Ομιλία Ευάγγελου Βενιζέλου στην παρουσίαση του βιβλίου του Τάσου Γιαννίτση
Θεσσαλονίκη, 28.11.2025
Ομιλία Ευάγγελου Βενιζέλου στην παρουσίαση του βιβλίου του Τάσου Γιαννίτση στη Θεσσαλονίκη, ''Ελλάδα 1953-2024. Χρόνος και πολιτική οικονομία'', Εκδ. Πατάκη. Με τον συγγραφέα συζητούν επίσης ο πρόεδρος του ΣτΕ, κ. Μιχάλης Πικραμένος, και ο καθηγητής κ. Θόδωρος Παναγιωτίδης
Κύριε Δήμαρχε, κύριε Πρόεδρε του Δημοτικού Συμβουλίου, κυρίες και κύριοι, αγαπητές φίλες και αγαπητοί φίλοι, χαίρομαι που βρισκόμαστε εδώ, στη φιλόξενη αίθουσα του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Θεσσαλονίκης, για να παρουσιάσουμε αυτό το βιβλίο του Τάσο Γιαννίτση.
Ο Τάσος λοιπόν. Ο Τάσος είναι ένας λόγιος, ένας διανοούμενος ένας ακαδημαϊκός δάσκαλος και ερευνητής. Αυστηρός. Στη συμπεριφορά του έχει ορισμένα στοιχεία τα οποία είναι, θα έλεγα, προτεσταντικού χαρακτήρα. Από την άποψη αυτή είχε πάρα πολλές εκλεκτικές συγγένειες με τον Κώστα Σημίτη.
Ο Τάσος μπήκε στον χώρο της μαχόμενης πολιτικής ως τεχνοκράτης. Είχε την πολυτέλεια να μην εκτεθεί στη λαϊκή κρίση, και αυτό του επέτρεψε από την άλλη μεριά να έχει τη δυνατότητα να διαθέσει όλες του τις δυνάμεις στο γενικό συμφέρον. Στην υπεράσπιση, στην εξειδίκευση, στην προώθηση του κυβερνητικού έργου. Μεγάλων πολιτικών.
Για την ακρίβεια, ο Τάσος Γιαννίτσης είναι αυτό το σπάνιο είδος δημόσιου λειτουργού, υψηλού επιπέδου, που σε άλλες χώρες, ιδίως στο Ηνωμένο Βασίλειο, ευδοκιμεί αλλά στην Ελλάδα σπανίζει. Η ελληνική Ιστορία εμφανίζει κατά καιρούς σημαντικές προσωπικότητες τέτοιες, όπως είναι ο Ξενοφών Ζολώτας, ο Κυριάκος Βαρβαρέσος ή τα πρόσωπα τα οποία μας είναι γνωστά από την περίοδο της Μεταπολίτευσης - να μην τα αναφέρω προς αποφυγή παρεξηγήσεων.
Ο Τάσος ανήκει στον κύκλο αυτό. Βρέθηκε κοντά στον Ανδρέα Παπανδρέου, ως οικονομικός σύμβουλος, βρεθήκαμε μαζί στην ύστερη κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου, την κυβέρνηση της περιόδου 1993-1995, η οποία είναι εξαιρετικά σημαντική γιατί στην κυβέρνηση αυτή τίθενται οι βάσεις όλες, της μετέπειτα πολιτικής του εκσυγχρονισμού, δηλαδή οι βάσεις των κυβερνήσεων του Κώστα Σημίτη. Τη δεκαετία 1993-1995, γίνονται όλες οι επιλογές. Κατ’ αρχάς η επιλογή της δημοσιονομικής και μακροοικονομικής προσαρμογής για την ένταξη στην ΟΝΕ. Θέλω απλώς να σας θυμίσω ότι αυτή η προσαρμογή ήταν πιο φιλόδοξη ίσως και από την προσαρμογή της περιόδου του μνημονίου. Όταν αναλάβαμε το 1993, ο πληθωρισμός έτρεχε με 14% και τα επιτόκια χορηγήσεων από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα ήταν 25%. Έπρεπε να δανειστείς με 25%. Και από το 1993 έως το 1999-2000 καταφέραμε να φέρουμε τη χώρα μέσα στην Ευρωζώνη, μέσα στην ΟΝΕ, βεβαίως επειδή έπρεπε να μπει και η Ιταλία που είχε χειρότερα στοιχεία, αλλά και επειδή εμείς είχαμε κάνει μια συλλογική υπερπροσπάθεια- η κυβέρνηση και η αγορά και η κοινωνία.
