https://www.sakkoulas-online.gr/news/ste-1058-2020-tm-v-mi-nomimi-i-analogiki-efarmogi-tou-arthrou-84-4-n-2238-1994-peri-10etous-paragrafis-se-ypotheseis-fpa/
9 Μαρ 2021
ΣτΕ 1058/2020 Τμ.Β: Μη νόμιμη η αναλογική εφαρμογή του άρθρου 84 § 4 Ν. 2238/1994 περί 10ετούς παραγραφής σε υποθέσεις ΦΠΑ
Με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 57 του Κ.Φ.Π.Α. καθιερώνεται ο κανόνας της πενταετούς παραγραφής της αξίωσης του Δημοσίου προς επιβολή φόρου προστιθέμενης αξίας. Παρέκκλιση από τον κανόνα αυτό εισάγεται με την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, για την περίπτωση υποβολής περιοδικής ή εκκαθαριστικής δήλωσης κατά τη διάρκεια του τελευταίου έτους της παραγραφής, οπότε η σχετική αξίωση του Δημοσίου παραγράφεται μετά τριετία από τη λήξη του έτους υποβολής της δήλωσης. Δεν προβλέπεται, αντιθέτως, η δυνατότητα παρέκτασης της πενταετούς παραγραφής σε άλλες περιπτώσεις, όπως στην περίπτωση που, κατά το τελευταίο έτος αυτής, περιέρχονται στην αρμόδια για τον καταλογισμό του φόρου αρχή στοιχεία που δικαιολογημένα δεν είχε υπόψη της και επί των οποίων στηρίζεται η, κατόπιν ελέγχου, έκδοση πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου προστιθέμενης αξίας.
Αντίστοιχη ρύθμιση δεν περιελήφθη ούτε στην παράγραφο 2 του άρθρου 57 του Κ.Φ.Π.Α., με την οποία προβλέπεται, για τις περιοριστικά απαριθμούμενες στον νόμο περιπτώσεις - μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η ανακρίβεια της δήλωσης που προκύπτει από συμπληρωματικά στοιχεία - η κατ' εξαίρεση δεκαετής παραγραφή των σχετικών φορολογικών αξιώσεων του Δημοσίου. Εξάλλου, δεν είναι δυνατή η, κατ’ αναλογική εφαρμογή του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 4 του άρθρου 84 του Κ.Φ.Ε., παρέκταση της πενταετούς παραγραφής του άρθρου 57 παρ. 1 του Κ.Φ.Π.Α., σε περιπτώσεις που, κατά το τελευταίο έτος αυτής, περιήλθαν σε γνώση της φορολογικής αρχής κρίσιμα στοιχεία, δυνάμενα να στηρίξουν την επιβολή συμπληρωματικού φόρου προστιθέμενης αξίας, λόγω ανακρίβειας της οικείας δηλώσεως.
Τούτο δε διότι, πέραν του ότι τα ζητήματα παραγραφής του δικαιώματος προς καταλογισμό φόρου προστιθέμενης αξίας ρυθμίζονται ειδικώς με τις διατάξεις του άρθρου 57 του Κ.Φ.Π.Α., με συνέπεια να μην καταλείπεται, κατ’ αρχήν, πεδίο αναλογικής εφαρμογής των περί παραγραφής διατάξεων της φορολογίας εισοδήματος, η προμνησθείσα διάταξη του άρθρου 84 του Κ.Φ.Ε., η οποία εντάσσεται συστηματικά στις περί δεκαετούς παραγραφής διατάξεις της φορολογίας εισοδήματος της παραγράφου 4 του άρθρου αυτού, αποτελώντας ειδικότερη ρύθμιση, συμπληρωματική της περιπτώσεως β΄ της αυτής παραγράφου, δεν μπορεί, λόγω και του εξαιρετικού της χαρακτήρα, να τύχει εφαρμογής ούτε για την επιβολή φόρου εισοδήματος μετά την πάροδο της κατά κανόνα προβλεπόμενης και στη φορολογία εισοδήματος πενταετούς παραγραφής.
Το γεγονός, εξάλλου, ότι τυχόν παρέκταση της πενταετούς προθεσμίας παραγραφής θα ήταν, ενδεχομένως, δικαιολογημένη, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες κρίσιμα στοιχεία φορολογικού ενδιαφέροντος τίθενται υπόψη των αρμοδίων αρχών σε χρόνο πλησίον της εκπνοής της προθεσμίας παραγραφής, δεν είναι, ενόψει των συνταγματικών αρχών της νομιμότητας του φόρου και της ασφάλειας δικαίου, επαρκές για την ερμηνευτική συναγωγή αντίστοιχης ρυθμίσεως, για την οποία, αντιθέτως, απαιτείται ρητή και, πάντως, σαφής νομοθετική πρόβλεψη.
Άλλωστε, στις διατάξεις του άρθρου 57 του Κ.Φ.Π.Α. και, συγκεκριμένα, στην παράγραφο 3 αυτού περιελήφθη ρύθμιση περί παρεκτάσεως της προβλεπόμενης από την παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου πενταετούς παραγραφής, σε περίπτωση υποβολής περιοδικής ή εκκαθαριστικής δηλώσεως φόρου προστιθέμενης αξίας κατά το τελευταίο έτος αυτής, με αποτέλεσμα η παράλειψη του νομοθέτη να προβλέψει και άλλες περιπτώσεις παρέκτασης της συνήθους παραγραφής να μην μπορεί να θεωρηθεί ως ακούσια και, κατ' επέκταση, ως δυνάμενη να καλυφθεί με αναλογική εφαρμογή άλλων διατάξεων.
Απόφαση 1058 / 2020 (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 1058/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασπασία Μαγιάκου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Παρασκευή Καλαϊτζή, Αναστασία Περιστεράκη, Λάμπρο Καρέλο, Ανθή Γκάμαρη -Εισηγήτρια Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 4η Δεκεμβρίου 2019 με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Π. Σ. του Δ., κατοίκου ….., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Γεώργιο Παπαγεωργίου, ο οποίος διορίστηκε σύμφωνα με το ν.3226/2004 και την υπ' αριθμ. 322/2018 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου.
