|
|
politikinewsaaa.blogspot.com,η Χρήσιμη Εφημερίδα,ΠΟΛΙΤΙΚΗ,POLITIKI,POLITIKI NEWSPAPER,politikinews,ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ,"POLITIKI" news,news,"ΠΟΛΙΤΙΚΗ" Εφημερίδα,Ειδήσεις,Новости Греция, Nachrichten aus Griechenland, Nouvelles de la Grèce, أخبار من اليونان,, 來自希臘的消息 , ギリシャからのニュース, Новини з Греції, Notícias da Grécia, חדשות מיוון, Notizie dalla Grecia, Nyheter fra Hellas,
|
|
* Video: https://vimeo.com/
Α. Μένουμε Ευρώπη
Ευχαριστώ τους οργανωτές για την πρόσκληση. Την αποδέχθηκα γιατί οι επιστημονικές ιδιότητες των συνομιλητών και η μακροχρόνια πανεπιστημιακή μας συνύπαρξη εγγυώνται την ποιότητα του διαλόγου. Άλλωστε συζητούμε συνεχώς μεταξύ μας σε μαθήματα και μεταπτυχιακά σεμινάρια.
Είναι προφανές ότι οι οργανωτές έχουν μια πολιτική προδιάθεση έντονα κριτική προς την κυβέρνηση και έντονα φιλική προς την αντιπολίτευση, κυρίως τον ΣΥΡΙΖΑ.
Το ότι καλούν εμένα συνιστά μεγάλο βήμα για αυτούς, μια εκδήλωση επιστημονικού σεβασμού προς πολιτικό τους αντίπαλο.
Είναι παράδοξο ότι αυτή η κίνηση έστω και αν υποκρύπτει πολιτική σκοπιμότητα, γίνεται αφορμή για εκδηλώσεις έντονης κριτικής ή και ανοικτής αμφισβήτησης από πολιτικούς μου ομοϊδεάτες, υποτίθεται.
Όμως η υπεράσπιση των δημοκρατικών θεσμών, της συνταγματικής τάξης, των εγγυήσεων του κράτους δικαίου δεν ξεκίνησε φέτος με τις υποκλοπές. Είναι διαρκής και επιμονή. Όπως είναι και πεδίο έντονων διαφωνιών μεταξύ επιστημόνων γύρω από την ερμηνεία του Συντάγματος.
Θα θυμηθώ μόνο την εκδήλωση με τίτλο «Εν ου παικτοίς» που οργάνωσε ο Kύκλος Iδεών στις 30.6.2016 με τον αείμνηστο Σταύρο Τσακυράκη, τον Νίκο Αλιβιζάτο και εμένα με αντικείμενο την προστασία του Συντάγματος και την απόκρουση προτάσεων της εποχής που εάν γινόντουσαν δεκτές θα προκαλούσαν αλλοίωση του πολιτεύματος.
Δεν θα μιλήσω ούτε καν για τη σκευωρία Novartis, αν και θα ήταν ενδιαφέρουσα ιστορική ειρωνεία να αναφερθώ εδώ στη σύλληψη με την κατηγορία της απάτης ενός έως σήμερα (τέσσερα σχεδόν χρόνια μετά τις εκλογές) «προστατευόμενου» μάρτυρα!
Όμως ο τίτλος «Μένουμε Ευρώπη;», με ερωτηματικό, για τον οποίο δεν ρωτήθηκα, είναι προφανώς προβοκατόρικος και πολιτικά εσφαλμένος γιατί έδωσε την αφορμή να επιχειρηθεί η μετάθεση του πεδίου της συζήτησης από τις υποκλοπές της παρούσας περιόδου στην εμπειρία και τις συγκρούσεις της περιόδου 2015-2019, κυρίως στην περίοδο του πρώτου εξαμήνου του 2015 και του αλήστου μνήμης δημοψηφίσματος του Ιουλίου που οδήγησε, με τρόπο που υπερέβη κάθε συνταγματική θεωρία, από τη συντριπτική νίκη του «όχι» στην πλήρη αποδοχή και εφαρμογή του «ναι».
Ποιος έχει άραγε στα χέρια του το πρωτότυπο του μέτρου της φιλοευρωπαϊκής και αντί – συριζικής συνέπειας; Οφείλω εγώ με το δικό μου «πολεμικό μητρώο» να δώσω διαβεβαιώσεις ή να αποδείξω τίποτα; Πρέπει να σιωπώ επιστημονικά για τις υποκλοπές προκειμένου να μη «επωφεληθεί» ο ΣΥΡΙΖΑ; Το ΠΑΣΟΚ, ο πρόεδρος του οποίου είναι θύμα υποκλοπών, δικαιούται να επικαλείται αυτά που λέω ή είναι ύποπτη και η σχέση με το κόμμα του οποίου υπήρξα αρχηγός και το οποίο ακρωτηριάστηκε σηκώνοντας τραγικά δυσανάλογο βάρος για την αντιμετώπιση της κρίσης;
Ποιος δικαιούται να λέει τη μια ότι συνεργάζομαι με τον κ. Μητσοτάκη επειδή η κυβέρνηση πρότεινε τη συμμετοχή μου στο Ομάδα υψηλού επιπέδου για το Mέλλον του Συμβουλίου της Ευρώπης που συγκροτήθηκε από τη Γενική Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης με επτά μέλη επιλεγμένα ατομικά και όχι με εκπροσώπους κρατών μελών. Και την άλλη ότι θα συνεργαστώ με τον κ. Τσίπρα επειδή επικαλέστηκε την επιστημονική μου θέση για τις υποκλοπές σε απάντηση της διαφωνίας προς την επιστημονική μου θέση που δήλωσε ο κ. Μητσοτάκης.
Μη κρίνουν εξ ίδιων τα αλλότρια. Είμαι πολιτικά και κομματικά απελεύθερος, απολαμβάνω τη σφαίρα της μεταπολιτικής, αλλά υπερασπίζομαι την επιστημονική μου συνείδηση, σοβαρότητα, αξιοπιστία και κυρίως πειστικότητα. Όποιος έχει επιστημονικό αντίλογο ας τον διατυπώσει με αναλυτικά και τεκμηριωμένα επιχειρήματα.
Όποιος πιστεύει πολιτικά ότι πρέπει να σιωπάσουμε ενώπιον των υποκλοπών για να μην επωφεληθούν οι «άλλοι», απλώς δεν βοηθά τους «άλλους» να είναι πράγματι «άλλοι».
Θα κατανοούσα τις αντιδράσεις για το ερωτηματικό στο «Μένουμε Ευρώπη», υπό την προϋπόθεση ότι όποιος ή όποια έσπευσε να υπερασπιστεί την ακεραιότητα του «Μένουμε Ευρώπη», τελεία και παύλα, εύρισκε να πει δυο λέξεις και για το απόστημα των υποκλοπών. Για την οργανωμένη εκστρατεία αποτροπής των ελέγχων της ΑΔΑΕ και συκοφάντησης του προέδρου της, λαμπρού δικαστικού λειτουργού Χρήστου Ράμμου που επιλέχθηκε το 2018 από τη Διάσκεψη των Προέδρων, με αυξημένη πλειοψηφία 4/5 και με πρωτοβουλία του ΠΑΣΟΚ και όχι του ΣΥΡΙΖΑ.
Οφείλω επιπλέον ιστορικά να πω ότι το «Μένουμε Ευρώπη» ως θεμελιώδης εθνική στρατηγική και απόφαση, δεν προέκυψε τον Ιούλιο του 2015. Προέκυψε όταν το 2010 ο Γιώργος Παπανδρέου ανέλαβε το βάρος της αποδοχής του πρώτου μνημονίου. Όταν το 2011 απέκρουσα την πρόταση του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε για Grexit, όταν λίγους μήνες αργότερα, μετά τις Κάννες, δήλωσα ότι δεν νοείται δημοψήφισμα για τη θέση της Ελλάδας στο ευρώ και την Ευρώπη, όταν το 2012 σχηματίσαμε την τρικομματική κυβέρνηση και το 2013 την κυβέρνηση Σαμάρα – Βενιζέλου.
Αν μετρούσα εχθρούς και φίλους και επιδίωκα να έχω ανά πάσα στιγμή περισσότερους φίλους δεν θα «Μέναμε Ευρώπη». Ήδη από το 2011. Οπότε θα περίττευε και η συζήτηση περί ερωτηματικού ή τελείας.
Ας πάρουν όλοι το «σχετικό», το βιβλίο μου με τίτλο «Εκδοχές Πολέμου». Και ας μελετήσουν την πρόσφατη ιστορία της χώρας μήπως κατανοήσουν και την απώτερη, κυρίως όμως τη σχέση της με το μέλλον.
«Μένουμε Ευρώπη» τελεία, αλλά και άνω και κάτω τελεία. Δεν υπάρχει Ευρώπη χωρίς δημοκρατικές αξίες, χωρίς κράτος δικαίου, χωρίς θεμελιώδη δικαιώματα, χωρίς ανεξάρτητη δικαιοσύνη, χωρίς ανεξάρτητες αρχές, χωρίς τη νομολογία του ΔΕΕ και του ΕΔΔΑ, χωρίς το κεκτημένο του θεσμικού και νομικού πολιτισμού της ευρωπαϊκής φιλελεύθερης δημοκρατίας.
Δεν είναι ούτε μια, ούτε δεδομένη η Ευρώπη. Είναι μια συνεχής σκληρή διαπραγμάτευση. Μια δύσκολη διαρκής επιβεβαίωση. Μια αλληλουχία μεγάλων διλημμάτων, όπως δείχνει η δραματική εμπειρία του πολέμου στην Ουκρανία, η ενεργειακή κρίση, η καμπύλη της πανδημίας.
Β. Πώς τίθεται σήμερα το ζήτημα των υποκλοπών
Από τις αρχές Αυγούστου μέχρι σήμερα, επί έξι μήνες, κυριαρχεί το ζήτημα των υποκλοπών.
Πρώτον, της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφαλείας με πρόταση της ΕΥΠ και με εισαγγελική διάταξη, δηλαδή των επισυνδέσεων, και
Δεύτερον, της εξ ορισμού παράνομης χρήσης κατασκοπευτικών λογισμικών, κυρίως του Predator.
Τώρα έχει πλέον ψηφιστεί και ισχύει ο νόμος 5002/2022
Οι οπαδοί της ισότητας όλων ενώπιον των παρακολουθήσεων απογοητεύτηκαν, φοβάμαι, από το ν. 5002/22 που υιοθέτησε τη βασική μου θέση για ειδικές εγγυήσεις προκειμένου να αρθεί το απόρρητο των επικοινωνιών πολιτικού προσώπου
Οι οπαδοί της πανοπτικής ΕΥΠ απογοητεύτηκαν, φοβάμαι, από τον ν. 5002/22 που υιοθέτησε τη βασική μου θέση ως προς τη στενή και αυστηρή τυποποίηση των λόγων εθνικής ασφάλειας.
Με τον νόμο 5002/2022 η δυνατότητα ενημέρωσης του υποκειμένου της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφαλείας, που είχε καταργηθεί το 2021, επανήλθε υπό τον περιορισμό ότι έχει παρέλθει τριετία (διάστημα που σε πολλές περιπτώσεις ενδέχεται να παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας). Η σχετική αρμοδιότητα ανατίθεται σε τριμελή επιτροπή συγκροτούμενη από δυο εισαγγελικούς λειτουργούς και τον Πρόεδρο της ΑΔΑΕ.
Προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι αυτή η ρύθμιση απαγορεύει πλέον στην ΑΔΑΕ να ασκεί ελέγχους στην ΕΥΠ και τους τηλεφωνικούς παρόχους, όχι για να ενημερωθεί ο παρακολουθούμενος, αλλά η Βουλή και ο εισαγγελέας εφόσον διαπιστώνεται η τέλεση εγκλήματος που πρέπει να αναγγελθεί.
Όμως ο ν. 5002/2022 προβλέπει στην παρ. 6 του άρθρου 8 ότι : «Ο Πρόεδρος της Α.Δ.Α.Ε. ενημερώνει για θέματα άρσεων απορρήτου επικοινωνιών τον Πρόεδρο της Βουλής, τους αρχηγούς των κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή και τον Υπουργό Δικαιοσύνης.»
Πρόκειται για ρητή και προσωπική αρμοδιότητα του Προέδρου της ΑΔΑΕ, η παράλειψη άσκησης της οποίας θα συνιστούσε παράβαση καθήκοντος.
Επιπλέον οι αρμοδιότητες της ΑΔΑΕ που προβλέπονται στον ιδρυτικό της νόμο διατηρούνται αλώβητες, πλην της αρμοδιότητας της σχετικής με την ενημέρωση του παρακολουθηθέντος. Η νέα αυτή ρύθμιση θα ελεγχθεί προφανώς δικαστικά ως προς τη συνταγματικότητά της και την συμβατότητά της με την ΕΣΔΑ από τα εθνικά δικαστήρια και το ΕΔΔΑ μετά από προσφυγές θιγόμενων.
Ο εκτελεστικός του Συντάγματος νόμος, ακόμη και αν το προβλέπει ρητά, δεν μπορεί να ευνουχίσει μια συνταγματικά προβλεπόμενη ανεξάρτητη αρχή που περιβάλλει ως θεσμική εγγύηση θεμελιώδες δικαίωμα που εισάγεται μάλιστα ως «απολύτως απαραβίαστο». Η θεμελίωση του θεσμικού ρόλου της ανεξάρτητης αρχής και στο Δίκαιο της ΕΕ ( κατά το οποίο η ΑΔΑΕ λειτουργεί παραπληρωματικά με την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα) θέτει ακόμη υψηλότερο φραγμό στον εθνικό νόμο και πολύ περισσότερο την ερμηνεία του.
Η 1/2023 Γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του ΑΠ, όπως είχα την ευκαιρία να αναλύσω, χορηγήθηκε κάθ´υπέρβαση της γνωμοδοτικής αρμοδιότητας του Εισαγγελέα του ΑΠ και, όπως κατέστη αντιληπτό, δεν μπορούσε να στερήσει την ΑΔΑΕ από τις ελεγκτικές της αρμοδιότητες. Επεσήμανε απλώς ότι ενημέρωση των θιγόμενων μπορεί πλέον να γίνει από την τριμελή επιτροπή.
Οι έλεγχοι της ΑΔΑΕ διενεργήθηκαν και το άρθρο 8 παρ. 6 του νωπού νόμου 5002 / 2022 εφαρμόστηκε εις πείσμα όλων εκείνων που στρουθοκαμηλίζουν.
