Αθήνα, 22 Δεκεμβρίου 2021
Ο Πρόεδρος της Βουλής παρέλαβε την Ενδιάμεση Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική του 2021 από τον Διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος
«Σε καιρούς εξαιρετικής αβεβαιότητας, η ελληνική οικονομία, μετά το δεύτερο τρίμηνο του έτους, ξέφυγε από τη στασιμότητα και την περιοριστική μορφή που είχε το 2020, αποκτώντας ευνοϊκές προοπτικές για το μέλλον», δήλωσε ο Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων, κ. Κωνσταντίνος Τασούλας, παραλαμβάνοντας την Ενδιάμεση Έκθεση της Τραπέζης της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική του 2021 από τον Διοικητή της, κ. Ιωάννη Στουρνάρα.
Ο Διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος δήλωσε χαρακτηριστικά: «Φέρνω καλά νέα, βεβαίως το περιβάλλον είναι πολύ αβέβαιο, αλλά αν ζυγίσουμε τα υπέρ και τα κατά, υπάρχουν περισσότερες ευκαιρίες παρά κίνδυνοι για την ελληνική οικονομία σήμερα, αρκεί και εμείς όμως να ανταποκριθούμε θετικά».
Παραλαμβάνοντας την Έκθεση, ο Πρόεδρος της Βουλής επεσήμανε πως «οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας είναι μεσομακροπρόθεσμα προφανώς ευνοϊκές, αρκεί αυτή η υγειονομική κρίση, που επηρεάζει και ζωές και υγεία, αλλά και την οικονομία, να αφεθεί κάποια στιγμή πίσω». Ο κ. Τασούλας αναφέρθηκε στους πολύ καλούς ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας, σημειώνοντας ωστόσο ότι «η καταθλιπτική σκιά της πανδημίας, με τη νέα της παραλλαγή, την Όμικρον, τον μεγάλο άγνωστο, παρά τα πρώτα στοιχεία που έχουμε, αποτελεί ένα ισχυρό στοιχείο αβεβαιότητας που πρέπει να μας κάνει εξαιρετικά προσεκτικούς». Επίσης, εξέφρασε την ευχή «όλοι μαζί το 2022 να ξεπεράσουμε αυτή την προβληματικότητα της αβεβαιότητας και να επιτρέψουμε στην οικονομία, απερίσπαστη από τον οικονομικό δαίμονα, να καλπάσει και να φέρει αυτό που όλοι προσδοκούμε, την προκοπή και την ευημερία».
Από την πλευρά του, ο κ. Στουρνάρας επεσήμανε πως «ευτυχώς η Ελλάδα, μέσα σε αυτό το δύσκολο περιβάλλον, πήγε πολύ καλά το 2021 και οι προοπτικές είναι πολύ καλές και για τα επόμενα χρόνια». Πρόσθεσε πως «το 2021 θα έχουμε έναν ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης της τάξεως του 8%, ενδεχομένως και περισσότερο, αλλά ακόμα σημαντικότερο είναι ότι και του χρόνου προβλέπουμε ένα ποσοστό περίπου 5% και του πάρα χρόνου περίπου 4%. Άρα λοιπόν, είμαστε σε θέση την επόμενη δεκαετία να πετύχουμε κατά μέσο ετήσιο όρο έναν ρυθμό ανάπτυξης γύρω στο 3%».
Σημειώνεται ότι ο κ. Στουρνάρας τοποθέτησε την Έκθεση μαζί με το σχετικό στικάκι μέσα σε έναν φάκελο «προνεωτερικής εποχής», όπως είπε χαρακτηριστικά, από την πρώτη θητεία του Ξενοφώντα Ζολώτα, θέλοντας με αυτήν την κίνηση να συνδέσει, όπως είπε, «το παλαιό με το καινούργιο».
Στην εισαγωγική επιστολή του Διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος προς τον Πρόεδρο της Βουλής, σημειώνεται ότι «η ελληνική και η παγκόσμια οικονομία ανακάμπτουν δυναμικά μετά την άρση των περιορισμών και την επανεκκίνηση της οικονομικής δραστηριότητας». Ωστόσο, επισημαίνεται ότι «το ενδεχόμενο μιας νέας έξαρσης της πανδημίας από τη μετάλλαξη Όμικρον του κορωνοϊού και η ύπαρξη εμποδίων στις αλυσίδες προσφοράς, αυξάνουν την αβεβαιότητα και δημιουργούν κινδύνους για την πορεία του πληθωρισμού και την ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας».