Τότε είχαν ληφθεί και άλλες αποφάσεις πολύ σημαντικές, η διεκδίκηση των Ολυμπιακών Αγώνων, η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και όλα αυτά τα εξειδίκευσε και τα εφήρμοσε ο Κώστας Σημίτης ως Πρωθυπουργός, με τον Τάσο να παίζει ένα πολύ σημαντικό ρόλο, στην αρχή ως οικονομικός σύμβουλος, μετά στο επικίνδυνο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με τη μεταρρύθμιση Γιαννίτση, η οποία δεν προωθήθηκε μεν, αλλά ανέδειξε το μεγάλο πρόβλημα της χώρας. Το καταλάβαμε αυτό όταν είχαμε να αντιμετωπίσουμε την πτώχευση, τη μεγάλη δημοσιονομική κρίση, την κρίση χρέους, διότι η διόγκωση του χρέους, η ανεξέλεγκτη, η γεωμετρική και η δυναμική του χρέους οφείλεται κατά ένα συντριπτικό ποσοστό που μπορεί να υπερβαίνει τα δύο τρίτα (2/3), στο κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα. Όλα τα άλλα καλύπτουν το πολύ το ένα τρίτο (1/3) του προβλήματος του δημοσίου χρέους.
Και στη συνέχεια έζησε την εμπειρία του αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών, υπουργού δηλαδή αρμόδιου για τις ευρωπαϊκές υποθέσεις, για ένα μήνα μάλιστα κρίσιμο προεκλογικό, και του υπουργού Εξωτερικών και βεβαίως μετά συνυπύρξαμε στην κυβέρνηση Παπαδήμου, της οποίας ήμουν αντιπρόεδρος και υπουργός οικονομικών, όπου υπήρχε το παράδοξο φαινόμενο εγώ να είμαι υπουργός Οικονομικών και ο Τάσος να είναι υπουργός Εσωτερικών και να ασχολείται με τους θεσμούς και το κράτος.
Είναι λοιπόν μία προσωπικότητα βαρύνουσα, δοκιμασμένη, γαλβανομένη και έχει μια φλεγματικότητα η οποία του επιτρέπει να βλέπει τα πράγματα και να τα διατυπώνει με ακρίβεια και πολλές φορές χωρίς δισταγμούς. Αυτό είναι πολύ μεγάλο προσόν.
Μας μιλάει τώρα για μια περίοδο εβδομήντα δύο ετών. Από το 1953 έως το 2024, ουσιαστικά έως σήμερα. Την κατανέμει, με τον τρόπο που θα δείτε αν ανοίξετε το βιβλίο. Μια μεγάλη περίοδο, πάρα πολύ μεγάλη, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη και επιμέρους πολιτικές αλλαγές ή κοινωνικές αλλαγές στον διεθνή περίγυρο, την ονομάζει περίοδο της εκβιομηχάνισης. Από το 1953 έως το 1974 έχουν συμβεί πάρα πολλά πράγματα. Υπάρχει η δικτατορία, υπάρχει η δεκαετία του ’60, η ταραγμένη, υπάρχει η οκταετία του Καραμανλή, όλα αυτά υπάρχουν μέσα στην περίοδο αυτή, από το σχέδιο Μάρσαλ μέχρι την καταστροφή στην Κύπρο. Αυτή λοιπόν την περίοδο, τη λέμε περίοδος της εκβιομηχάνισης, μετά αρχίζει η μεγάλη περίοδος της Μεταπολίτευσης, η επίχρυση, όχι η χρυσή, από το 1974 μέχρι το 1994 η περίοδος ας πούμε της αποβιομηχάνισης. Μετά πάμε στην περίοδο αυτή που σας είπα, τελευταία κυβέρνηση Παπανδρέου και εκσυγχρονισμός του Κώστα Σημίτη, σταθεροποίηση, ΟΝΕ, η παγκοσμιοποίηση είναι μια πραγματικότητα, έχει πέσει το Τείχος, έχει καταρρεύσει ο υπαρκτός σοσιαλισμός, και αυτό όλο προσκρούει στον τοίχο της κρίσης, μάλιστα δεν ξέρω πότε τελειώνει η περίοδος της κρίσης, δεν το λέει με σαφήνεια ο Τάσος στο βιβλίο του, αν έχει τελειώσει η περίοδος της κρίσης και αν έχουμε εισέλθει σε μια άλλη περίοδο πλέον, πέμπτη, επανόδου στην κανονικότητα, από το 2019, από το 2020, από πότε. Θα σας πω μερικές σκέψεις ακριβώς για το θέμα αυτό.
Αυτή η περίοδος των 70 ετών θα μπορούσε να περιοδολογηθεί, όπως λέμε, και με διαφορετικό τρόπο. Δηλαδή έχουμε 62 χρόνια γραμμικής εξέλιξης, λίγο πολύ από το καλό στο καλύτερο, προόδου, ανόδου του ΑΕΠ, του βιοτικού επιπέδου. Και 10 χρόνια υποχώρησης, δραστικής υποχώρησης. Όπου βρισκόμαστε προ του δραματικού διλήμματος να αποδεχτούμε την περικοπή του ΑΕΠ, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, παρασύρει και περιουσίες, παρασύρει asset, παρασύρει, βέβαια, εισοδήματα, πρωτίστως, την ανεργία, την κοινωνική συνοχή. Θυσιάζουμε το 25%, το αποκόπτουμε για να διασώσουμε το 75%. Αυτό δεν έχει ξαναγίνει. Διότι είναι 10 χρόνια υποχώρησης για λόγους άμυνας.
Μια στάθμιση, την οποία στα νομικά θα τη λέμε ότι είναι μια κατάσταση ανάγκης. Δηλαδή μπορεί να «σκουντήσεις» τον άλλον για να κρατήσεις εσύ τη σανίδα και να μη πνιγείς και να πνιγεί ο άλλος. Κόβεις το χέρι σου για να μην υποστείς μία καθολική σηψαιμία. Αυτή είναι μια εντυπωσιακή δεκαετία που δεν συγκρίνεται με άλλη υπό-περίοδο μέσα σε αυτά τα 72 χρόνια. Ούτε στη δικτατορία συνέβη. Παρά το έγκλημα της προδοσίας στην Κύπρο, που είναι το καταγωγικό τραύμα της Μεταπολίτευσης.