Της αναιρεσίβλητης: Ε-Α. Σ. του Π., κατοίκου …., που παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο Σωτηρία Κουμπούλη, η οποία διορίστηκε σύμφωνα με το ν.3226/2004 και την υπ' αριθμ. 288/2019 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12-6-2013 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2135/2014 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου, 2170/2018 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 5-9-2018 αίτησή του και τους από 27-8-2019 πρόσθετους λόγους αυτής. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι, η πληρεξουσία της αναιρεσίβλητης να απορριφθούν, καθένας δε να καταδικασθεί το αντίδικο μέρος στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 5-9-2018 αίτηση και ο από 27-8-2019 πρόσθετος λόγος για αναίρεση της 2170/2018 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, πρέπει να ενωθούν και συνεκδικαστούν, γιατί έτσι διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 246, 573παρ.1ΚΠολΔ). Κατά τη διάταξη του άρθρου 1782 παρ. 1 ΑΚ η διάταξη της διαθήκης είναι ακυρώσιμη, αν είναι προϊόν απειλής που ασκήθηκε παράνομα ή αντίθετα προς τα χρηστά ήθη. Όπως δε προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 150, 151 και 1782 παρ.1 Α Κ για την ακύρωση της διαθήκης που συντάχθηκε υπό το κράτος απειλής, απαιτείται η απειλή να ασκήθηκε παράνομα ή αντίθετα προς τα χρηστά ήθη και στις συγκεκριμένες συνθήκες, να προξενεί φόβο σε γνωστικό άνθρωπο και επιπλέον να εκθέτει σε σπουδαίο και άμεσο κίνδυνο τη ζωή, τη σωματική ακεραιότητα, την ελευθερία, την τιμή, την περιουσία αυτού που απειλήθηκε ή των προσώπων που συνδέονται μαζί του στενότατα, να ήταν δε τέτοια ώστε συνεπεία της απειλής προέβη ο διαθέτης στη σύνταξη της διαθήκης, και να υφίσταται εξακολουθητικά και μετά τη σύνταξη της διαθήκης, μέχρι το θάνατο του διαθέτη, ώστε να μην μπορεί αυτός να την ανακαλέσει (ΑΠ 784/2016). Η απειλή μπορεί να συντελεστεί με οποιοδήποτε μέσο ή τρόπο και σε οποιοδήποτε χρόνο (είτε πριν είτε κατά τη σύνταξη της τελευταίας διάταξης), (ΑΠ 2189/2013) και είναι αδιάφορο αν προέρχεται από τον τιμώμενο με την ακυρώσιμη διαθήκη ή άλλο πρόσωπο. Ως απειλή νοείται η ψυχολογική βία (ΑΠ 784/2016, ΑΠ 731/2014), ενώ δεν υπάρχει απειλή αν ο διαθέτης φοβήθηκε αυθόρμητα ή η διάταξη προήλθε από πειθώ, προτροπές και πιέσεις (ΑΠ 2189/2013). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την εν λόγω διάταξη που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου,του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνον στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και, γενικότερα (στην αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνον το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα, δε, του δικαστηρίου που σχετίζονται με τη συνεκτίμηση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και, ως εκ τούτου, δεν αποτελούν αιτιολογία της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενη ς διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δε δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΓΊολΔ ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση του προσκομιζομένου αντιγράφου της προσβαλλομένης απόφασης, προκύπτει ότι με αυτήν το Εφετείο, μετά από εκτίμηση των αποδείξεων, δέχθηκε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Στις 28 Μαΐου 2012 απεβίωσε στο …. από σηπτική καταπληξία-λοίμωξη αναπνευστικού - γάγγραινα αριστερού κάτω άκρου, σε ηλικία 88 ετών η Δ. Κ. του Χ. και της Α., άγαμη και άτεκνη, η οποία άφησε μόνους πλησιέστερους συγγενείς την ενάγουσα Ε-Α Σ. και τον Χ. Σ., τέκνα του προαποβιώσαντος ανεψιού της Π.Σ. που ήταν τέκνο της προαποβιωσάσης αμφιθαλούς αδελφής της Α. Σ., το γένος Χ. και Α.Κ., Η ως άνω αποβιώσασα, η οποία όσο ζούσε κατοικούσε στο ...σε ιδιόκτητο διαμέρισμα οικοδομής, κειμένης επί της οδού ..., κατέθεσε στη συμβολαιογράφο Αθηνών Παναγιώτα Νασοπούλου-Μπουκόρου, η οποία προσήλθε στην οικία της, όπως προκύπτει από την ... πράξη κατάθεσης διαθήκης της τελευταίας, την από 30 Ιουνίου 2010 ιδιόγραφη διαθήκη της, που δημοσιεύθηκε με τα υπ' αριθμ. 1797/15-3-2013 πρακτικά συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Με τη διαθήκη της αυτή εγκατέστησε ως κληρονόμο επί όλης της περιουσίας της τον εναγόμενο Π. Σ. του Δ., εν διαστάσει σύζυγο της ενάγουσας. Ειδικότερα, η ενάγουσα και ο εναγόμενος είχαν τελέσει πολιτικό γάμο στις 10-4-2009 και διέμεναν στο …. σε διαμέρισμα ιδιοκτησίας της ενάγουσας επί οικοδομής κειμένης επί της …., παραπλεύρως της κατοικίας της αποβιώσασας. Πριν, όμως να συμπληρώσουν ένα έτος κοινής συμβίωσης, λόγω έντονων προβλημάτων που αντιμετώπιζαν, κυρίως εξαιτίας του βίαιου, απαιτητικού και επιθετικού χαρακτήρα του εναγομένου, αποφάσισαν τη λύση του γάμου τους και από τον Φεβρουάριο του 2010 ήλθαν σε διάσταση. Επειδή, όμως, ο εναγόμενος δεν είχε εργασία και εισοδήματα, ενώ και κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης συντηρούνταν από την ενάγουσα, που εργαζόταν, απαιτώντας μάλιστα από αυτή συνεχώς με τρόπο βίαιο χρήματα, προκειμένου να τα δαπανά σε τυχερά παίγνια, όταν αποχώρησε από τη συζυγική στέγη ζήτησε από την ηλικιωμένη θεία της συζύγου του Δ. Κ., που διέμενε μόνη της στη διπλανή οικοδομή, να τον φιλοξενήσει για λίγες ημέρες στην οικία της γιατί δεν είχε που αλλού να μείνει, καθότι και με την οικογένειά του δεν διατηρούσε καλές σχέσεις και εκείνη δέχθηκε, αφού τη διαβεβαίωσε ότι θα μείνει μέχρι να εξομαλυνθεί η σχέση του με την ενάγουσα. Έκτοτε, όμως, ο εναγόμενος εγκαταστάθηκε μόνιμα στην οικία της Δ. Κ. και συντηρούνταν από την ίδια με το εισόδημα της-σύνταξής της, ενώ συνέχισε να δημιουργεί βίαια επεισόδια σε βάρος της ενάγουσας ανεψιάς της, όπως αποδεικνύεται και από την 5306/279- 2016 αμετάκλητη απόφαση του Γ' Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, με την οποία καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης ενός έτους σοβαρών προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε, άρχισε να ζητά από αυτή επίμονα να του "γράψει" την περιουσία της, ενώ ταυτόχρονα προσπάθησε με βίαιο τρόπο και πέτυχε να αποκόψει την επικοινωνία της με την ενάγουσα, που ήταν και η μοναδική συγγενής της, που διέμενε δίπλα της και μέχρι τότε τη φρόντιζε και της συμπαραστεκόταν στα προβλήματά της και να την απομονώσει πλήρως, ώστε να την έχει υπό τη συνεχή επιρροή του. Για να κάμψει δε τις αντιρρήσεις της τον Μάιο του 2010 την απείλησε στην οικία της, όπου διέμενε και ο ίδιος, με τη φράση "θα μου τα γράψεις όλα αλλιώς θα σας θάψω, θα σας βρουν σε χαντάκι", εννοώντας ότι θα σκοτώσει αυτήν και την ενάγουσα, όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα και αποδείχθηκε από την κατάθεση του αυτήκοου μάρτυρα της Μ. Ά.. Η γνωστοποίηση της απειλής αυτής στη διαθέτιδα ότι θα υποστεί ορισμένο κακό η ίδια ή η ανεψιά της αν δεν προβεί στην δικαιοπρακιτκή βούληση, που της υπαγόρευε ο απειλών εναγομενος, σε συνάρτηση με την προηγουμένη απειλητική, βίαιη και εξυβριστική συμπεριφορά του εναγομένου προς την ενάγουσα, επέφερε το αποτέλεσμα της. Κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, που λαμβάνει υπόψη και τα διδάγματα της κοινής πείρας (336 παρ.4 ΚΠολΔ), ενόψει και της μεγάλης ηλικίας, της κατάστασης της υγείας της απειλουμένης και του γεγονότος ότι ήταν απομονωμένη και ανυπεράσπιστη, η ανωτέρω απειλή ήταν πράγματι σοβαρή και ικανή, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, να δημιουργήσει φόβο σε έμφρονα άνθρωπο και να εκθέσει σε άμεσο κίνδυνο τη ζωή και την σωματική ακεραιότητα της απειλούμενης, η οποία βρισκόταν στην εξουσία του απειλούντος αναγκαστικού συγκατοίκου της. Η ίδια απειλή ασκήθηκε παρανόμως και εναντίον των χρηστών ηθών, αφενός διότι δεν υφίστατο δικαίωμα του απειλούντος να εκβιάσει από την απειλούμενη τη σχετική δήλωση βουλήσεως, επισείοντας το κακό που θα προξενούσε σε αυτή και την ανεψιά της και αφετέρου διότι, κατά τις κρατούσες περί ηθικής αντιλήψεις, δεν ήταν επιτρεπόμενο και πρέπον να χρησιμοποιηθεί προκειμένου η απειληθείσα να προβεί σε δήλωση βουλήσεως. Ούτε είναι δυνατόν να υποτεθεί ότι η παροχή φροντίδων στη διαθέτιδα, που συνέχονται με τη φιλοξενία και τη συγκατοίκηση, όπως η αγορά και προμήθεια τροφίμων και καταναλωτικών αγαθών με. δικά της χρήματα για να διατραφούν και να συντηρηθούν και οι δύο ή η συνοδεία κατά τη μεταφορά της, επίσης με δικά της χρήματα, στο γιατρό ή στο νοσοκομείο, που παρέχονται από ηθικό καθήκον προς τον ευεργετήσαντα, μπορεί να αντισταθμισθεί με την περιουσία της απειληθείσας διαθέτιδας, την οποία ( περιουσία) γνώριζε ο απειλών ότι η διαθέτιδα την