Όταν ο Πρωθυπουργός παραδέχθηκε την παρακολούθηση Ανδρουλάκη, στις 8.8.2022 δήλωσε, «Παρότι όλα έγιναν νόμιμα, η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών υποτίμησε την πολιτική διάσταση της συγκεκριμένης ενέργειας. Ήταν τυπικά επαρκής, όμως πολιτικά μη αποδεκτή. Δεν θα έπρεπε να έχει συμβεί, προκαλώντας ρωγμές στην εμπιστοσύνη των πολιτών στις Υπηρεσίες Εθνικής Ασφάλεια»
Όταν στις 11.12.2022 είδαν το φως της δημοσιότητας πληροφορίες για παρακολούθηση υπουργών και υψηλών ηγετικών στελεχών των ενόπλων δυνάμεων, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος δήλωσε ότι, «Η ελληνική Δικαιοσύνη προχωρά τη διερεύνηση, συμπεριλαμβανομένης της περιόδου διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ και των όσων σχετικών αναφέρονται σε αυτήν, με την αμέριστη συνδρομή των κρατικών αρχών, ώστε να διαλευκανθεί κάθε πτυχή, ακόμα και το εάν στο εσωτερικό της ΕΥΠ αναπτύχθηκαν δραστηριότητες εκτός πλαισίου.
Από τη στιγμή, πάντως, που ο Πρωθυπουργός αντέδρασε, με τον γνωστό τρόπο, στην περίπτωση της νόμιμης επισύνδεσης του τηλεφώνου του κ. Ανδρουλάκη, είναι αδιανόητο να υπονοείται ότι τελούσε σε γνώση του ή, πολύ περισσότερο, ότι είχε δώσει εντολή να παρακολουθούνται άνθρωποι που συμπορεύεται μαζί τους επί δεκαετίες ή και κρατικοί αξιωματούχοι, μαζί με τους οποίους αντιμετώπισε επιτυχώς μείζονα ζητήματα για την Πατρίδα»
Κατανόησα τη δήλωση αυτή του κυβερνητικού εκπροσώπου ως παραδοχή της παρακολούθησης υπουργών και κρατικών αξιωματούχων από μια ΕΥΠ που δρα «εκτός πλαισίου» χωρίς γνώση του πρωθυπουργού του και εποπτεύοντος υπουργού . Βαρυσήμαντη παραδοχή που ελπίζω να την έχει προσέξει η εισαγγελική αρχή.
Τώρα δυστυχώς ο έλεγχος της ΑΔΑΕ επιβεβαιώνει μεταξύ άλλων τη μακρά παρακολούθηση για λόγους εθνικής ασφάλειας, ηγετικών στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων, τεταγμένων στην υπεράσπιση της εθνικής ασφάλειας !
Προκύπτει συνεπώς μείζον ζήτημα αφενός εθνικής ασφάλειας, αφετέρου λειτουργίας του κράτους δικαίου και σεβασμού του Συντάγματος.
Αυτές οι παρακολουθήσεις ήταν νόμιμες ή παράνομες; Μια πράξη δεν καθίσταται νόμιμη όταν φέρει τα εξωτερικά στοιχεία της νόμιμης πράξης αλλά παραβιάζει το Σύνταγμα και τον νόμο, στερείται αιτιολογίας και δεν σέβεται την αρχή της αναλογικότητας. Συνεπώς οι παρακολουθήσεις των ηγετών του στρατεύματος ήταν παράνομες. Αν ήταν νόμιμες, δεν έπρεπε τα συγκεκριμένα πρόσωπα να παραμένουν και μάλιστα επί μακρόν στην ηγεσία του στρατεύματος.
Ποιος άκουσε ή διάβασε το υλικό των παρακολουθήσεων; Ποιος ήταν αποδέκτης των ενημερωτικών δελτίων; Ποιος έδωσε και ποιες εξηγήσεις στα πρόσωπα αυτά; Ποιο ήταν το κίνητρο και το ζητούμενο της μακράς παρακολούθησης;
Ποιος γνωρίζει καλύτερα από πχ τους αρχηγούς των επιτελείων των ΕΔ τι συνιστά επιλογή εθνικής ασφάλειας; Προφανώς όχι μια εισαγγελέας εγκατεστημένη στην ΕΥΠ. Δέχομαι ότι γνωρίζει καλύτερα από τους αρχηγούς των επιτελείων ο εκάστοτε πρωθυπουργός. Αλλά όταν ο πρωθυπουργός δηλώνει άγνοια και καταγγέλλει «εκτός πλαισίου» λειτουργία της ΕΥΠ και της εισαγγελέως, τι πρέπει να πούμε εμείς ως πολίτες, ως νομικοί, ως καθηγητές του Δικαίου; Τι πρέπει να πω εγώ ως πρώην αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και υπουργός Εξωτερικών και ως πρώην υπουργός Εθνικής Άμυνας;
Δεν μπορεί η θεσμική αντιμετώπιση του ζητήματος των υποκλοπών να είναι αυτή. Δεν αρκεί η απάντηση, «γινόντουσαν και πριν παράνομες ή αμφίβολης νομιμότητας παρακολουθήσεις, ακόμη και υπουργών». Δεν αρκεί η απάντηση ότι «δημοσκοπικά το ζήτημα έχασε το ενδιαφέρον του και δεν επηρεάζει τις εκλογικές συμπεριφορές». Δεν αρκεί η απάντηση, «παραιτήθηκαν οι κκ. Δημητριάδης και Κοντολέων και ανέλαβαν την ευθύνη». Ποια ευθύνη και σε ποιο θεσμικό επίπεδο. Δεν αρκεί η παραπομπή στις προκαταρκτικές εξετάσεις που επί μήνες διενεργεί η Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών χωρίς εμφανές αποτέλεσμα και γνωστό χρονοδιάγραμμα. Δεν αρκεί η ΑΔΑΕ που υπονομεύεται και συκοφαντείται με ακραίο τρόπο. Δεν αρκεί η ΑΠΔΠΧ που ήδη εξέδωσε την πρώτη απόφασή της για το Predator. Δεν αρκεί ο κοινοβουλευτικός έλεγχος στο επίπεδο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης . Δεν θα αρκούσε ούτε η ομαλή και εντατική λειτουργία της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας.
Το ζήτημα της ηγεσίας των Ενόπλων Δυνάμεων, του κύρους της και του απορρήτου των επικοινωνιών της που είναι ουσιαστικά στρατιωτικές επικοινωνίες απαιτεί να διαμορφώσει άμεσα μια εύλογη τεκμηριωμένη απάντηση ο ίδιος ο Πρωθυπουργός και να ενημερώσει αξιόπιστα τουλάχιστον τους αρχηγούς των κομμάτων. -
* Video: https://vimeo.com/
Αθήνα, 25 Ιανουαρίου 2023
Ομιλία του
Πρωθυπουργού και Προέδρου της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκου Μητσοτάκη
στο Ηράκλειο Κρήτης
Κυρίες και κύριοι Υπουργοί, αγαπητέ Περιφερειάρχα,
κύριοι Δήμαρχοι, συμπατριώτες μου, Νεοδημοκράτισσες και Νεοδημοκράτες της
Κρήτης, σας ευχαριστώ από καρδιάς γι’ αυτή την τόσο ζεστή υποδοχή. Την επόμενη
φορά θα χρειαστούμε πολύ μεγαλύτερο χώρο. Πολλά χρόνια, όπως ξέρετε, είμαι στην
πολιτική, τέτοια συγκέντρωση στο Ηράκλειο δεν έχω ξαναδεί.
Και να ζητήσω συγνώμη προκαταβολικά από όσους δεν
μπόρεσαν να χωρέσουν στην αίθουσα και παρακολουθούν αυτή τη συγκέντρωση από τον
προαύλιο χώρο, αλλά θέλω να ξέρετε εσείς και όσοι μας βλέπουν σήμερα από τους
τηλεοπτικούς τους δέκτες ότι ειδικά εδώ, ειδικά στον τόπο μου, κάθε φορά που
συναντιόμαστε παίρνω νέα δύναμη από τον ενθουσιασμό σας.
Σήμερα αυτό που βλέπω με πείθει ότι ο στόχος μας
είναι κοντά: η Κρήτη από άκρο σε άκρο να γίνει γαλάζια. Δεν το πετύχαμε την
προηγούμενη φορά, θα το πετύχουμε τώρα.
Μας συνδέουν άλλωστε πολλά. Η κοινή μας καταγωγή και η αγάπη για τούτο το ευλογημένο νησί στη νότια εσχατιά του Ελληνισμού. Μας συνδέει η πίστη στην ελευθερία και τη δημοκρατία και βέβαια μας συνδέουν οι ίδιες ιδέες που κινητοποιούν τη συλλογική και την ατομική προκοπή.
| |||||
|
Highlighting Croatia's accession to the Schengen area and to the eurozone from 1 January 2023, reports analyse these two landmark decisions for the European future of the country. Papers discuss the multifaceted nature of European identity and culture and why the EU should engage in having such discussions, given that the European identity, values and ‘soul’ remain valuable points of reference for the future development of Europe and for its citizens. As over the last several years, citizens in Europe have been randomly selected to participate in specific policy debates, analyses point out that selection-based participation needs to be more integrated into mainstream democratic politics.
KONRAD ADENAUER STIFTUNG
«ΠΡΟΤΑΣΗ
ΔΥΣΠΙΣΤΙΑΣ» :γράφει ο Γιάννης Γ.Βαβουρανάκης
Αποσκοπεί -άθελά
του και λόγω πλήρους έλλειψης πολιτικού
αναστήματος και πολιτικού πολιτισμού – στο να πείσει και τους τελευταίους αμφιταλαντευόμενους πολίτες για την εγκληματική ανεπάρκεια και πλήρη
ηθική κατάπτωση των «πολιτικών» του οι οποίοι εξευτελίζονται καθημερινά τόσο
στα έδρανα της Βουλής όσο και στα τηλεοπτικά πάνελ.
Η δυσπιστία
λοιπόν στρέφεται κατά των ιδίων όλου του πολιτικού φάσματος με ελάχιστες –δυστυχώς
για την Πατρίδα- εξαιρέσεις. Βεβαίως, ευτυχώς που υπάρχουν και αυτές…
Οι «κατινιές»,
οι χυδαίοι χαρακτηρισμοί και η γενικότερη στάση τους μόνο την ποιότητά τους υπογραμμίζει,
χωρίς να φαίνεται να έχουν αντίληψη και επίγνωση για την κατάντια τους. Η «συνταγή»
αυτή, απευθύνεται βεβαίως μόνον σε μωρούς,
αλλά φαίνεται πως στην κατηγορία αυτή κατατάσσουν τους πολίτες.
Πολίτες, που
πλήρωσαν, πληρώνουν και θα πληρώνουν για τα επόμενα 100 χρόνια την πλήρη τους ανεπάρκεια
και τα τραγικά τους λάθη.
Στις επερχόμενες
εκλογές λοιπόν ας διδάξουμε εμείς οι Πολίτες ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ και ΣΕΒΑΣΜΟ ΣΤΟΥΣ ΘΕΣΜΟΥΣ σε όλους όσους ανήκουν
στο συνονθύλευμα των βολευτών, μαυρίζοντάς τους με την ψήφο μας.
Ι.Γ.Β
https://twitter.com/mgvavour/status/1618571266721742849?s=20&t=7xGvjg4M9ivsn7H6-tkyLg
21 Ιανουαρίου 2023
Άρθρο Ευάγγελου Βενιζέλου στην Καθημερινή της Κυριακής
Από τη φοβική στη μαχόμενη δημοκρατία
Η σύγχρονη φιλελεύθερη δημοκρατία γίνεται εύκολα φοβική, αλλά διστάζει να δρα ως μαχόμενη. Αγωνιά και φοβάται για τα εκλογικά αποτελέσματα σε πολλές δυτικές χώρες - οι πρόσφατες ενδιάμεσες εκλογές για το Κογκρέσο στις ΗΠΑ είναι ένα παράδειγμα - στις οποίες οι επιλογές του εκλογικού σώματος μπορεί να θέσουν σε αμφισβήτηση τις ίδιες τις αξίες της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Από την άλλη πλευρά, ως μαχόμενη δημοκρατία πρέπει να σέβεται τη συνταγματική νομιμότητα και τον δημοκρατικό πλουραλισμό.
Ο Ένγκελς θυμίζει την περιβόητη φράση που είπε το 1849 ο Odilon Barrot, πρωθυπουργός του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, στη γαλλική Εθνική Συνέλευση, «La légalité nous tue». Η νομιμότητα μας σκοτώνει. Μεταφέροντας τη φράση αυτή στα σημερινά συμφραζόμενα, μπορούμε να πούμε ότι θέτει το ζήτημα της δύσκολης ισορροπίας ανάμεσα στον δημοκρατικό φόβο και στη συνταγματική άμυνα.
Λίγες ημέρες μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για τη «Χρυσή Αυγή», στις 19.10.2020, ο Κύκλος Ιδεών οργάνωσε διαδικτυακή συζήτηση με θέμα: Οι επιπτώσεις της απόφασης για τη «Χρυσή Αυγή» - Τα πολιτικά δικαιώματα των καταδικασθέντων. Είχαμε την ευκαιρία να συζητήσουμε με τους Νίκο Αλιβιζάτο, Χαράλαμπο Ανθόπουλο, Χριστόφορο Αργυρόπουλο, Σπύρο Βλαχόπουλο, Αντύπα Καρίπογλου, Βασίλη Μαρκή, Έλλη Συμεωνίδου- Καστανίδου. Η απομαγνητοφώνηση έχει αναρτηθεί στην ιστοσελίδα του Κύκλου Ιδεών και όποιος ενδιαφέρεται μπορεί να δει το εύρος του προβληματισμού, τις κοινές παραδοχές και τις διαφωνίες. Συνοψίζω τη δική μου τοποθέτηση.
Σε ατομικό επίπεδο
Σε ατομικό επίπεδο κατά το άρθρο 51 παρ. 3 εδ. β΄ του Συντάγματος, «O νόμος δεν μπορεί να περιορίσει το εκλογικό δικαίωμα παρά μόνο αν δεν έχει συμπληρωθεί κατώτατο όριο ηλικίας ή για ανικανότητα δικαιοπραξίας ή ως συνέπεια αμετάκλητης ποινικής καταδίκης για ορισμένα εγκλήματα.» Ο ισχύων Ποινικός Κώδικας δεν προβλέπει πλέον την παρεπόμενη ποινή της στέρησης πολιτικών δικαιωμάτων, αλλά την παρεπόμενη ποινή της στέρησης θέσεων και αξιωμάτων. Αυτή είναι μία δικαιοπολιτικά σύγχρονη επιλογή ποινικού φιλελευθερισμού.
Άλλωστε και ο προγενέστερος Ποινικός Κώδικας προέβλεπε, ότι ενεργοποιείται η παρεπόμενη ποινή στέρησης πολιτικών δικαιωμάτων μόνον όταν καθίσταται η απόφαση αμετάκλητη, γιατί αυτό το προβλέπει ρητά το Σύνταγμα. Το γεγονός ότι καταργήθηκε η παρεπόμενη ποινή της στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων, δεν στερεί τη δυνατότητα από τον εκλογικό νομοθέτη, όχι τον ποινικό, να προβλέψει στον εκλογικό νόμο και τώρα - δεν ισχύει εν προκειμένω η συνταγματική απαγόρευση της αναδρομικότητας ποινικού νόμου- περιορισμούς του εκλογικού δικαιώματος για κάποιες κατηγορίες αμετακλήτως καταδικασθέντων για σοβαρά εγκλήματα δημοκρατικής απαξίας και για χρόνο προσδιορισμένο σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας. Άλλωστε το άρθρο 51 παρ. 3 Συντ. δεν απαιτεί παρεπόμενη ποινή, απαιτεί αμετάκλητη καταδίκη σε κύρια ποινή. Όποιος δεν έχει ενεργό και απεριόριστο δικαίωμα του εκλέγειν, δεν έχει και δικαίωμα του εκλέγεσθαι σύμφωνα με το άρθρο 55 Συντ., συνεπώς δεν μπορεί να εκλεγεί βουλευτής, ή αν προκύψει ο λόγος αυτός, εκπίπτει από βουλευτής με απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου.
Άρα ούτως ή άλλως, ως προς την ατομική άσκηση του ενεργητικού και του παθητικού εκλογικού δικαιώματος, πρέπει οι ρυθμίσεις της εκλογικής νομοθεσίας να εναρμονιστούν με την ποινική νομοθεσία στο πλαίσιο του άρθρου 51 παρ. 3 Συντ.
Σε συλλογικό επίπεδο
Σε συλλογικό επίπεδο η δημοκρατία πρέπει να είναι φιλελεύθερα μαχόμενη, να αυτοπροστατεύεται τηρώντας αυστηρά τις εγγυήσεις του κράτους δικαίου. Η Ελληνική Δημοκρατία οφείλει να μη αφήνει τους αξιακούς εχθρούς της να χρησιμοποιούν εις βάρος της τις θεσμικές εγγυήσεις που τους παρέχει.
Θα μπορούσε μήπως η εμπειρία της «Χρυσής Αυγής» να ξαναφέρει στην επιφάνεια το ζήτημα της απαγόρευσης πολιτικού κόμματος, κάτι που δεν το προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα στο άρθρο 29, για την ακρίβεια κάτι που απορρίφθηκε, παρότι προτάθηκε, στη συντακτική μεταπολιτευτική Βουλή του 1974-1975; Μπορεί να ερμηνεύσουμε το Σύνταγμα έτσι ώστε να οδηγηθούμε νομοθετικά σε απαγόρευση πολιτικών κομμάτων; Η θέση μου είναι αρνητική, όχι λόγω μιας «οριτζιναλιστικής» ερμηνείας που αναζητά την αρχική πρόθεση του συντακτικού νομοθέτη και τα στοιχεία της υποκειμενικής ιστορικής ερμηνείας, αλλά γιατί αν το Σύνταγμα άφηνε ανοικτή τη δυνατότητα αυτή θα έπρεπε να προβλέπει σχετική δικαστική διαδικασία, για την ακρίβεια σχετική δικαιοδοσία και αυτό δεν συμβαίνει.
Από την άλλη πλευρά μπορεί άραγε υπό το κέλυφος ενός πολιτικού κόμματος κατά το άρθρο 29 Συντ. να συγκροτείται και να λειτουργεί - εν δυνάμει - μία εγκληματική οργάνωση που διαπράττει ή απλώς προπαρασκευάζει πράξεις οι οποίες έχουν σοβαρή ποινική απαξία; Η προφανής απάντηση είναι, όχι.
Η απουσία μηχανισμού απαγόρευσης κομμάτων που υπάρχει σε άλλες χώρες, όπως στη Γερμανία ή στην Τουρκία, δεν σημαίνει ότι απαγορεύεται συνταγματικά να ληφθούν μέτρα εκλογικού αποκλεισμού για οργανώσεις που εμφανίζονται με τη μορφή πολιτικού κόμματος και επιδιώκουν να μετακινηθούν από το πεδίο της κοινωνίας των πολιτών στο πεδίο των θεσμικών διαδικασιών της αντιπροσωπευτικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Προσπαθώ με τη φράση αυτή να συνοψίσω και να απλουστεύσω μια ογκώδη και έντονη θεωρητική και νομολογιακή συζήτηση διάρκειας πολλών δεκαετιών στον ευρωπαϊκό χώρο. Θα το έκανε πολύ καλύτερα από εμένα, αν ζούσε, ο Δ. Τσάτσος, ο κορυφαίος ευρωπαίος θεωρητικός του δικαίου των πολιτικών κομμάτων.
Ο εκλογικός νόμος έχει συνεπώς την ευχέρεια να απαγορεύσει την καταχρηστική μεταμφίεση μίας εν δυνάμει εγκληματικής οργάνωσης σε πολιτικό κόμμα που διεκδικεί να μετάσχει στην εκλογική διαδικασία. Αυτό είναι κάτι διαφορετικό από την απαγόρευση ή πολύ περισσότερο τη διάλυση πολιτικού κόμματος. Αφορά τη νομοθετική πρόβλεψη ελάχιστων βασικών προϋποθέσεων για τη συμμετοχή μιας συλλογικής οντότητας στις εκλογές. Οι βασικές αυτές προϋποθέσεις είναι δικαστικά ελέγξιμες κατ’ αναλογίαν αυτών που προβλέπονται για τα σωματεία, ακόμη δηλαδή και με τη διαδικασία της «εκούσιας δικαιοδοσίας» ( άρθρο 94 παρ. 2 Συντ.), όταν τα πολιτικά δικαστήρια και στο ύψιστο επίπεδο ο Άρειος Πάγος ασκούν κατά παράδοση αρμοδιότητες εκλογικού δικαίου σχετικές με την ανακήρυξη υποψηφίων και εντέλει συνδυασμών. Η σχετική δικαστική κρίση, ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, μπορεί να διαμορφώνεται με ταχείες και δικονομικά απλές διαδικασίες, με τη χρήση κάθε πρόσφορου αποδεικτικού μέσου και γενικότερα στοιχείου που προσκομίζεται από όποιον έχει έννομο συμφέρον, άρα ακόμη και κάθε εκλογέα, ή λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, στο πλαίσιο όμως μιας δίκαιης δίκης που διασφαλίζει το δικαίωμα ακρόασης για τους ενδιαφερόμενους. Η δικαστική διάγνωση πρέπει να συνεκτιμά το ποια πρόσωπα ασκούν την πραγματική ηγεσία και το modus operandi που εφαρμόζουν. Η κρίση του Α.Π. δεν είναι ποινική, δεν διαπιστώνεται η τέλεση των εγκλημάτων του άρθρου 187 και 187 Α Π.Κ. ή άλλων συναφών ποινικών διατάξεων και δεν επιβάλλεται ποινική κύρωση. Είναι μια αυτοτελής κρίση στο πεδίο του εκλογικού δικαίου, με έννομες συνέπειες που κινούνται στο ίδιο πεδίο και μόνο.
Η πλούσια νομολογία του ΕΔΔΑ για τα πολιτικά κόμματα που στεγάζεται στην ενιαία ρύθμιση του άρθρου 11 της ΕΣΔΑ για σωματεία ή συναφείς οντότητες και κόμματα, αναγνωρίζει περιθώριο εκτίμησης (margin of appreciation) στα κράτη μέρη, εφόσον προφανώς η σχετική νομοθεσία δεν κρίνεται από τα εθνικά δικαστήρια αντίθετη προς το εθνικό Σύνταγμα. Το πρόγραμμα του κόμματος δεν είναι το μόνο κριτήριο για τον προσδιορισμό των σκοπών και προθέσεών του. Κρίσιμη σημασία έχουν οι ενέργειες των μελών της (πραγματικής) ηγεσίας και οι θέσεις που αυτά υποστηρίζουν. Ο μη σεβασμός των δικαιωμάτων που προστατεύει η ΕΣΔΑ είναι ένα πρόσφορο κριτήριο για τη διαμόρφωση της ( αρνητικής για το συγκεκριμένο κόμμα ) κρίσης του εθνικού δικαστηρίου.
Η προσέγγιση αυτή δεν θίγει το εκλογικό δικαίωμα προσώπων που δεν έχουν καταδικαστεί αμετάκλητα, αλλά μόνο σε πρώτο βαθμό ή τελεσίδικα. Σέβεται επομένως τη ρητή πρόβλεψη του άρθρου 51 παρ. 3 εδ. β Συντ. Σέβεται επίσης το τεκμήριο αθωότητος που κάμπτεται όταν εκτελείται μια πρωτοβάθμια ή πολύ περισσότερο μια δευτεροβάθμια απόφασης, αλλά είναι ενεργό ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων έως ότου επιβληθεί αμετάκλητη καταδίκη. Σέβεται επίσης τον κανόνα ne bis in idem καθώς ο περιορισμός συμμετοχής συνδυασμού στις εκλογές είναι μια αυτοτελής δικαστική κρίση με κριτήρια ευρύτερα, σχετικά με την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος και όχι δεύτερη ποινική ή διοικητική ( και μάλιστα οιονεί ποινική) κύρωση κατά συγκεκριμένου προσώπου και για συγκεκριμένες πράξεις για τις οποίες καταδικάστηκε πρωτοδίκως από ποινικό δικαστήριο και για τις οποίες δικάζεται κατ´ έφεση.
Η ευρεία συναίνεση των πολιτικών δυνάμεων και της επιστημονικής κοινότητας, εντέλει δε η εφαρμογή των σχετικών προβλέψεων της εκλογικής νομοθεσίας από ανώτατο δικαστήριο και μάλιστα από τον μείζονα σχηματισμό του, είναι τεκμήρια νομιμοποίησης μιας ερμηνευτικής προσέγγισης που δεν υποκαθιστά το Σύνταγμα, αλλά μετατρέπει τις γενικές και αφηρημένες ρυθμίσεις του σε συγκεκριμένη κανονιστική απάντηση σε συγκεκριμένα πρακτικά ερωτήματα. Στα ερωτήματα αυτά απαντά πρώτος ο νομοθέτης και τελευταίος ο δικαστής. Και οι δυο λαμβάνουν, όσο θέλουν, υπόψη τον επιστημονικό λόγο, πρέπει όμως να κινούνται με την προσοχή, την ευαισθησία και την ισορροπία που επιβάλλει ο σεβασμός της συνταγματικής νομιμότητας που δεν οδηγεί τη φοβική δημοκρατία σε παράλυση και τη μαχόμενη δημοκρατία σε αυθαιρεσίες. -
* Ευάγγελος Βενιζέλος, καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή ΑΠΘ. Γενικός εισηγητής της αναθεώρησης του Συντάγματος του 2001. Πρώην αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης, πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ.