιο βάρβαρο και χυδαίο τρόπο με το προσφυγικό-μεταναστευτικό; Δεν έγινε διευκόλυνση στα μεταναστευτικά, προκειμένου να υπάρχει καλή σχέση με την παρούσα κυβέρνηση, με τη Γερμανία, να διευκολυνθεί η Καγκελάριος ώστε να είναι πιο φιλική απέναντι στα θέματα της οικονομικής πολιτικής, του μνημονίου, των διευθετήσεων, σε σχέση με το χρέος και ούτω καθεξής;
Αυτά δεν είχαν γίνει ποτέ μέχρι το 2015, ποτέ δεν έγινε σύνδεση εξωτερικής πολιτικής ή μεταναστευτικής πολιτικής με τα μνημόνια, σε πολύ δύσκολες, τραγικές θα έλεγα, συνθήκες για τη χώρα.
Σχετικά με το δημοψήφισμα και την συμφωνία των Πρεσπών
Γ. Παπαχρήστος: Θέλω, κ. Πρόεδρε, να πάμε στο θέμα που έτσι κι αλλιώς εσείς είχατε μία ενεργό συμμετοχή, αποτρεπτική θα έλεγα, το Μακεδονικό. Προκύπτει από τα γραπτά.
Α. Παπαδόπουλος: Προκύπτει και από τις συζητήσεις στο Συμβούλιο Αρχηγών της FYROM.
Γ. Παπαχρήστος: Αναφέρομαι ακριβώς στο γεγονός αυτό, το απίστευτο, ότι ο Πρωθυπουργός της χώρας μας συζητούσε το όνομα Μακεδονία του Ίλιντεν, για να δοθεί στα Σκόπια και ευτυχώς που παρενέβησαν μερικοί –και εσείς πρώτος– και το αποτρέψατε με τον έντονο τρόπο που το αποτρέψατε.
Ευ. Βενιζέλος: Όντως κι εγώ είδα με μεγάλο ενδιαφέρον ότιαναφέρονται στη συνάντησή τους στα Σκόπια στην παρέμβαση μου για τη Μακεδονία του Ίλιντεν, όταν είχα πει ότι πρόκειται για την επιτομή του αλυτρωτισμού και φαντάζομαι ότι δεν υπάρχει κυβέρνηση τόσο ανιστόρητη, ώστε να δεχτεί κάτι τέτοιο. Αλλά δυστυχώς προκύπτει από τα πρακτικά αυτά, τα οποία ουδείς διέψευσε, και τα οποία δημοσίευσαν πρώτα μεγάλες γερμανικές εφημερίδες, η FAZ, ότι υπήρχε συμφωνία και μάλιστα συμφωνία προχωρημένη, με πολλές συναντήσεις. Δεν ήταν μία ιδέα που έπεσε στο τραπέζι και που εμείς την αποτρέψαμε, ανατρέψαμε μία συμφωνία η οποία είχε γίνει και δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το όνομα «Βόρεια Μακεδονία», που είναι ένα σύνθετο όνομα με γεωγραφικό προσδιορισμό, δεν έχει καμία σχέση με τις ιστορικές, ιδεολογικές και εθνικιστικές αναφορές της Δημοκρατίας της Μακεδονίας του Ίλιντεν.
Θυμίζω πάρα πολύ συνοπτικά ότι εγώ είμαι οπαδός της εθνικής γραμμής που έχει διαμορφωθεί από τον Απρίλιο του 1993, διότι τότε διαμορφώθηκε η γραμμή αυτή και επιβεβαιώθηκε πάμπολλες φορές. Η γραμμή αυτή είναι, ναι, σε μία σύνθετη ονομασία, με γεωγραφικό προσδιορισμό έναντι όλων, erga omnes. Βέβαια με πλήρη ακύρωση των αλυτρωτικών στοιχείων, με αναθεώρηση του Συντάγματος, έτσι ώστε να μην υπάρχει το πρόβλημα το ουσιαστικό, που είναι στην πραγματικότητα η αμφισβήτηση της ελληνικότητας της Ελληνικής Μακεδονίας και βέβαια η αμφισβήτηση της αυθεντικότητας και της ελληνικότητας της ελληνικής ιστορίας. Απλά πράγματα, πρόκειται για σύγκρουση γύρω από την ιδεολογική χρήση της Ιστορίας, για σύγκρουση εθνικών ταυτοτήτων.