προόριζε για τους πλησιέστερους συγγενείς της, μεταξύ των οποίων ήταν και η ενάγουσα,, που από ηλικία τεσσάρων ετών είχε η ίδια αναθρέψει και η οποία την περιποιούνταν και την φρόντιζε πριν εισβάλλει στη ζωή τους ο εναγόμενος. Εξάλλου, το γεγονός ότι η διαθέτιδα συνέταξε με δύο σειρές την επίδικη διαθήκη της, ορίζοντας - κληρονόμο σε όλη την περιουσία της τον εναγόμενο "για τις φροντίδες του", τις οποίες ουδόλως εξειδικεύει και δη μόλις τέσσερις μήνες μετά την εγκατάσταση αυτού στην οικία της και πριν ακόμη προλάβει να διαπιστώσει τις οποιεσδήποτε φροντίδες του προς το πρόσωπο της και σε χρόνο που είχε ακόμη η ίδια τη δυνατότητα να ικανοποιεί, με τη βοήθεια και της ανεψιάς της, επαρκώς τις καθημερινές, άμεσες βιολογικές και βιοτικές ανάγκες της, συνηγορεί στο ότι η επίδικη διάταξη τελευταίας βουλήσεως δεν αποτέλεσε αντιστάθμισμα προς τις μέχρι τότε φροντίδες του εναγομένου, στον οποία εξάλλου η διαθέτιδα παρείχε στέγη και διατροφή και ως εκ τούτου είχε ηθική υποχρέωση να συνεισφέρει και αυτός κάποιες υπηρεσίες στην οικία που διέμενε, αλλά προϊόν εξαναγκασμού της διαθέτιδας και κάμψεως της αληθινής βούλησής της με απειλή κατά της ζωής της ίδιας και της ανεψιάς της και της σωματικής τους ακεραιότητας. Το καθεστώς φόβου, ανησυχίας και απομόνωσης, στο οποίο περιήλθε η διαθέτιδα εξαιτίας των πράξεων βίας και απειλών του εναγομένου προς την ίδια και την ανεψιά της, διήρκησε μέχρι το θάνατο της, που επισυνέβη την 28-5-2012, αφού μέχρι τότε ο εναγόμενος δεν έπαυσε να δημιουργεί επεισόδια σε βάρος της ενάγουσας, στην επί της οδού …. οικία της διαθέτιδας, όπως αποδείχθηκε από τις καταθέσεις του μάρτυρα της ενάγουσας σε συνδυασμό με τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από αυτή από 26-5-2011, 7-7-2011 και 9-7-2011 καταχωρίσεις στο Βιβλίο Αδικημάτων και Συμβάντων του Αστυνομικού Τμήματος ….. από τις οποίες προκύπτει ότι η ενάγουσα κατήγγειλε στις 24-5- 2011, στις 6-6-2011, στις 13-6-2011 και στις 5-7-2011 τον εναγόμενο για πράξεις ενδοοικογενειακής βίας, εξύβρισης, συκοφαντικής δυσφήμισης και σωματικές βλάβες, που διέπραξε σε βάρος της, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα. Ούτε από το περιεχόμενο των ένορκων βεβαιώσεων που προσκόμισε ο εναγόμενος αποδεικνύεται το αντίθετο, δοθέντος ότι δεν καταδεικνύεται από αυτές ότι δεν ασκήθηκε από τον εναγόμενο στην κληρονομούμενη ψυχολογική βία, ώστε να συντάξει την ευνοϊκή για αυτόν διαθήκη. Από τα ανωτέρω αποδεικνύεται ότι η από 30-6-2010 ιδιόγραφη διαθήκη της Δ.Κ., ήταν προϊόν συνεχούς απειλής του εναγομένου, χωρίς την οποία η διαθέτιδα δεν θα διατύπωνε τη διάταξη, απειλή που δεν παρήλθε μέχρι το θάνατο της και για το λόγο αυτό η διαθέτης δεν μπόρεσε να ανακαλέσει τη διαθήκη της. Επομένως, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να γίνει, δεκτή κατ ' ουσία ως προς το διαπλαστικο αίτημά της, να κηρυχθεί άκυρη η από 30-6-2010 ιδιόγραφη διαθήκη της αποβιωσάσης Δ. Κ.".
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε ως κατ' ουσίαν βάσιμη την αγωγή της ενάγουσας- αναιρεσίβλητης, κατά το μέρος που ενδιαφέρει, για ακύρωση της επίμαχης διαθήκης λόγω απειλής της διαθέτιδας , μετά από την παραδοχή κατ'ουσίαν έφεσης του εναγομένου-αναιρεσείοντος κατά της πρωτόδικης απόφασης και εξαφάνισης της τελευταίας, που δικάζοντας ερήμην του εναγομένου είχε κάνει δεκτή την αγωγή λόγω του τεκμηρίου της ομολογίας. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεχόμενο την αγωγή, δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, αφού διέλαβε σε αυτήν πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή εφαρμογή των προαναφερόμενων στην αρχή της παρούσας διατάξεων ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 150, 151 και 1782 παρ' 1 ΑΚ, αναφορικά με το ουσιώδες ζήτημα της απειλής, το περιεχόμενο και τη σπουδαιότητα της απειλής, το ότι ασκήθηκε παράνομα και εναντίον των χρηστών ηθών και τον ουσιώδη σύνδεσμο της με την κατάρτιση της επίμαχης διαθήκης και ότι διήρκεσε εξακολουθητικά και μετά την κατάρτιση της διαθήκης και μέχρι το θάνατο της διαθέτιδας. Επομένως, ο τέταρτος λόγος αναίρεσης από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο ο υποστηρίζονται τα αντίθετα και ο αναιρεσείων αποδίδει την πλημμέλεια των ανεπαρκών και αντιφατικών αιτιολογιών είναι αβάσιμος.
Από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 150, 151 και 1782 παρ. 1 ΑΚ σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 118 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι αναγκαία στοιχεία για την πληρότητα και το ορισμένο αγωγής περί ακύρωσης διαθήκης λόγω απειλής, είναι, εκτός άλλων , (ονοματεπώνυμο διαθέτη, τόπος και χρόνος θανάτου αυτού , η διαθήκη που έχει συνταχθεί από αυτόν), τα περιστατικά και η σπουδαιότητα αυτών που συνιστούν την απειλή σε βάρος του διαθέτη παράνομα και αντίθετα στα χρηστά ήθη, από τον τιμώμενο ή άλλο πρόσωπο, κατά το χρόνο της σύνταξης της διαθήκης πριν το απειλούμενο κακό (ο σπουδαίος και άμεσος κίνδυνος), μεταξύ άλλων, για τη ζωή ή τη σωματική ακεραιότητα ίου ιδίου του διαθέτη ή προσώπου που συνδέεται με αυτόν στενά, και ο αιτιώδης σύνδεσμος της απειλής με την σύνταξη της διαθήκης, καθώς και ότι η απειλή συνεχίστηκε εξακολουθητικά και μετά τη σύνταξη της διαθήκης και μέχρι το θάνατο του διαθέτη. Εξάλλου, η ποιοτική αοριστία της αγωγής, δηλαδή η επίκληση των στοιχείων του νόμου, χωρίς αναφορά περιστατικών, και η ποσοτική αοριστία , δηλαδή η μη αναφορά όλων των στοιχείων που απαιτούνται κατά νόμο για τη θεμελίωση του αιτήματος της αγωγής, ελέγχονται από τους αριθ. 8 και 14 αντίστοιχα, του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 15/2000), αν το δικαστήριο έκρινε ορισμένη την αγωγή, λαμβάνοντας υπόψη γεγονότα που δεν αναφέρονται σ' αυτήν ή αντίθετα 'έκρινε αόριστη την αγωγή μη λαμβάνοντας υπόψη τέτοια γεγονότα. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την κατ' άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της από 12-6-2013 αγωγής της αναιρεσίβλητης περί ακύρωσης της επίμαχης διαθήκης λόγω απειλής της διαθέτιδας, περιλαμβάνονται σ' αυτήν όλα τα παραπάνω απαιτούμενα για την πληρότητα του δικογράφου αυτής στοιχεία, μεταξύ των οποίων και ο χρόνος κατά τον οποίον έλαβαν χώρα οι αναφερόμενες διαδοχικά απειλές μέχρι τη σύνταξη της διαθήκης, αφού με αναφερόμενο ως αφετήριο χρόνο το Φεβρουάριο του 2010 που έλαβε χώρα η διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων και η αποχώρηση του αναιρεσείοντος από τη συζυγική οικία και η εγκατάσταση αυτού στην οικία της διαθέτιδας, εκτίθενται ακολούθως στην αγωγή περιστατικά που συνιστούν απειλή (σοβαρή) της διαθέτιδας μέχρι τη σύνταξη της διαθήκης (30-6-2010) με το χρονικό προσδιορισμό των απειλών εξακολουθητικά "λίγες ημέρες αργότερα", ενώ επίσης αναφέρεται ότι οι απειλές ,κατά της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας τόσο της διαθέτιδας όσο και της ενάγουσας ήταν συνεχείς, χωρίς να είναι αναγκαίος ο ακριβής ημερολογιακός προσδιορισμός , ενώ επίσης εκτίθεται στην αγωγή ότι η απειλές εξακολούθησαν και μετά τη σύνταξη της διαθήκης και μέχρι το θάνατο της διαθέτιδας. Επομένως, η ένδικη αγωγή ήταν ορισμένη, ενώ για το κύρος της δεν απαιτείτο η έκθεση περιστατικών ως προς την υγεία της διαθέτιδας.
Συνεπώς οι τα αντίθετα υποστήριζοντες δεύτερος και τρίτος λόγοι αναίρεσης από τους αριθ. 14 και 8 αντίστοιχα του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια τη μη κήρυξης του δικογράφου της αγωγής ως απαραδέκτου λόγω αοριστίας, όπως τον ισχυρισμό αυτόν είχε προτείνει ο αναιρεσείων με τον πρώτο λόγο έφεσής του ενώπιον του Εφετείου, είναι αβάσιμοι.
Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα", κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοούνται οι νόμιμοι, παραδεκτοί, ορισμένοι και λυσιτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και, συνακόλουθα, στηρίζουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης, αντένστασης ή λόγου έφεσης, όχι, όμως, και οι μη νόμιμοι, απαράδεκτοι, αόριστοι και αλυσιτελείς ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και στους οποίους το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, ούτε οι αιτιολογημένες αρνήσεις και οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, έστω και αν προτείνονται ως λόγοι έφεσης (ΟλΑΠ 14/2004), καθώς και περιστατικά επουσιώδη ή που εκ περισσού εκτίθενται, ούτε η λήψη υπόψη από το δικαστήριο διευκρινιστικών απλώς περιστατικών που προέκυψαν από τις αποδείξεις, μολονότι δεν είχαν περιληφθεί στην ιστορική βάση της αγωγής κλπ., εφόσον δεν επέρχεται μεταβολή της (ΑΠ 74/2018). Επίσης, δεν αποτελούν "πράγματα" και τα επικαλούμενα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα και, πολύ περισσότερο, η αξιολόγηση από το δικαστήριο του περιεχομένου των εγγράφων και των λοιπών αποδεικτικών μέσων (ΑΠ 74/2018, ΑΠ 841/2017). Δεν ιδρύεται ο λόγος αν το Δικαστήριο έλαβε υπόψη γεγονότα προκύψαντα από τις αποδείξεις, μη διαλαμβανόμενα στην ιστορική βάση της αγωγής, αν δεν επέρχεται μεταβολή της (ΑΠ 50/2008). Με τον πρώτο λόγο αναίρεσης προβάλλεται η από τον αριθ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αιτίαση, ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφασή του α) ότι το χρονικό διάστημα από 21 έως 25 Μαΐου 2010 ο αναιρεσείων τέλεσε το αδίκημα της ενδοοικογενειακής βίας σε βάρος της αναιρεσίβλητης στην οικία της διαθέτιδας προκειμένου να αναγκάσει την πρώτη να του δώσει χρήματα για να τα αναλώσει σε τυχερά παίγνια και β) ότι το Μάιο του 2010 ο αναιρεσείων απείλησε τη διαθέτιδα στην οικία της με τη φράση "θα μου τα γράψεις όλα αλλιώς θα σα θάψω, θα σας βρουν σε χαντάκι", εννοώντας ότι θα σκοτώσει αυτήν και την αναιρεσίβλητη, ενώ κανένας από τους ισχυρισμούς αυτούς δεν αναφέρεται στην αγωγή, προκειμένου να θεμελιωθεί η απειλή. Όπως, όμως, προκύπτει από την επιτρεπτή επισκόπηση της ένδικης αγωγής, όπως αναφέρεται και αμέσως παραπάνω, σε αυτήν γίνεται σαφής αναφορά του υπό στοιχείο β' ισχυρισμού, δηλαδή, των πραγματικών περιστατικών που στηρίζουν αυτόν και αναφορικά με το χρόνο που έλαβαν χώρα τα επικαλούμενα περιστατικά μέχρι τη σύνταξη της διαθήκης, με το χρονικό προσδιορισμό "λίγες ημέρες αργότερα", όπως αναλυτικά εκτέθηκε στους αμέσως παραπάνω λόγους, αναφορικά με την επικαλούμενη αοριστία του δικογράφου της αγωγής, ενώ αναφορικά με τον υπό στοιχείο α' ισχυρισμό , που δεν διαλαμβάνεται στην αγωγή και τον ειδικότερο προσδιορισμό του χρόνου που έλαβαν χώρα οι επικαλούμενες απειλές, ενόψει του ότι, όπως προεκτέθηκε, στην αγωγή γίνεται αναφορά για συνεχείς απειλές από τον αναιρεσείοντα για τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα της διαθέτιδας και της αναιρεσίβλητης, ορθά τα ανωτέρω περιστατικά λήφθηκαν υπόψη από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, ως προκύψαντα ειδικότερα από τις αποδείξεις, εφόσον αυτά δεν μεταβάλλουν την ιστορική βάση της αγωγής.