Όπως αναφέρεται, «παρά την επιδείνωση των επιδημιολογικών δεδομένων τους τελευταίους μήνες, την αύξηση του κόστους της ενέργειας, των τιμών των πρώτων υλών και γενικότερα τις εισαγόμενες πληθωριστικές πιέσεις, οι μακροπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας παραμένουν ιδιαίτερα θετικές, συνεπικουρούμενες από την έναρξη των επενδυτικών έργων και την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που συνδέονται με το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας».
Ο Διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος δήλωσε χαρακτηριστικά: «Φέρνω καλά νέα, βεβαίως το περιβάλλον είναι πολύ αβέβαιο, αλλά αν ζυγίσουμε τα υπέρ και τα κατά, υπάρχουν περισσότερες ευκαιρίες παρά κίνδυνοι για την ελληνική οικονομία σήμερα, αρκεί και εμείς όμως να ανταποκριθούμε θετικά».
Παραλαμβάνοντας την Έκθεση, ο Πρόεδρος της Βουλής επεσήμανε πως «οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας είναι μεσομακροπρόθεσμα προφανώς ευνοϊκές, αρκεί αυτή η υγειονομική κρίση, που επηρεάζει και ζωές και υγεία, αλλά και την οικονομία, να αφεθεί κάποια στιγμή πίσω». Ο κ. Τασούλας αναφέρθηκε στους πολύ καλούς ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας, σημειώνοντας ωστόσο ότι «η καταθλιπτική σκιά της πανδημίας, με τη νέα της παραλλαγή, την Όμικρον, τον μεγάλο άγνωστο, παρά τα πρώτα στοιχεία που έχουμε, αποτελεί ένα ισχυρό στοιχείο αβεβαιότητας που πρέπει να μας κάνει εξαιρετικά προσεκτικούς». Επίσης, εξέφρασε την ευχή «όλοι μαζί το 2022 να ξεπεράσουμε αυτή την προβληματικότητα της αβεβαιότητας και να επιτρέψουμε στην οικονομία, απερίσπαστη από τον οικονομικό δαίμονα, να καλπάσει και να φέρει αυτό που όλοι προσδοκούμε, την προκοπή και την ευημερία».
Από την πλευρά του, ο κ. Στουρνάρας επεσήμανε πως «ευτυχώς η Ελλάδα, μέσα σε αυτό το δύσκολο περιβάλλον, πήγε πολύ καλά το 2021 και οι προοπτικές είναι πολύ καλές και για τα επόμενα χρόνια». Πρόσθεσε πως «το 2021 θα έχουμε έναν ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης της τάξεως του 8%, ενδεχομένως και περισσότερο, αλλά ακόμα σημαντικότερο είναι ότι και του χρόνου προβλέπουμε ένα ποσοστό περίπου 5% και του πάρα χρόνου περίπου 4%. Άρα λοιπόν, είμαστε σε θέση την επόμενη δεκαετία να πετύχουμε κατά μέσο ετήσιο όρο έναν ρυθμό ανάπτυξης γύρω στο 3%».
Σημειώνεται ότι ο κ. Στουρνάρας τοποθέτησε την Έκθεση μαζί με το σχετικό στικάκι μέσα σε έναν φάκελο «προνεωτερικής εποχής», όπως είπε χαρακτηριστικά, από την πρώτη θητεία του Ξενοφώντα Ζολώτα, θέλοντας με αυτήν την κίνηση να συνδέσει, όπως είπε, «το παλαιό με το καινούργιο».
Στην εισαγωγική επιστολή του Διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος προς τον Πρόεδρο της Βουλής, σημειώνεται ότι «η ελληνική και η παγκόσμια οικονομία ανακάμπτουν δυναμικά μετά την άρση των περιορισμών και την επανεκκίνηση της οικονομικής δραστηριότητας». Ωστόσο, επισημαίνεται ότι «το ενδεχόμενο μιας νέας έξαρσης της πανδημίας από τη μετάλλαξη Όμικρον του κορωνοϊού και η ύπαρξη εμποδίων στις αλυσίδες προσφοράς, αυξάνουν την αβεβαιότητα και δημιουργούν κινδύνους για την πορεία του πληθωρισμού και την ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας».
Όπως αναφέρεται, «παρά την επιδείνωση των επιδημιολογικών δεδομένων τους τελευταίους μήνες, την αύξηση του κόστους της ενέργειας, των τιμών των πρώτων υλών και γενικότερα τις εισαγόμενες πληθωριστικές πιέσεις, οι μακροπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας παραμένουν ιδιαίτερα θετικές, συνεπικουρούμενες από την έναρξη των επενδυτικών έργων και την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που συνδέονται με το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας».