Ανάρτηση Ευ. Βενιζέλου - σε συνέχεια της χθεσινής [10.7.2025]

11 Ιουλίου 2025
Σε απάντηση των αναφορών του Υπουργού Εξωτερικών Γιώργου Γεραπετρίτη στη χθεσινή ανάρτησή του ο Ευάγγελος Βενιζέλος έκανε το ακόλουθο σχόλιο:
Αναφέρθηκα χθες στο γεγονός ότι η κυβέρνηση προκειμένου να δικαιολογήσει την τροπολογία που κατέθεσε για τη μεταχείριση των εισερχόμενων στη χώρα «παράνομα με οποιοδήποτε πλωτό μέσο που προέρχεται από την Βόρεια Αφρική», επικαλείται το άρθρο 15 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Ισχυρίζεται, σύμφωνα με τη δική της διατύπωση, ότι «συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 15 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, σύμφωνα με το οποίο τα συμβαλλόμενα κράτη, σε περίπτωση δημοσίου κινδύνου που απειλεί τη ζωή του έθνους, μπορούν να λάβουν μέτρα ακόμη και κατά παράβαση των υποχρεώσεων που προβλέπονται στη Σύμβαση, στο απαιτούμενο από την κατάσταση απολύτως αναγκαίο όριο.»
Ο Υπουργός Εξωτερικών και αγαπητός συνάδελφος στο πεδίο της νομικής επιστήμης Γιώργος Γεραπετρίτης, με ευγένεια πάντα, διαπίστωσε ότι έχω περιπέσει σε «σύγχυση» γιατί η κυβέρνηση «δεν ενεργοποιεί» το άρθρο 15 ΕΣΔΑ, δηλαδή δεν θέλει να τεθεί η χώρα σε καθεστώς παρέκκλισης (derogation) από την ΕΣΔΑ. Ο ίδιος όμως προσυπέγραψε και υποστήριξε την επίσημη κυβερνητική δήλωση ότι λαμβάνονται μέτρα «κατά παράβαση των υποχρεώσεων που προβλέπονται στη Σύμβαση».
Άρα γίνεται επίκληση του άρθρου 15 και η χώρα δηλώνει επισήμως ότι παρεκκλίνει από την ΕΣΔΑ ή απλώς την παραβιάζει και το λέει «ευθαρσώς». Όταν όμως λαμβάνονται μέτρα «κατά παράβαση των υποχρεώσεων [ του κράτους ] που προβλέπονται στη Σύμβαση», τα μέτρα αυτά λαμβάνονται και «κατά παράβαση των υποχρεώσεων [ του κράτους ] που προβλέπονται στο Σύνταγμα». Τα θεμελιώδη δικαιώματα που προστατεύονται κατά την ΕΣΔΑ προστατεύονται στο σύνολό τους και από το Σύνταγμα όπως αυτό αναπτύσσει ερμηνευτικά το κανονιστικό του περιεχόμενο. Τα δε ελληνικά δικαστήρια προβαίνουν σε έλεγχο όχι μόνο της αντισυνταγματικότητας των νόμων αλλά και της αντισυμβατότητας τους με την ΕΣΔΑ και το Δίκαιο της ΕΕ.
Επιπλέον όταν η Ελληνική Κυβέρνηση δηλώνει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 15 ΕΣΔΑ, οφείλει να έχει συνείδηση ότι δηλώνει πως συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 48 του Συντάγματος ( «δημόσιος κίνδυνος που απειλεί τη ζωή του έθνους» στην περίπτωση του άρθρου 15 ΕΣΔΑ, «άμεση απειλή της εθνικής ασφάλειας» στην περίπτωση του άρθρου 48 Συντ ). Προφανώς και δεν ενεργοποιεί το άρθρο 48 - αλίμονο ! - αλλά παίζει με οριακές έννοιες εν ου παικτοίς.
Το παράδοξο μάλιστα είναι ότι η κυβερνητική επίκληση του άρθρου 15 ΕΣΔΑ είναι πρακτικά άχρηστη καθώς οι ατομικές προσφυγές στο ΕΔΔΑ για την κακή μεταχείριση μεταναστών κρίνονται με βάση το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ (απαγόρευση απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ) από το οποίο δεν επιτρέπεται παρέκκλιση ούτε όταν εφαρμόζεται το άρθρο 15!
Προσπαθώ λοιπόν να συνθέσω το πλήρες κυβερνητικό επιχείρημα :
«Α. Λαμβάνουμε πολύ σκληρά προσωρινά μέτρα για να ανακόψουμε το ρεύμα από τη Β. Αφρική, τόσο σκληρά που παρεκκλίνουμε από την ΕΣΔΑ γιατί, όπως προβλέπει το άρθρο 15, υπάρχει «δημόσιος κίνδυνος που απειλεί τη ζωή του έθνους».
Β. Όμως δεν ενεργοποιούμε επισήμως το άρθρο 15, το οποίο ούτως ή άλλως δεν επιτρέπει παρέκκλιση από το άρθρο 3 ΕΣΔΑ με βάση το οποίο γίνονται οι ατομικές προσφυγές στο Δικαστήριο του Στρασβούργου. Απλώς αγνοούμε την ΕΣΔΑ.
Γ. Επιπλέον τονίζουμε ότι προφανώς ισχύουν ακέραια τα θεμελιώδη δικαιώματα που εγγυάται το Σύνταγμα, τα οποία περιλαμβάνουν ερμηνευτικά, κατά τη νομολογία, όλο το εγγυητικό περιεχόμενο της ΕΣΔΑ υπό τον έλεγχο των εθνικών δικαστηρίων και με ανοικτή την οδό της ατομικής προσφυγής στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ).
Δ. Ούτε κατά διάνοια δεν αναφερθήκαμε στο άρθρο 48 Συντ., που μπορεί να ενεργοποιηθεί όταν υπάρχει «άμεση απειλή για την εθνική ασφάλεια», γιατί όταν λέμε ότι υπάρχει «δημόσιος κίνδυνος που απειλεί τη ζωή του έθνους» (άρθρο 15 ΕΣΔΑ) και άρα μπορεί να υπάρξουν παρεκκλίσεις από την ΕΣΔΑ, δεν εννοούμε ότι αυτός «ο δημόσιος κίνδυνος που απειλεί τη ζωή του έθνους» συνιστά «άμεση απειλή για την εθνική ασφάλεια» ( άρθρο 48 Συντ.).»
Σε αυτή την αλληλουχία ομολογώ ότι δεν βρίσκω λογική και νομική συνοχή. Βρίσκω απλώς μια επιτηδευμένα σκληρή ρητορεία που για αμιγώς επικοινωνιακούς λόγους απαξιώνει την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και όταν αντιλαμβάνεται ότι έτσι απαξιώνει και το Σύνταγμα και ότι όλο αυτό είναι πρακτικά ανέφικτο να διαφύγει του δικαστικού ελέγχου, εθνικού και διεθνούς, αντιφάσκει λέγοντας ότι εφαρμόζεται απαρέγκλιτα το Σύνταγμα αλλά όχι η ΕΣΔΑ !
Η Ελλάδα διήλθε από τη δεκαετία της οικονομικής κρίσης χωρίς να γίνει επίκληση του άρθρου 15 ΕΣΔΑ, υφιστάμενη διαρκή δικαστικό έλεγχο από το ΣτΕ και τα άλλα ανώτατα δικαστήρια, το ΔΕΕ και το ΕΔΔΑ. Διήλθε από την πανδημία χωρίς να επικαλεστεί το άρθρο 15 ΕΣΔΑ, ενώ άλλες χώρες το επικαλέστηκαν. Αντιμετώπισε από το 2010 πολλές μεγάλες πιέσεις από μεταναστευτικές ροές και στον Έβρο και στα νησιά χωρίς να επικαλεστεί το άρθρο 15 και την ανάγκη παρέκκλισης ή παραβίασης της ΕΔΔΑ και βρίσκεται διαρκώς υπό τον αυστηρό έλεγχο του ΕΔΔΑ. Γιατί τώρα έπρεπε να προκαλέσει αυτή τη συζήτηση όχι μόνο εδώ μεταξύ μας αλλά και με διεθνείς θεσμούς;
Ευάγγελος Βενιζέλος, Ευτελισμός των θεσμών λόγω κρίσης νομιμοποίησης - Σχόλιο για το κοινοβουλευτικό κατάντημα
31 Ιουλίου 2025
Ανάρτηση του Ευάγγελου Βενιζέλου
Ευτελισμός των θεσμών λόγω κρίσης νομιμοποίησης - Σχόλιο για το κοινοβουλευτικό κατάντημα
Η κοινοβουλευτική πλειοψηφία της Νέας Δημοκρατίας την περίοδο 2008 -2009 αποχώρησε τρεις φορές (δύο για την υπόθεση Βατοπεδίου και μία για την υπόθεση Παυλίδη) από συνεδριάσεις της Βουλής που είχαν ως αντικείμενο προτάσεις για τη συγκρότηση ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης κατά το άρθρο 86 παρ.3 εδ. β Συντ. Και τις τρεις φορές ο έλεγχος της διαδικασίας περιήλθε στους παρόντες βουλευτές της αντιπολίτευσης και δεν διεξήχθη μυστική ψηφοφορία επειδή δεν ήταν παρόντες τουλάχιστον 151 βουλευτές, όση δηλαδή είναι η αναγκαία κατά το Σύνταγμα πλειοψηφία. Οι προτάσεις για συγκρότηση επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης δεν απορρίφθηκαν αλλά παρέμειναν εκκρεμείς. Ο τότε Πρόεδρος της Βουλής αείμνηστος Δημήτρης Σιούφας, παρών ο ίδιος στην έδρα, αποδέχθηκε τη θέση της αντιπολίτευσης σεβόμενος το άρθρο 67 του Κανονισμού της Βουλής.
Η σημερινή κοινοβουλευτική πλειοψηφία της Νέας Δημοκρατίας, δηλαδή η ηγεσία της, στην υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ δεν ήθελε να ακολουθήσει το κατά τη δική της έκφραση «μοντέλο Τριαντόπουλου / Καραμανλή», δηλαδή τη συγκρότηση επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης που με συνοπτική διαδικασία παρέπεμψε, για την υπόθεση των Τεμπών, τους κατηγορούμενους υπουργούς στον ανακριτή και το δικαστικό συμβούλιο του Ειδικού Δικαστηρίου, έστω για το πλημμέλημα της παράβασης καθήκοντος.
Δεν ήθελε ούτε να αποχωρήσει κατά το προηγούμενο της περιόδου 2008-2009 αφήνοντας τις προτάσεις συγκρότησης προκαταρκτικής επιτροπής σε εκκρεμότητα, φοβούμενη την ενδεχόμενη επαναφορά τους σε αυτήν ή στην επόμενη βουλευτική περίοδο.
Δεν ήθελε ούτε να αφήσει τους βουλευτές της να μετάσχουν αυτοπροσώπως και κατά συνείδηση στη μυστική ψηφοφορία φοβούμενη τον αριθμό των διαρροών οι οποίες θα μπορούσαν να θέσουν σε αμφισβήτηση τη συνοχή της.
Ενώπιον αυτού του αδιεξόδου η ηγεσία του κυβερνώντος κόμματος επέλεξε όχι απλώς την κραυγαλέα παραβίαση του Συντάγματος και του Κανονισμού της Βουλής αλλά τον πολλαπλό ευτελισμό των θεσμών:
Πρώτον, απαγόρευσε στους βουλευτές της να μετάσχουν αυτοπροσώπως και κατά συνείδηση στη μυστική ψηφοφορία και τους έθεσε υπό ασφυκτικό έλεγχο ευτελίζοντας τον θεσμικό ρόλο του βουλευτή της συμπολίτευσης.
Δεύτερον, παραβίασε σωρηδόν τη διάταξη του άρθρου 70 Α Κανονισμού της Βουλής που προβλέπει τη δυνατότητα συμμετοχής βουλευτή στην ψηφοφορία με επιστολική ψήφο μόνο όταν μετέχει σε αποστολή της κυβέρνησης ή της Βουλής στο εξωτερικό ή συντρέχει κατάσταση εγκυμοσύνης ή λοχείας ή όταν ισχύουν περιορισμοί λόγω πανδημίας. Ευτέλισε κατά τον τρόπο αυτό την πρόβλεψη περί επιστολικής ψήφου.
Τρίτον, προσπάθησε να κατασκευάσει τεχνητά τις προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν για την έγκυρη λήψη απόφασης από τη Βουλή, θεωρώντας ότι αυτές συνίστανται στην ύπαρξη απαρτίας τουλάχιστον 75 βουλευτών κατά το άρθρο 67 Συντ. Όμως το άρθρο 67 Συντ. δεν προβλέπει απαρτία για τη συνεδρίαση της Βουλής αλλά ελάχιστο απαιτούμενο αριθμό ψήφων για την λήψη απόφασης, όταν από άλλη ειδικότερη συνταγματική διάταξη δεν προβλέπεται μεγαλύτερος αριθμός, δηλαδή αυξημένη πλειοψηφία επί του όλου αριθμού των βουλευτών. Τέτοια διάταξη, ειδικότερη του άρθρου 67 Συντ., είναι το άρθρο 86 παρ.3 που απαιτεί απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών (151/300) . Παρά όμως την προσπάθεια, τελικά στην ψηφοφορία μετείχαν μόνο 83 βουλευτές, άρα δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις έγκυρης λήψης απόφασης για την οποία απαιτούνται τουλάχιστον 151 και όχι τουλάχιστον 75 βουλευτές. Κατέστη κατά τον τρόπο αυτό άκυρη η ψηφοφορία και ανακριβής η συναγωγή του αποτελέσματος ότι οι προτάσεις για τη συγκρότηση επιτροπής διενέργειας προκαταρκτικής εξέτασης δήθεν απορρίφθηκαν. Οι προτάσεις παραμένουν εκκρεμείς έως ότου τεθούν σε ψηφοφορία σύμφωνα με το Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής.
Τέταρτον, έφερε τον Πρόεδρο της Βουλής σε εξαιρετικά δύσκολη θέση και τον οδήγησε σε επιδεικτική απουσία από την όλη διαδικασία την ευθύνη της οποίας έχει θεσμικά. Κατ´ ακολουθία οδήγησε τον προεδρεύοντα αντιπρόεδρο και πρώην υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης σε ωμή παραβίαση του άρθρου 67 παρ.7 του Κανονισμού της Βουλής καθώς αρνήθηκε να θέσει σε ψηφοφορία την αντίρρηση που διατύπωσε το ΠΑΣΟΚ και υποστήριξε σύσσωμη η αντιπολίτευση, στην εκ μέρους του απόρριψη της πρότασης για αναβολή της ψηφοφορίας. Αυτό δε με την παιδαριώδη αιτιολογία ότι στην αίθουσα υπήρχαν 90 βουλευτές οι οποίοι το επόμενο λεπτό δεν υπήρχαν γιατί η αντιπολίτευση αποχώρησε διαμαρτυρόμενη! Επιπλέον στα Πρακτικά της Βουλής και στο οπτικοακουστικό υλικό της συνεδρίασης καταγράφηκε σωρεία παραβιάσεων των διατάξεων του άρθρου 73 Κανονισμού της Βουλής που διέπουν τη διεξαγωγή μυστικής ψηφοφορίας. Το πλήγμα στο κύρος του Προεδρείου της Βουλής είναι δυστυχώς μεγάλο.
Αναρωτιέμαι, ποιος λόγος υπήρχε να συντελεστεί αυτός ο ακραίος διασυρμός του Κοινοβουλίου; Η κυβερνητική πλειοψηφία θα μπορούσε να μετάσχει κανονικά στην ψηφοφορία και οι προτάσεις να μη συγκεντρώσουν 151 θετικές ψήφους και να απορριφθούν έστω με κάποιες διαρροές ψήφων βουλευτών της συμπολίτευσης. Το θεσμικό και πολιτικό κόστος για την κυβέρνηση θα ήταν πολύ μικρότερο από το κόστος της εικόνας ευτελισμού των θεσμών που καταγράφτηκε χθες. Η κυβερνητική πλειοψηφία θα μπορούσε επίσης- ακραίο και οριακό σενάριο- να δηλώσει ότι απέχει από την ψηφοφορία με τους βουλευτές της να αρνούνται να μετάσχουν στη μυστική ψηφοφορία αλλά να παραμένουν παρόντες στη συνεδρίαση ώστε να έχουν τη δυνατότητα λήψης των διαδικαστικού χαρακτήρα αποφάσεων χωρίς να παραβιάζεται όλη αυτή η δέσμη διατάξεων του Συντάγματος και του Κανονισμού. Θα παραβιαζόταν βεβαίως η θεμελιώδης εγγύηση της κατά συνείδηση ψήφου του βουλευτή και μάλιστα σε μια παρόμοια δικαστικού χαρακτήρα διαδικασία στην οποία οι βουλευτές δεν επιτρέπεται να άγονται και να φέρονται υπό συνθήκες σιδηράς κομματικής πειθαρχίας.
Αν όλο αυτό είναι επίδειξη απόλυτης αδιαφορίας για το συνταγματικό πλαίσιο λειτουργίας της Βουλής, η κατάσταση είναι θεσμικά ολισθηρή. Αν όλο αυτό είναι αποτέλεσμα πολιτικού φόβου για τη συνοχή της πλειοψηφίας, το υφέρπον πρόβλημα δεν αντιμετωπίζεται με τέτοιες μεθοδεύσεις υψηλού πολιτικού κόστους. Αν η μετακίνηση από το «μοντέλο Τριαντόπουλου / Καραμανλή» στο χθεσινό μοντέλο, σημαίνει ότι τώρα δεν υπάρχει πλέον ούτε η στοιχειώδης άνεση να δηλώνεται εμπιστοσύνη στον «φυσικό δικαστή» του Ειδικού Δικαστηρίου, τότε τα πράγματα μπορεί να έχουν βάθος μη ορατό ακόμη δια γυμνού οφθαλμού.
Κοινός παρονομαστής φαίνεται να είναι η κρίση εσωτερικής εμπιστοσύνης και αυτοπεποίθησης παρά τα επιφαινόμενα. Μια τέτοια κρίση καθίσταται όμως σχεδόν αυτόματα κρίση νομιμοποίησης.-
Σημείωμα από το γραφείο του Ευάγγελου Βενιζέλου - απάντηση σε σημείωμα «κυβερνητικών πηγών»
31 Ιουλίου 2025
Από το γραφείο του Ευάγγελου Βενιζέλου διατυπώνονται τα ακόλουθα σχόλια -ανά σημείο- ως απάντηση σε σημείωμα «κυβερνητικών πηγών» που αναφέρεται στην πρωινή ανάρτηση του κ. Βενιζέλου.
1. Μια από τις βασικές τομές που επέφερε το ισχύον Σύνταγμα του 1975 στο κοινοβουλευτικό δίκαιο είναι η κατάργηση της απαρτίας με την έννοια της αναγκαίας παρουσίας ελάχιστου αριθμού βουλευτών για να συνεδριάζει έγκυρα η Βουλή. Το άρθρο 67 Συντ. δεν θεσπίζει ελάχιστο αριθμό βουλευτών (75/ 300) για να υπάρχει απαρτία, αλλά ελάχιστο αριθμό θετικών ψήφων για να αποφασίζει η Βουλή όταν εφαρμόζεται ο γενικός κανόνας ότι η Βουλή αποφασίζει με την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων μελών της.
2. Απαιτούμενος ελάχιστος αριθμός παρόντων βουλευτών προκειμένου να συνεδριάσει εγκύρως η Βουλή, δεν υπάρχει κατά το Σύνταγμα. Αντιθέτως υπάρχει ελάχιστος αναγκαίος αριθμός θετικών ψήφων για την έγκυρη λήψη απόφασης. Αυτός είναι ως γενικός κανόνας οι 75 βουλευτές (300/4). Σε πλήθος όμως συνταγματικών διατάξεων απαιτείται αυξημένη πλειοψηφία επί του όλου αριθμού των βουλευτών, αλλού απόλυτη πλειοψηφία (151/300), αλλού πλειοψηφία τριών πέμπτων (180/300), αλλού πλειοψηφία δύο τρίτων (200/300). Στην προκειμένη περίπτωση κατά το άρθρο 86 παρ. 3 απαιτείται η απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, όχι ως απαρτία αλλά ως ελάχιστη πλειοψηφία.
Όμως όταν τίθεται διαδικαστικό ζήτημα αναβολής της ψηφοφορίας λόγω απουσίας των βουλευτών της συμπολίτευσης, η απόφαση λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων που δεν μπορεί να είναι μικρότερη των 75. Αυτή η πλειοψηφία είχε συγκροτηθεί χθες από τους βουλευτές της αντιπολίτευσης λόγω της οργανωμένης απουσίας των βουλευτών της συμπολίτευσης και εκφράστηκε υπέρ της αναβολής της μυστικής ψηφοφορίας. Δυστυχώς αυτή η επί της διαδικασίας κρίσιμη απόφαση της Βουλής αγνοήθηκε βάναυσα χθες ενώ είχε γίνει δεκτή τρεις φορές το 2008-2009 σε ίδια ζητήματα. Το σαφές κοινοβουλευτικό και ερμηνευτικό προηγούμενο αγνοήθηκε με θεσμική προπέτεια.
3. Η διαπίστωση του απαιτούμενου κατά το Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής αριθμού βουλευτών για τη διεξαγωγή ψηφοφορίας και άρα τη λήψη απόφασης (στην προκειμένη περίπτωση επί των προτάσεων συγκρότησης Επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης) γίνεται κατά το άρθρο 69 παρ. 4 του Κανονισμού, από τον Πρόεδρο της Βουλής. Όταν όμως προκύπτουν αμφιβολίες και αντιρρήσεις, γεννάται παρεμπίπτον ζήτημα, εφαρμόζεται το άρθρο 67 του Κανονισμού, εξετάζεται το παρεμπίπτον ζήτημα και τελικά εφαρμόζεται η παρ. 7 που προβλέπει ότι για τα παρεμπίπτοντα αποφασίζει ο Πρόεδρος της Βουλής αλλά αν προβληθούν αντιρρήσεις αποφαίνεται η Βουλή με ανάταση ή έγερση, με την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων που δεν μπορεί να είναι κατώτερη των 75 και χωρίς άλλη συζήτηση. Αυτό δεν έγινε χθες ενώ έγινε τρεις φορές το 2008-2009 υπό παρόμοιες συνθήκες.
4. Είναι άλλο ζήτημα η διευκόλυνση βουλευτών όλων των κομμάτων μέσω της επιστολικής ψήφου και άλλο η μεθοδευμένη απομάκρυνση από την αίθουσα της Βουλής των βουλευτών της συμπολίτευσης και η οργανωμένη μαζική χρήση της επιστολικής ψήφου για 68 από αυτούς ώστε μαζί με τους ελάχιστους παρόντες βουλευτές της ΝΔ να διαμορφώνουν τον αριθμό 75 που κάποιοι θεωρούν ότι διασφαλίζει την νομικώς ανύπαρκτη έννοια της απαρτίας. Πρόκειται για «επιτελικά» οργανωμένη καταστρατήγηση του άρθρου 70 Α του Κανονισμού της Βουλής και ευθεία προσβολή του θεσμικού ρόλου του βουλευτή.
5. Η κρίση εσωτερικής εμπιστοσύνης που καθίσταται κρίση νομιμοποίησης δεν τελεί υπό τον έλεγχο του ενδιαφερόμενου αλλά όλων των άλλων και κυρίως των γεγονότων.