Εξωτερική πολιτική ή δημόσια ιστορία, με την έννοια της σχολικής ιστορίας, δεν κάνει όποιος θέλει, κάνει το κράτος. Εν πάση περιπτώσει, η αλήθεια είναι ότι επάνω στη βάση αυτής της εθνικής γραμμής, η κυβέρνηση, ο κ. Τσίπρας προσωπικά ως Πρωθυπουργός αν ήθελε, μπορούσε να διαμορφώσει μία πραγματική, στέρεη εθνική συναίνεση. Και να αξιώσουμε και από την άλλη πλευρά να διαμορφώσουν τη δική τους μεγάλη πλειοψηφία και τη δική τους συναίνεση, ώστε να μην έχουμε δύο κυβερνήσεις με οριακή πλειοψηφία που ψάχνονται να βρουν βουλευτές στο κοινοβούλιο και στην Αθήνα και στα Σκόπια.
Αλλά να έχουμε στέρεες λύσεις, μακροχρόνιες, εφαρμόσιμες, οι οποίες να μην σκάσουν ανοίγοντας νέα προβλήματα, αλλά να μας πάνε σε μία άλλη εποχή.
Α. Παπαδόπουλος: Ουσιαστικά ο κ. Τσίπρας αλλά και ο κ. Κοτζιάς, αυτό που λένε είναι ότι έπιασαν το νήμα της ιστορίας από εκεί που το είχε αφήσει ο κ. Καραμανλής το 2008.
Ευ. Βενιζέλος: Τώρα, να σας πω κάτι; Με συγχωρείτε, ο προηγούμενος Υπουργός Εξωτερικών πριν τον κ. Κοτζιά είμαι εγώ, εμένα έχει διαδεχθεί ο κ. Κοτζιάς. Ξέρω νομίζω καλύτερα από κάθε άλλον, ποιο ήταν το επίπεδο των διαπραγματεύσεων. Δεν μπορείς να παίρνεις αποσπασματικά μία πληροφορία από εδώ, μία πληροφορία από εκεί, τι ειπώθηκε, όταν δεν έχεις μία ολοκληρωμένη λύση συμφωνημένη, διότι εδώ υπάρχουν ισορροπίες στο πακέτο της λύσης, άρα δεν μπορείς να πεις ότι ο ένας δέχθηκε το ένα, ο άλλος δέχθηκε το άλλο. Για το 2008 έχω μιλήσει πάρα πολλές φορές. Έχω πει ότι σωστά το ΝΑΤΟ, με ομοφωνία των μελών του, δεν απεύθυνε πρόσκληση στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, αλλά κακώς η τότε κυβέρνηση και ο τότε Πρωθυπουργός χρησιμοποίησε τον όρο veto, γιατί με βάση αυτή τη δήλωση καταδικάστηκε η Ελλάδα στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Η αλήθεια είναι ότι μας έχουν φερθεί πάρα πολύ καλά μετά την απόφαση αυτή του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, αλλά τώρα, μετά το δημοψήφισμα, δηλαδή μετά την πολύ μικρή συμμετοχή που βλέπουμε ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος της κοινωνίας και των δύο κοινοτήτων για την ακρίβεια, και της Σλαβομακεδονικής, αλλά και της Αλβανικής, είναι εχθρική ή αδιάφορη, υπάρχει ένα πρόβλημα, διότι πρέπει να δούμε εάν είναι σε θέση η άλλη πλευρά να προβεί στην αναγκαία αναθεώρηση του Συντάγματος και αν υπάρχει πραγματική βούληση.
Βλέπουμε ότι μια πλειοψηφία, έστω ας πούμε η μισή τουλάχιστον κοινωνία και παραπάνω είναι αδιάφορη γι’ αυτό, είναι αδιάφορη για το περιβόητο momentum. Βέβαια, από την άλλη μεριά, για να τα έχουμε όλα στο τραπέζι, έχουμε πλέον επίσημη, χωρίς κανένα περιορισμό, τοποθέτηση του Ρωσικού Υπουργείου Εξωτερικών ότι εμείς δεν θέλουμε μία χώρα στα δυτικά Βαλκάνια, όπως είναι η ΠΓΔΜ, η οποία να μπει στο ΝΑΤΟ, άρα επιφυλασσόμαστε και ζητούμε να έρθει το όποιο αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης στο Συμβούλιο Ασφαλείας να το εγκρίνει το Συμβούλιο Ασφαλείας και εκεί σας θυμίζουμε, λένε οι Ρώσοι, είμαστε μόνιμο μέλος με δικαίωμα veto. Έχω πει κι εγώ στις παρατηρήσεις μου ότι η συμφωνία δεν έχει πρόβλεψη για διαδικασία ενώπιον του ΟΗΕ, ενώπιον του Συμβουλίου Ασφαλείας.
Η κυβέρνηση αυτή έχει απεριόριστη ελαστικότητα, δεν είναι κυβέρνηση, είναι ένα είδος θεσμικού Τιραμόλα που λέγαμε όταν ήμασταν παιδιά, είναι λάστιχο, δεν έχει καμία αξία, δεν έχει προβλήματα συνειδησιακά, ιδεολογικά, αξιακά, είναι έτοιμη να κάνει τα πάντα. Με την ίδια άνεση που παίρνει τον κ. Κουβέλη και τον κάνει Υπουργό, παίρνει την κ. Παπακώστα και την κάνει Υπουργό. Με την ίδια άνεση με την οποία πηγαίνει στην κηδεία του Castro, με την ίδια άνεση έχει προσωπική σχέση με τον Πρόεδρο Trump. Με την ίδια άνεση που πηγαίνει στη Μόσχα για να βρει δάνειο το 2015, με την ίδια άνεση καταγγέλλει τη Μόσχα και δημιουργεί μεγάλη διπλωματική κρίση. Με την ίδια άνεση με την οποία συνυπάρχει σε αυτή την «αιμομικτική» σχέση πλέον με τον κ. Καμμένο, με την ίδια άνεση λέει, δεν πειράζει, είμαστε κεντροαριστερά και θα συνυπάρξουμε, γιατί είμαστε οι προοδευτικές δυνάμεις και είμαστε με τους Ευρωπαίους Σοσιαλδημοκράτες. Δεν υπάρχει φραγμός. Μία κυβέρνηση η οποία είναι τόσο κυνική, που έχει ως μόνο σκοπό την παραμονή στην εξουσία, τη νομή της εξουσίας, τη διαμόρφωση πελατειακών σχέσεων, τη διαμόρφωση δικτύων εξουσίας, μπορεί να κάνει τα πάντα.
Και μαθαίνει και γρήγορα και Συνταγματικό Δίκαιο, τι σημαίνει κυβέρνηση μειοψηφίας, τι σημαίνει κυβέρνηση ανοχής, αρκεί να είμαστε στην κυβέρνηση, αρκεί να έχουμε τη δυνατότητα να επηρεάζουμε αποφάσεις οι οποίες είναι σχετικές με τη δικαιοσύνη, επιλογή για κρίσιμες θέσεις για παράδειγμα. Αυτό είναι το παιχνίδι, και το παιχνίδι αυτό γίνεται με τρόπο ακραίο, ωμό, άνετο, ελαστικό.
Χάνουμε εθνικό χρόνο, αλλά όταν πάμε στις εκλογές κι όταν υπάρξει μία νέα κυβέρνηση, μία άλλη κυβέρνηση, όποια κι αν είναι αυτή, θα βρει μία ναρκοθετημένη κατάσταση.
Να περιμένουμε να δούμε πώς θα διαμορφωθεί η κατάσταση πρώτα στη γειτονική μας χώρα, μετά στην Ελληνική Βουλή υπό συνθήκες Τσίπρα-Καμμένου, και μετά να δούμε πώς θα προστατεύσουμε, με τον καλύτερο τρόπο, το εθνικό συμφέρον, όχι αποσπασματικά στην υπόθεση του ονόματος, αλλά συνολικά τη διεθνή και περιφερειακή θέση της χώρας, προστασία του εθνικού συμφέροντος με πατριωτικό φρόνημα σύγχρονο και αποτελεσματικό.
Να εξηγήσω μόνον ότι η αντιπολίτευση με τη στάση της –και νομίζω ότι συνέβαλα όσο μπορούσα και εγώ– βοήθησε την κυβέρνηση να ξεφύγει από το δραματικό «Δημοκρατία του Ίλιντεν» και να επιβάλλει την αναθεώρηση του Συντάγματος, όπως ακριβώς είχε γίνει και το 1995 μετά την ενδιάμεση συμφωνία. Αναθεωρήθηκε το Σύνταγμα του γειτονικού μας κράτους. Μπορούσαμε, κάλλιστα, να έχουμε πετύχει το χαρακτηρισμό της γλώσσας ως Σλαβομακεδονικής, γιατί περί αυτού πρόκειται, και τη συνοπτική απόδοση της ιθαγένειας ως Βορειομακεδονικής. Η συνοπτική απόδοση της ιθαγένειας ως «μακεδονική /πολίτης της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας», σημαίνει ότι αποδεχόμαστε μία συνοπτική μορφή του ονόματος, όχι μόνο της ιθαγένειας αλλά και της χώρας. Σου λέει ο άλλος, αφού δέχθηκες συνοπτικά η ιθαγένεια να λέγεται «μακεδονική» και να εννοεί ιθαγένεια του πολίτη της «Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας», και εγώ, όταν συνοπτικά λέω, η χώρα είναι «Μακεδονία», εννοώ «Βόρεια Μακεδονία». Αυτό είναι. Συν το άρθρο 7, δηλαδή τα αφηγήματα, οι προσλήψεις, πώς εννοώ το Μακεδονία, πώς εννοώ το Μακεδονικός. Άρα, αυτό είναι το μεγάλο θέμα.