Συνεπώς, ο τ' αντίθετα υποστηρίζων πρώτος λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος.
Από τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 'έως 340 και 346 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο, για να σχηματίσει τη δικανική πεποίθησή του, ως προς τη βασιμότητα ή μη των προβαλλόμενων από τους διαδίκους πραγματικών γεγονότων, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη όλα τα νόμιμα αποδεικτικά μέσα, τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα οι διάδικοι για άμεση ή έμμεση απόδειξη, χωρίς να είναι ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση του καθενός από αυτά, κατ' αντιδιαστολή προς τα άλλα αποδεικτικά μέσα, τα οποία φέρονται ότι λήφθηκαν υπόψη προς σχηματισμό της κρίσης του. Δεν αποκλείεται το δικαστήριο της ουσίας να μνημονεύει και να εξαίρει μερικά από τα αποδεικτικά μέσα, λόγω της κατά την ελεύθερη κρίση του, μεγαλύτερης σημασίας τους, αρκεί να καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο, από το όλο περιεχόμενο της απόφασης, ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα ία οποία επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 11γ ΚΠολΔ, υπό την αποκλειστική προϋπόθεση ότι το πραγματικό γεγονός, το οποίο επικαλείται ο διάδικος, ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, αφού μόνο ένα τέτοιο (ουσιώδες) γεγονός, καθίσταται αντικείμενο απόδειξης (ΟλΑΠ 2/2008, ΟλΑΠ 14/2005). Εξάλλου, επί παραπόνου για μη λήψη υπόψη αποδεικτικών μέσων, που προσκομίστηκαν με επίκληση, πρέπει για το παραδεκτό του λόγου αυτού, να εξειδικεύονται στο αναιρετήριο τα αποδεικτικά μέσα, να προσδιορίζεται το περιεχόμενο τους και το παραδεκτό της προσαγωγής τους, να καθορίζεται ο ισχυρισμός το βάσιμο ή αβάσιμο του οποίου θα αποδεικνυόταν με τα αποδεικτικά αυτά μέσα, καθώς και οι λόγοι για τους οποίους ο ισχυρισμός αυτός ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Για τον έλεγχο όμως της ουσιαστικής βασιμότητας του λόγου αυτού αναίρεσης είναι αναγκαία η προσκόμιση των αποδεικτικών μέσων, που αφορά η σχετική αναιρετική αιτίαση, προκειμένου να διακριβωθεί το επικαλούμενο περιεχόμενο αυτών, με βάση το οποίο θα ελέγχει η μη λήψη του από το δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 293/2016). Με τον έβδομο λόγο αναίρεσης, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθ. 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνιστάμενη στο ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν με επίκληση από τον αναιρεσείοντα με τις προτάσεις του στη δευτεροβάθμια δίκη , μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση , προς απόδειξη του ισχυρισμού του περί έλλειψης απειλών εκ μέρους του αναιρεσείοντος μέχρι το θάνατο της διαθέτιδας και, ειδικότερα, ότι δεν έλαβε υπόψη: α) την με αρ.πρωτ. ΚΕΠ0701Π /Φ.405166/ 1850/17-2-2012 βεβαίωση υποβολής αιτήματος "Απογραφή δικαιούχων προνοιακών επιδομάτων" , για τη διαθετιδα, όπου καταγράφεται ως πληρεξούσιος της ο αναιρεσείων και β) την από 1-5- 2012 υπεύθυνη δήλωση της διαθέτιδας του άρθρου 8 Ν 1599/1986 με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής όπου καθιστά τον αναιρεσείοντα υπεύθυνο για την ιατρική και νοσοκομειακή περίθαλψή της. Όπως όμως προκύπτει από την στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης ενυπάρχουσα διαβεβαίωση ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα νόμιμα με επίκληση από τους διαδίκους προσαχθέντα έγγραφα, μέχρι του πέρατος της συζήτησης, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, σε συνδυασμό και προς το σύνολο των αιτιολογιών της, καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι το Εφετείο κατέληξε στο πιο πάνα) αποδεικτικό του πόρισμα, αφού έλαβε υπόψη του και τα προαναφερόμενα έγγραφα, χωρίς να είναι υποχρεωμένο να κάνει μνεία ή χωριστή αξιολόγηση καθενός από αυτά και ουδεμία αμφιβολία δημιουργείται για τη συνεκτίμησή τους με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα. Επομένως, ο πιο πάνω λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 10 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, δέχτηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο δέχεται "πράγματα" χωρίς να έχει προσκομιστεί για αυτά οποιαδήποτε απόδειξη ή όταν το δικαστήριο δεν εκθέτει στην απόφασή του, έστω και γενικά, από ποια αποδεικτικά μέσα έχει αντλήσει την απόδειξη για τα "πράγματα" που δέχθηκε ως αληθινά,. "Πράγματα" δε είναι οι νόμιμοι, παραδεκτοί, ορισμένοι και λυσιτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και, συνακόλουθα, στηρίζουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης, αντένστασης ή λόγου έφεσης, όχι όμως και οι αιτιολογημένες αρνήσεις τους, ούτε οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων. Συγκεκριμένα, δεν απαιτείται να αξιολογείται στην απόφαση κάθε αποδεικτικό μέσο ειδικά και χωριστά ή να εξειδικεύονται τα έγγραφα ή να γίνεται διάκριση ποια από αυτά λαμβάνονται υπόψη για άμεση και ποια για έμμεση απόδειξη (ΑΠ 1597/2018, ΑΠ 638/2016,). Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, όταν από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το δικαστήριο σχημάτισε την κρίση του από τα μνημονευόμενα σ' αυτή (απόφαση) αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 638/2016). Ο ίδιος λόγος δεν ιδρύεται, όταν το δικαστήριο, ύστερα από εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν με επίκληση, καταλήξει σε, έστω και εσφαλμένη, για τα "πράγματα", κρίση, η οποία είναι αναιρετικά ανέλεγκτη (ΑΠ 677/2015). Με τον έκτο λόγο αναίρεσης, κατά το κύριο σκέλος, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθ. 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, που συνίσταται στο ότι το Εφετείο δέχθηκε ως αληθή τον ισχυρισμό της αναιρεσίβλητης ότι το Μάιο του 2010 ο αναιρεσείων απείλησε τη διαθέτιδα με τη φράση " θα μου τα γράψεις όλα αλλιώς θα σας θάψω, θα σας βρούν σε χαντάκι", εννοώντας ότι αυτός θα σκοτώσει τη διαθέτιδα και την αναιρεσίβλητη, χωρίς όμως απόδειξη ως προς την αλήθεια του. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον όπο)ς προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση , το Εφετείο κατέληξε στο προαναφερόμενο πόρισμα ύστερα από εκτίμηση όλων των αποδείξεων που προσκομίστηκαν νόμιμα από τους διαδίκους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ).
Κατά το άρθρο 559 αρ.11 περ. α' ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει. Για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός αναίρεσης, πρέπει να προσδιορίζεται στο αναιρετήριο το αποδεικτικό αυτό μέσο, που παρανόμως λήφθηκε υπόψη και ο λόγος για τον οποίο δεν έπρεπε να ληφθεί, να προβάλλεται δε ισχυρισμός ότι το απαράδεκτο αυτό προτάθηκε από τον αναιρεσείοντα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις αναφερόμενες στο άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ εξαιρετικές περιπτώσεις (ΑΠ 374/2019). Εξάλλου, ο πιο πάνω λόγος αναίρεσης δεν ιδρύεται αν η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίχθηκε κυρίως σε άλλα νόμιμα αποδεικτικά μέσα και μόνο επικουρικά σε κάποιο μη νόμιμο αποδεικτικό μέσο, το οποίο δεν άσκησε ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 374/2019). Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.11 περ. β' ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης ιδρύεται (και) αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις, που δεν προσκομίσθηκαν. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, σε συνδυασμό και προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237 παρ.1, 346, 453 παρ.1 και 524 παρ.1 ΚΠολΔ, ως αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν νοούνται και εκείνες που προσκόμισε ο διάδικος, χωρίς να τις επικαλεσθεί με τις προτάσεις του κατά τρόπο ειδικό, σαφή και ορισμένο, ώστε να προκύπτει η ταυτότητα του επικαλούμενου αποδεικτικού μέσου. Η δε σχετική επίκληση μπορεί να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζήτησης, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, είτε με αναφορά αυτών σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζόμενων προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, στις οποίες γίνεται ειδική, σαφής και ορισμένη επίκληση του αποδεικτικού μέσου, κατά αναλογική εφαρμογή του άρθρου 240 ΚΠολΔ, που αφορά μεν τον τρόπο επαναφοράς ισχυρισμών, πλην όμως εφαρμόζεται και για την επίκληση αποδεικτικών μέσων, όπως γίνεται παγίως δεκτό στη νομολογία για την ταυτότητα του νομικού λόγου (ΟλΑΠ 14/2005). Εξάλλου, ο παραπάνω λόγος δεν ιδρύεται αν η προσβαλλόμενη απόφαση στη ρίχθηκε, κυρίως σε άλλα νόμιμα αποδεικτικά μέσα και μόνο, επικουρικά, σε κάποιο αποδεικτικό μέσο , το οποίο δεν είχε προσκομισθεί με επίκληση (ΑΠ 753/2019).
Με τους έκτο, κατά το επικουρικό σκέλος, και όγδοο λόγους της αναίρεσης, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.11 α' ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το Εφετείο, προκειμένου να θεμελιώσει την κρίση του για απειλή σε βάρος της διαθέτιδας και της αναιρεσίβλητης μέχρι τη σύνταξη της διαθήκης και την εξακολούθηση αυτής μέχρι και το θάνατο της διαθέτιδας έλαβε υπόψη, παρά το νόμο, ως δικαστικό τεκμήριο την ένορκη κατάθεση ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου του μάρτυρα της αναιρεσίβλητης Μ. Ά. , η οποία όμως κατάθεση λήφθηκε παρά το νόμο , αφού το τελευταίο δεν μπορούσε να στηρίξει την απόφασή του , ούτε στήριξε αυτήν , σε αποδεικτικά μέσα λόγω του εκ της ερημοδικίας του εναγομένου - αναιρεσείοντος τεκμηρίου ομολογίας. Επίσης, με τον πέμπτο λόγο της αναίρεσης , αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 11 β ΚΠολΔ με την αιτίαση ότι το Εφετείο, προκειμένου να θεμελιώσει την κρίση του για απειλή εκ μέρους του αναιρεσείοντος κατά τα ανωτέρω, έλαβε υπόψη τις από 26-5-2011, 7-7-2011 και 9-7- 2011 καταχωρήσεις στο βιβλίο Αδικημάτων και Συμβάντων του Αστυνομικού Τμήματος…. , κατά τις οποίες η αναιρεσίβλητη κατήγγειλε στις 24-5-2011, 6-6-2011, 13-6-2011 και 5-7-2011 τον αναιρεσείοντα για πράξεις ενδοοικογενεικής βίας, εξύβρισης, συκοφαντικής δυσφήμισης και σωματικές βλάβες που φέρεται ότι διέπραξε αυτός σε βάρος της κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, χωρίς όμως να έχει γίνει νόμιμη επίκληση των αποδεικτικών αυτών μέσων από την αναιρεσίβλητη. Οι λόγοι αυτοί είναι απορριπτέοι, προεχόντως, ως αβάσιμοι, καθόσον το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, συνήγαγε ανέλεγκτα το αποδεικτικό του πόρισμα για την παραδοχή της αγωγής της ακύρωσης της διαθήκης λόγω απειλής της διαθέτιδας, κυρίως, από τα άλλα νόμιμα , επαρκή και με νόμιμη επίκληση, προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα (ένορκες καταθέσεις μαρτύρων των διαδίκων ενώπιον του Εφετείου, εκ των οποίων της αναιρεσίβλητης είναι ο ίδιος μάρτυρας Μ. Ά. που κατέθεσε και ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, έγγραφα κλπ), και όχι μόνον από την ανωτέρω κατάθεση ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου του εν λόγω μάρτυρα, που λήφθηκε ως δικαστικό τεκμήριο, ούτε από τα πιο πάνω έγγραφα από το βιβλίο Αδικημάτων και Συμβάντων του παραπάνω Αστυνομικού Τμήματος, τα οποία συνεκτιμήθηκαν με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα.
Ο λόγος αναίρεσης που προβλέπεται από το άρθρο 559 αριθ. 20 ΚΠολΔ ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας παραμόρφωσε το περιεχόμενο "αποδεικτικού", κατά την έννοια των άρθρων 339 και 432 επ. του ίδιου Κώδικα, εγγράφου. Τούτο συμβαίνει, όταν, από εσφαλμένη ανάγνωση του εγγράφου ή από παράλειψη ανάγνωσης κρίσιμου μέρους του, δέχτηκε, ότι περιέχει περιστατικά, με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιέχει, Αντίθετα, ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας συνάγει από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ως ορθό, καθόσον πρόκειται, τότε, για παράπονο ως προς την εκτίμηση γεγονότων, που εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου. Πάντως, για να θεμελιωθεί ο παραπάνω λόγος αναίρεσης, θα πρέπει, επιπλέον, το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμόρφωσε, όχι δε και όταν έχει συνεκτιμήσει απλώς το έγγραφο αυτό, μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να το εξαίρει, αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος (ΟλΑΠ 2/2008). Εξάλλου, ο λόγος αυτός είναι αόριστος, αν δεν παρατίθεται, κατά λέξη, στο αναιρετήριο το ακριβές περιεχόμενο του εγγράφου και το περιεχόμενο που δέχθηκε το δικαστήριο, ο ουσιώδης πραγματικός ισχυρισμός, για την απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου χρησιμοποιήθηκε το έγγραφο, καθώς και το επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα συμπέρασμα, στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο της ουσίας εξαιτίας της παραμόρφωσης, σε σχέση με τη συνδρομή ή μη ορισμένων πραγματικών γεγονότων (ΑΠ 1167/2019). Παράλληλα, ο αναιρεσείων έχει την υποχρέωση να προσκομίσει στον Άρειο Πάγο το έγγραφο, που φέρεται κατά τους ισχυρισμούς του ότι έχει παραμορφωθεί, προκειμένου να εκτιμηθεί, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, το περιεχόμενο του , για τη διαπίστωση της βασιμότητάς του από το άρθρο 559 αριθ. 20 του ΚΠολΔ λόγου αναίρεσης, αλλιώς ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος ως αναπόδεικτος (ΑΠ 1167/2019). Με το μοναδικό πρόσθετο λόγο αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθ. 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, που συνίσταται στο ότι το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο της 5306/27-9-2016 απόφασης του Γ' Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, με την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης ενός έτους για το αδίκημα της ενδοοικογενειακής σωματικής βίας που τέλεσε σε βάρος της αναιρεσίβλητης κατά το χρονικό διάστημα από 21-25 Μαρτίου 2010, με το να δεχθεί ότι η τέλεση του εν λόγω αδικήματος έγινε "στην επί της οδού …. οικία της διαθέτιδας στο ….., ενώ σύμφωνα με την απόφαση η τέλεση του αδικήματος έλαβε χώρα "στην κοινή τους οικία με την αναιρεσίβλητη επί της οδού ….στο …. και όχι στην οικία της διαθέτιδας, την οποία (απόφαση) ανέγνωσε λανθασμένα ως προς τούτο. Ο λόγος αυτός είναι προεχόντως αβάσιμος, διότι όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το περιεχόμενο της οποίας προεκτέθηκε, το Εφετείο, δεν στήριξε το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο "ως προς το εν λόγω ζήτημα του ακριβούς τόπου της τέλεσης του αδικήματος" στο φερόμενο ως παραμορφωθέν κατά τούτο έγγραφο, αλλά το συνεκτίμησε με άλλα αποδεικτικά μέσα. Σε κάθε περίπτωση το εν λόγω στοιχείο του ακριβούς τόπου (οικίας διαθέτιδας ή όμορης οικίας των διαδίκων) της τέλεσης του αδικήματος δεν ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και ο πρόσθετος λόγος αναίρεσης. Θέμα εισαγωγής παραβόλου στο δημόσιο ταμείο σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ , όπως ισχύει, δεν τίθεται, διότι τέτοιο δεν κατατέθηκε από τον αναιρεσείοντα ως δικαιούχο νομικής βοήθειας με την 223/2018 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διευ/νσης του Εφετείου Αθηνών, κατά τις διατάξεις του ν. 3226/2004 και ν.4274/2014. Ούτε επίσης τίθεται θέμα επιβολής δικαστικών εξόδων σε βάρος του ηττηθέντος αναιρεσείοντος, ελλείψει σχετικού αιτήματος εκ μέρους της αναιρεσίβλητης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 5-9-2018 αίτηση του Π. Σ. και τον από 27-8-2019 πρόσθετο λόγο για αναίρεση της 2170/2018 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 30 Ιουνίου 2020.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 15 Οκτωβρίου 2020.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