Αθήνα, 23 Σεπτεμβρίου 2018
Άρθρο Ευάγγελου Βενιζέλου στο ΒΗΜΑ της Κυριακής*
Το πρόβλημα της οικονομίας είναι πρωτίστως πολιτικό
Το μεγάλο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι πολιτικό. Ζητήματα δημοσιονομικής και χρηματοοικονομικής μηχανικής μπορούν να αντιμετωπιστούν - όχι εύκολα, αλλά μπορούν -, εφόσον όμως υπάρχουν οι πολιτικές προϋποθέσεις. Δεν εννοώ ζητήματα τα οποία συνήθως χαρακτηρίζουμε πολιτικά και αφορούν τον τρέχοντα κομματικό ανταγωνισμό, τη συγκυρία. Το πρόβλημα είναι πολιτικό, αλλά πολύ βαθύτερο. Αφορά τη νοοτροπία που κυριαρχεί στο δημόσιο βίο, τη στάση της κοινωνίας και τη σχέση της με το πολιτικό σύστημα. Η εκτίμηση που κάνει το πολιτικό σύστημα για τα κριτήρια με τα οποία διαμορφώνονται οι εκλογικές επιλογές των πολιτών, συχνά το εγκλωβίζει σε επανάληψη στερεοτύπων.
Το πρώτο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι αν έχουμε επιστρέψει στην κανονικότητα και άρα έχουμε την άνεση να βλέπουμε να εξελίσσεται μπροστά μας μία ιδεολογικοπολιτική αντιπαράθεση μεταξύ των κομμάτων που παρουσιάζουν τις προγραμματικές τους προτάσεις για την επόμενη τετραετία. Ή αν πρέπει να αντιμετωπίσουμε θεμελιώδη και ανεπίλυτα ζητήματα σχετικά με την ειδική κατάσταση στην οποία εξακολουθεί να βρίσκεται η χώρα, η οποία τελεί υπό αυστηρή διεθνή εποπτεία, όχι μόνο των θεσμών και των εταίρων, αλλά και των αγορών, που είναι πολύ πιο αυστηρές και διεισδυτικές.
Θυμίζω γρήγορα την εικόνα. Έχουμε, πρώτον, ένα συμφωνημένο δημοσιονομικό πλαίσιο, όχι μόνο μέχρι το 2022, όχι μόνο μέχρι το 2032, οπότε και θα επανεξεταστεί η βιωσιμότητα του χρέους ώστε να δοθούν, ίσως, πρόσθετα μέτρα ελάφρυνσής του από τους εταίρους και πιστωτές, αλλά μέχρι σχεδόν το 2060. Δεύτερον, έχουμε δυστυχώς, γιατί αυτό είναι πολύ χειρότερο, μία συμφωνημένη, ανάμεσα στην Ελλάδα και τους εταίρους της, μακροοικονομική πρόγνωση για πολύ χαμηλό μέσο ετήσιο ρυθμό πραγματικής ανάπτυξης μέχρι το 2060. Έχουμε, τρίτον, ένα συμφωνημένο, εξαιρετικά εύθραυστο και επισφαλές, πλαίσιο κάλυψης των χρηματοδοτικών αναγκών μέχρι το 2022, στην πραγματικότητα μέχρι το 2021. Αν αρχίζεις όμως και «τρως το μαξιλάρι» αυτό, στην πραγματικότητα δημιουργείς εξαρχής πρόβλημα κάλυψης των χρηματοδοτικών αναγκών, διότι το cash buffer δεν είναι υποκατάσταση των αγορών αλλά εγγύηση για μία νέα σχέση με τις αγορές.
Πέρα όμως από αυτά, τα οποία είναι συμφωνημένα, είμαστε εγκλωβισμένοι και σε μονομερείς επιλογές της παρούσας κυβέρνησης, τις οποίες έχουν αποδεχθεί οι θεσμοί και οι εταίροι, για τα περιβόητα υπερπλεονάσματα, που δημιουργούν «δημοσιονομικό χώρο», αφού πρώτα υπονομεύσουν τις αναπτυξιακές δυνατότητες της χώρας, με στόχο την αναδιανομή του προϊόντος του αντιαναπτυξιακού εγκλωβισμού.
Άρα, το μεγάλο πολιτικό πρόβλημα είναι η ανάγκη επανατοποθέτησης, σε συμφωνία με τους εταίρους, υπό το αυστηρό βλέμμα των αγορών, όλου αυτού του πλαισίου σε δυο προφανώς φάσεις: την πρώτη και σχετικά ευκολότερη που αφορά τα υπερπλεονάσματα και τη δεύτερη και δυσκολότερη που αφορά τον στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022, δηλαδή σε όλη τη διάρκεια της επόμενης τετραετίας. Το βασικό ερώτημα είναι: Πότε θα γίνει αυτή η επαναπροσέγγιση; Προφανώς μετά τις εκλογές, από μία άλλη κυβέρνηση. Άρα πρέπει να περιμένουμε τις εκλογές, πρέπει να περιμένουμε να υπάρξει μία άλλη κυβέρνηση και πρέπει να περιμένουμε αυτή η άλλη κυβέρνηση να επαναδιαπραγματευθεί επιτυχώς και να συμφωνήσει με τους εταίρους και αυτό να γίνει αποδεκτό από τις αγορές. Αντιλαμβανόμαστε, προφανώς, πόσο εθνικό χρόνο τρώμε και σε πόσο δύσκολο πλαίσιο καλείται να κινηθεί η επόμενη, η άλλη κυβέρνηση, η οποία θα διαδεχθεί τη σημερινή παραλαμβάνοντας ένα ψηφισμένο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα, έναν ψηφισμένο προϋπολογισμό και ένα συμφωνημένο πλαίσιο με τους εταίρους.
Και πότε θα γίνουν οι εκλογές; Στο μέσο του οικονομικού έτους; Ή λίγο πριν αρχίσει το επόμενο οικονομικό έτος; Είναι προφανές ότι πρώτα θα γίνει η αλλαγή του κλίματος, πρώτα θα εγκατασταθεί η πολιτική εμπιστοσύνη, πρώτα θα αποδειχθεί ότι μπορούμε να προσελκύσουμε το ενδιαφέρον των επενδυτών, πρώτα θα υπάρξει αρχική θετική αντίδραση των αγορών και μετά θα επιτευχθεί αλλαγή του δημοσιονομικού πλαισίου σε συμφωνία με τους εταίρους. Αυτά παίρνουν χρόνο, δεν γίνονται αυτομάτως, γιατί βεβαίως υπάρχει βαθιά δυσπιστία.
Αλλά δεν υπάρχει μόνο δυσπιστία, υπάρχει και ο πολιτικός κίνδυνος μετατόπισης της ΕΕ, μεταβολής του πλαισίου αναφοράς των εταίρων και των ευρωπαϊκών θεσμών. Δεν θα είναι ίδια η Ευρώπη μετά τις επόμενες ευρωεκλογές. Χρειαζόμαστε συνεπώς μια ρεαλιστική πρόγνωση για την κατάσταση στην οποία θα βρίσκεται ο συνομιλητής μας, όταν η Ελλάδα θα θέσει το ζήτημα της εκλογίκευσης του δημοσιονομικού και μακροοικονομικού πλαισίου.
Αλλά και στο εσωτερικό μέτωπο μέχρι τις εκλογές θα επιδεινωθεί η κατάσταση, διότι αν ισχύει αυτό που είπαμε, ότι το πρώτιστο πρόβλημα της οικονομίας είναι πολιτικό, δεν μπορούμε να μιλάμε υπό όρους οικονομικής κανονικότητας όταν υπάρχει πρόβλημα δημοκρατίας, δικαιοσύνης και δικαιοκρατικών εγγυήσεων.
Ενόψει όλων αυτών, η αντίληψη που πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να κυριαρχήσει είναι αυτή πού επιβάλει επίγνωση, απόλυτη ειλικρίνεια, αίσθηση των κινδύνων και του πολιτικού χρόνου. Δεν αρκεί να λες στους πολίτες ότι έχεις ένα άλλο σχέδιο, αλλά και ότι για να πετύχει το σχέδιο αυτό, πρέπει να διαμορφωθούν άλλοι πολιτικοί συσχετισμοί, πρέπει να συντελεστούν αλλαγές ως προς τη νοοτροπία και τις αναμονές της κοινωνίας και πρέπει να διαμορφωθεί ένα δημοσιονομικό και μακροοικονομικό πλαίσιο συμφωνημένο με τους εταίρους και πειστικό για τις αγορές.
Η γενική καχυποψία ότι η πολιτική ρητορεία, ακόμη και μετά την εμπειρία της κρίσης, αποσιωπά το σύνολο των παραμέτρων, είναι που τρώει τις σάρκες της δημοκρατίας και αυτό πρέπει να αντιμετωπίσουμε ως πρώτο πολιτικό, θεσμικό και οικονομικό πρόβλημα της χώρας.
Η Ελλάδα μπορεί να ξεφύγει από τα δεσμά της στασιμοχρεοκοπίας, της αναιμικής και μη χρηματοδοτούμενης ανάπτυξης και να ανακτήσει το χαμένο έδαφος. Το στοίχημα της ανάκαμψης θα κερδηθεί όμως εφόσον τεθεί και κερδηθεί ταυτοχρόνως ή, μάλλον, προηγουμένως το στοίχημα της δημοκρατίας και της προστασίας των θεσμών. Εφόσον τεθεί με σαφήνεια το πολιτικό και κοινωνικό ζήτημα της χώρας. -
* Το άρθρο αποδίδει τον πυρήνα της εισήγησης στην πρόσφατη εκδήλωση (19.9.2018) του «Κύκλου Ιδεών» με θέμα : «Στον απόηχο της ΔΕΘ. Η πορεία της χώρας μέχρι τις εκλογές».
https://www.evenizelos.gr/mme/ articlesinthepress/419- articles2018/5857-to-vima-to- provlima-tis-oikonomias-einai- protistos-politiko.html
Αθήνα, 22 Σεπτεμβρίου 2018
Ανάρτηση Ευάγγελου Βενιζέλου σχετικά με τη σύλληψη των δημοσιογράφων της εφημερίδας «Φιλελεύθερος»
«Αντισυνταγματική η αυτόφωρη διαδικασία στα αδικήματα Τύπου.
Απαγορεύεται από το 2001 με ρητή αναθεώρηση του άρθρου 14 παρ. 7 του Συντάγματος»
Απαγορεύεται από το 2001 με ρητή αναθεώρηση του άρθρου 14 παρ. 7 του Συντάγματος»
Η εφαρμογή της διαδικασίας των αυτόφωρων εγκλημάτων στο πεδίο της ποινικής ευθύνης του Τύπου και των άλλων Μέσων Ενημέρωσης είναι αποτέλεσμα ενός σκανδαλώδους συνδυασμού αυταρχισμού και αδράνειας. Για το πρώτο την ευθύνη έχει η κυβέρνηση στο μέτρο που ασκεί τον διοικητικό έλεγχο της αστυνομίας. Για το δεύτερο την ευθύνη έχει ο νομοθέτης, πρωτίστως όμως η δικαστική εξουσία που οφείλει να ανάγεται απευθείας στο Σύνταγμα.
Η ακατάσχετη ροπή προς τον αχαλίνωτο αυταρχισμό οδηγεί συχνά πια τα στελέχη της σημερινής κυβέρνησης και του περίγυρού της στην επιλογή να ενεργοποιούν, με την άμεση υποβολή έγκλησης, την αυτόφωρη διαδικασία για δημοσιεύματα στον Τύπο ή σχόλια στα ραδιοτηλεοπτικά ή ηλεκτρονικά Μέσα Ενημέρωσης. Δεν τους ενδιαφέρει η εντύπωση του αυταρχισμού. Κρύβονται πίσω από την υποτιθέμενη εφαρμογή της αρχής της νομιμότητας και από το αποστομωτικό επιχείρημα της ισότητας ενώπιον του νόμου.
Όμως με την αναθεώρηση του Συντάγματος του 2001 καταργήθηκε ρητά η προγενέστερη διατύπωση της παραγράφου 7 του άρθρου 14 που όριζε ότι τα αδικήματα του Τύπου είναι αυτόφωρα και αντικαταστάθηκε από την ισχύουσα ρύθμιση που προβλέπει ότι «Νόμος ορίζει τα σχετικά με την αστική και ποινική ευθύνη του Τύπου και των άλλων Μέσων Ενημέρωσης και με την ταχεία εκδίκαση των σχετικών αποφάσεων».
Το Σύνταγμα ήδη από το 2001 όχι μόνο δεν επιβάλλει, αλλά απαγορεύει τον χαρακτηρισμό των τυχόν αδικημάτων του Τύπου ως αυτοφώρων. Οι σχετικές διατάξεις της κοινής ποινικής ( δικονομικής και ουσιαστικής νομοθεσίας) εφόσον προβλέπουν το αντίθετο, είναι παραμεριστέες και ανεφάρμοστες ως αντισυνταγματικές.
Ήδη με το νόμο 2234/1994 - όταν ήμουν υπουργός Τύπου - καταργήθηκε ο μεταξικός νόμος περί Τύπου που ίσχυε ως τότε.
Άλλωστε για να υπάρχει αυτόφωρο έγκλημα, πρέπει να υπάρχει έγκλημα. Στην περίπτωση των δημοσιευμάτων και προφορικών σχολίων των ΜΜΕ, ποιος καθορίζει την ύπαρξη εγκλήματος, μόνος ο εγκαλών με μόνη την υποβολή έγκλησης, χωρίς καμία εισαγγελική αξιολόγηση; Τι σχέση έχει αυτό με τον ορισμό του αυτόφωρου εγκλήματος ( άρθρο 242 ΚΠΔ) ; Κανένα. Ο αυτόφωρος χαρακτήρας των αδικημάτων Τύπου ήταν νομικό πλάσμα προβλεπόμενο ρητά από το Σύνταγμα πριν την αναθεώρηση του 2001. Τώρα αυτό δεν υπάρχει.
Η κράτηση, έστω για ώρες, δημοσιογράφων λόγω δήθεν αυτόφωρου συνιστά προσβολή των άρθρων 5 και 6 του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ και διάπραξη του εγκλήματος της κατακράτησης παρά το Σύνταγμα από όποιον διέταξε την κράτηση ή συνέπραξε σε αυτήν.
Καιρός να σταματήσει η αυταρχική αστειότητα της δήθεν αυτόφωρης διαδικασίας στα τυχόν αδικήματα τύπου.
Για την κυβέρνηση ισχύει το «μωραίνει Κύριος ον βούλεται απολέσαι». Για τη δικαιοσύνη όμως δεν υπάρχει δικαιολογία. -
https://www.evenizelos.gr/mme/ statementsgr/421- statements2018/5856- antisyntagmatiki-i-aftofori- diadikasia-sta-adikimata- typou.html
https://www.evenizelos.gr/mme/