Άρα μπορούμε να πούμε ότι έχουμε μία γραμμική εξέλιξη και μετά μία υποχώρηση και τώρα πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε. Το επιγράφει το βιβλίο του ο Τάσος «Χρόνος και πολιτική οικονομία». Χρόνος είναι μια σπουδαία φιλοσοφική έννοια. Θα μπορούσαμε να κάνουμε την ίδια συζήτηση με τον τίτλο «Χρόνος και δημοκρατία»- όπως συνηθίζω να λέω η Δημοκρατία έχει μία πολύ περίεργη σχέση με τον χρόνο. Περίεργη και επικίνδυνη που την εγκλωβίζει, είναι μια γενετική σχέση. Η δημοκρατία είναι περιοδική. Βασίζεται στις επαναλαμβανόμενες εκλογές. Αν δεν έχεις επαναλαμβανόμενες εκλογές δεν έχεις δημοκρατία. Αλλά όταν έχεις επαναλαμβανόμενες εκλογές, τα πάντα κρίνονται μέσα στον εκλογικό ορίζοντα, στον εκλογικό κύκλο. Η προσέγγισή σου είναι συγκυριακή, θέλεις να κερδίσεις εκλογές. Θέλεις να σε γράψεις και Ιστορία, αλλά δεν ενδιαφέρεσαι για τις επόμενες γενιές, ενδιαφέρεσαι για τις επόμενες εκλογές. Εξ ορισμού, όχι επειδή δεν έχεις το ήθος που απαιτείται ή την ιστορική αυτοσυνειδησία, αλλά γιατί αυτό επιβάλλει η δημοκρατία, η αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Αλλά αυτό το παιχνίδι της περιοδικότητας, της συγκυρίας όπως λέω και της Ιστορίας, επηρεάζει φυσικά όλες τις αποφάσεις και τις οικονομικές αποφάσεις και επηρεάζει και τη συμπεριφορά της κοινωνίας των πολιτών και της αγοράς. Φανταστείτε δε ότι στην Ευρωπαϊκή Ένωση είμαστε συνεχώς σε προεκλογική περίοδο. Πάντα υπάρχει κάτι εκκρεμές. Σε κάποια χώρα, σε κάποια ομόσπονδη πολιτεία υπάρχει εκλογική διαδικασία ή δημοψήφισμα, υπάρχει μια εκκρεμότητα που μπορεί να επηρεάσει την Ευρώπη, συνολικά.
Τώρα ο χρόνος μας φέρνει αντιμέτωπους και με ένα άλλο ζήτημα. Υπάρχει ο χαλαρός χρόνος, ο φυσιολογικός, και υπάρχει και ο χρόνος που πυκνώνεται, ο συμπυκνωμένος χρόνος. Άρα τα χρόνια δεν είναι οι ίδια, 72 χρόνια, το ένα δίπλα στο άλλο, παρατακτικά. Υπάρχουν στιγμές όπως ήταν η Κατοχή, υπάρχουν στιγμές όπως ήταν η περίοδος του Εμφυλίου, υπάρχουν στιγμές όπως η περίοδος της κρίσης, που μέσα σε λίγα χρόνια κρίνονται πάρα πολλά πράγματα. Ξαναβλέπεις όλη την Ιστορία συνολικά.
Εμείς, λοιπόν, θα έπρεπε να τα ξέρουμε αυτά τώρα. Τώρα θα έπρεπε η κοινωνία, το πολιτικό σύστημα, ο δημόσιος λόγος, να τα έχει ενσωματώσει όλα αυτά, και θα έπρεπε να είμαστε απαιτητικοί. Δηλαδή δεν μπορώ να κρίνω τις δημόσιες πολιτικές τα δέκα χρόνια της κρίσης με τα ίδια κριτήρια που θα κρίνω τα χρόνια μετά το 2019. Διότι από το 2019 και μετά έχω άλλες απαιτήσεις. Δεν υπήρχαν οι δυσκολίες της κρίσης.
Ούτε μπορώ να ζητήσω την ίδια αποτελεσματικότητα από μια κυβέρνηση η οποία κινείται το 1950 - 1960 σε κλίμα μετεμφυλιακού κράτους, με παρα-σύνταγμα, και μια σύγχρονη κυβέρνηση που βρίσκεται εντός ευρωπαϊκού πλαισίου, υπό τον έλεγχο του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όλα αυτά που είπε ο Μιχάλης Πικραμένος προηγουμένως. Με αίσθηση φιλελεύθερης δημοκρατίας, κράτους δικαίου, δικαιωμάτων και διεθνούς νομιμότητας, παρότι αυτά όλα τώρα έχουν ρευστοποιηθεί, ιδίως από τις 20 Ιανουαρίου 2025 και μετά από την ανάληψη των καθηκόντων του Πρόεδρου Τραμπ για δεύτερη φορά, όπου ο ακραίος ρεαλισμός, ο συναλλακτικός βολονταρισμός διέπει τα πάντα. Και ο κρατισμός, η επάνοδος του κρατισμού, η πολιτική παρέμβαση στην οικονομία σε παγκόσμιο επίπεδο, με τις πολιτικές δασμών, με τις απειλές, με τους συσχετισμούς, με τις διαπραγματεύσεις, η αγορά δεν αυτορυθμίζεται, δεν της αναγνωρίζεται η ικανότητα να αυτορυθμιστεί. Άρα βρισκόμαστε μέσα σε ένα νέο περιβάλλον.
Εμείς λοιπόν τώρα, αφού τα έχουμε ζήσει όλα αυτά, διότι οι Έλληνες περιλαμβανομένων και των Ελλήνων πολιτικών, και των Ελλήνων τεχνοκρατών, και των Ελλήνων επιχειρηματιών, και των κοινωνικών εταίρων, που μπορεί να μην έχουν διαβάσει το βιβλίο του Τάσου, πάντως έχουν μια εμπειρική αίσθηση του πράγματος. Το μοντέλο ανάπτυξης δεν έχει αλλάξει, έτσι δεν είναι; Και μετά το 2019. Παρότι είχαμε πολύ μεγάλες ευκαιρίες, η πανδημία η ίδια ήταν ευκαιρία, διότι επέτρεψε να ασκηθούν επιδοματικές πολιτικές τεραστίας κλίμακας, είχαμε άρση των περιορισμών για τις κρατικές ενισχύσεις εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης, λειτούργησε η ρήτρα εξαίρεση από την απαγόρευση του Συμφώνου Σταθερότητας για τις κρατικές ενισχύσεις, και είχαμε κολοσσιαία κονδύλια, μοναδική συρροή, συναστρία κονδυλίων, ΚΑΠ, ΕΣΠΑ και Ταμείο Ανάκαμψης επιπλέον. Δεν πρόκειται να τα ξανα έχουμε αυτά τα χρήματα μαζεμένα ποτέ. Η χώρα εξακολουθεί να είναι μια χώρα με τα προβλήματα που γνωρίζουμε. Δηλαδή, το μοντέλο της είναι να έχουμε την περιουσία των Ελλήνων επενδεδυμένη σε ακίνητα - διάβαζα προχθές εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, ότι υπάρχουν και πέντε δισεκατομμύρια σε χρυσές λίρες.
Υπάρχει πάντα το όραμα της μεσαίας τάξης, αλλά υπάρχει μεσαία τάξη; Τι σημαίνει τώρα μεσαία τάξη; Έχουμε παραιτηθεί από τη φιλοδοξία της μεταποίησης. Ναι συζητάμε για τις νέες τεχνολογίες και για το διανοητικό κεφάλαιο με την αυταρέσκεια του ευφυέστερου έθνους παγκοσμίως. Ναι αλλά αν το ζήτημα είναι οι καλές ιδέες, προφανώς θα πρωτεύσουμε! Αλλά πρέπει να έχεις κι άλλες προϋποθέσεις για να μετέχεις στον παγκόσμιο ανταγωνισμό, στον οποίο δεν μετέχει καν η Ευρωπαϊκή Ένωση συνολικά. Διότι αυτός διεξάγεται μέσα σε ένα δίπολο Ηνωμένων Πολιτειών - Κίνας. Και βεβαίως έχουμε να αντιμετωπίσουμε τεράστια προβλήματα, ασφάλειας, αμυντικές δαπάνες, έστω και αν εμείς έχουμε ως πρόβλημα την Τουρκία και όχι τη Ρωσία, αλλά η Δύση συνολικά πρέπει να βρει τον εχθρό της και πρέπει να δει τι θα κάνει με την ασφάλειά της η Ευρώπη. Και έχουμε να αντιμετωπίσουμε ένα κοινωνικό κράτος, το οποίο πιέζεται από το δημογραφικό πρόβλημα, πρωτίστως. Και έχουμε να αντιμετωπίσουμε το κόστος του κράτους πολιτικής προστασία, δηλαδή του κινδύνου των φυσικών καταστροφών. Τώρα η χώρα βιώνει, αυτό το διήμερο, φυσικές καταστροφές. Και αυτά μπορεί να γίνονται εκτός των δύο μεγάλων αστικών κέντρων, αλλά μπορεί να γίνουν και στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη, ανά πάσα στιγμή.
Φανταστείτε ότι πρέπει όλα αυτά να τα κάνουμε αναζητώντας και ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, το οποίο δεν ταυτίζεται με την επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων, έστω μετά από τόσα χρόνια, που επιτέλους επανήλθε η επεκτατικότητα και η μετενέργεια, μετά από πάρα πολλά χρόνια, όταν με το πιστόλι στο κρόταφο αναγκαστήκαμε, για να μην καταρρεύσει η χώρα, να μη φτωχεύσει η οικονομία και η δημοκρατία, να αποδεχτούμε αυτήν την υποβάθμιση του συλλογικού εργατικού δικαίου.
Άρα, τι κάνουμε τώρα; Πού πάμε;
Είχα πει πριν από κάνα μήνα ότι η χώρα είναι μη διακυβερνήσιμη. Όχι γιατί δεν έχει κυβέρνηση. Κυβέρνηση έχει, νόμιμη , συνταγματική, με επαρκή κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Οι δημοσκοπήσεις δεν προοιωνίζονται μια εύκολη λύση μετά τις πρώτες εκλογές ή τις δεύτερες. Δεν ξέρω τι θα γίνει, όποτε γίνουν οι εκλογές. Πρέπει να σκεφτούμε αν μπορεί το πολιτικό σύστημα να αναδείξει κυβερνήσεις συνεργασίας και να λειτουργήσει με τον τρόπο αυτό, αλλά δεν μένω στο πολιτικό σύστημα και στη θεσμική αντιμετώπιση.
Το θέμα είναι αν κοινωνία έχει διάθεση να καταστεί διακυβερνήσιμη. Αν μπορεί να διασφαλίσει την εσωτερική της συναίνεση, τους όρους της συμπεριληπτικότητας και της συνύπαρξής της. Και αν η αγορά, ο κόσμος του επιχειρείν, μπορεί να βοηθήσει. Αν οι κοινωνικοί εταίροι μπορούν να βοηθήσουν. Αν το έθνος μπορεί να αναπτύξει τις θεμελιώδεις συναινέσεις που απαιτούνται μέσα στη διαχείριση της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας.
Χθες, το Υπουργικό Συμβούλιο συζήτησε και ενέκρινε τον πολυετή δημοσιονομικό προγραμματισμό της χώρας για τα έτη 2026-2029. Λοιπόν, ο πολυετής δημοσιονομικός προγραμματισμός παρουσιάστηκε από τον υπουργό και τον υφυπουργό Οικονομικών, εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο και υπερβαίνει τον εκλογικό ορίζοντα της χώρας. Το Υπουργικό Συμβούλιο ενέκρινε έναν προγραμματισμό, ο οποίος φτάνει μέχρι το 2029.
Σας διαβάζω τα θεμελιώδη στοιχεία του εγκεκριμένου πλέον πολυετούς δημοσιονομικού προγραμματισμού της χώρας. Πρόγνωση για την αύξηση του ΑΕΠ:
Το 2026: 2,4.
Το 2027: 1,7.
Το 2028: 1,6.
Το 2029: 1,3.
Αυτό είναι το εγκεκριμένο πλαίσιο, μέσα στο οποίο καλείται να κινηθεί η χώρα. Καλείται να κινηθεί εντός ενός πλαισίου, όπου έχουμε κάθε χρόνο μικρότερο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ.
Η ιδιωτική κατανάλωση θα βαίνει ελαφρώς μειούμενη:
1,7 το 2026,
1,6 το 2027,
1,4 το 2028,
1,2 το 2029.
Δείτε τώρα το εντυπωσιακό στοιχείο.Ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου, δηλαδή οι επενδύσεις συμπεριλαμβανομένων των υποδομών, διότι ο πλούτος είναι σωρευμένος κυρίως στα ακίνητα:
10, 2 το 2026, που ολοκληρώνεται το Ταμείο Ανάκαμψης.
4,1 το 2027,
0,9 το 2028,
0,8 το 2029.
Αυτή είναι η πρόγνωση για την αύξηση των επενδύσεων
Η χώρα φοβούμαι ότι υπνοβατεί. Δεν έχουμε καμία αίσθηση του τι έχουμε περάσει και του πώς εισερχόμαστε στον παγκόσμιο ανταγωνισμό. Με πρόβλημα ανταγωνιστικότητας, πρόβλημα παραγωγικότητας, πρόβλημα δημογραφικό, από το δημογραφικό προκύπτουν και τα μεγέθη αυτά, διότι όταν δεν έχεις πληθυσμό και δεν έχεις προοπτική αύξησης αλλά μείωσης του πληθυσμού, βεβαίως οι χρονοσειρές σου, η προβολή στον χρόνο είναι αρνητική . Θα είναι ο ρυθμός σου κοντά στο 1, και πολύ σου είναι, διότι δεν μπορείς διαφορετικά.
Αλλά δημογραφική πολιτική δεν σημαίνει μόνο οικογενειακή πολιτική, σημαίνει και μεταναστευτική πολιτική. Συζητήσεις που δεν διεξάγονται καν.
Και βεβαίως έχουμε και ένα σταθερό πληθωρισμό, που θα μπορούσε να είναι ανεκτός, διότι υπάρχει και η τριβή ούτως ή άλλως- 2,2, 2,2, 2,3, 2,3. Με την απασχόληση στα ίδια επίπεδα. Δεν υπάρχει καμιά αλλαγή, δεν προβλέπεται στην απασχόληση. Το ποσοστό ανεργίας θα είναι 8% ± (συν – πλην)
Αυτή είναι η πρόγνωση, η επίσημη και η εγκεκριμένη για το μέλλον της χώρας!
Και αναρωτιέμαι. Θα το αντιμετωπίσουμε έτσι; Παθητικά; Θα το περιγράφουμε;
Πρέπει να συζητήσουμε, πλέον, με άλλους όρους. Πιστεύω, λοιπόν, για να πω μια φράση και να τελειώνω, πως πρέπει να επανέλθω στη διατύπωση ότι η χώρα είναι μη διακυβερνήσιμη και αυτό πιστοποιείται και από το μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό προγραμματισμό που ενέκρινε το Υπουργικό Συμβούλιο. Διότι αυτό δεν επιτρέπει τη χώρα να νιώθει ασφαλής και βιώσιμη. Εντός των σημερινών συνθηκών και της πρόγνωσης της παγκόσμιας που κάνουν όλοι δια γυμνού οφθαλμού.
Και νομίζω ότι το βιβλίο του Τάσου, μας βοηθάει να τα δούμε όλα αυτά με έναν τεκμηριωμένο και βαθύ τρόπο και ως εκ τούτου η συμβολή του είναι πραγματικά σπουδαία.
Σας ευχαριστώ.
*Για το video της εκδήλωσης, δείτε εδω: https://vimeo.com/1141617069
Vimeo
YouTube