Στο επίκεντρο της συζήτησης βρέθηκαν οι κυβερνητικές εξαγγελίες για την αντιμετώπιση της λειψυδρίας και το σχέδιο «Εύρυτος», καθώς και οι επιπτώσεις τους στη διαχείριση των υδατικών πόρων και στον δημόσιο χαρακτήρα του νερού.
Τη συζήτηση συντόνισε ο δημοσιογράφος Τάσος Σαραντής, ο οποίος στην εισαγωγική του τοποθέτηση σημείωσε ότι το ζήτημα της λειψυδρίας αναδεικνύεται το τελευταίο διάστημα ως «έκτακτη ανάγκη», σε ένα πλαίσιο που ευνοεί ταχείες αποφάσεις, περιορισμένη διαβούλευση και επιλογές υψηλού κόστους, θέτοντας κρίσιμα ζητήματα διαφάνειας και δημοκρατικού ελέγχου.
Τις τοποθετήσεις ξεκίνησε ο Γιάννης Κρεστενίτης, ομότιμος καθηγητής Παράκτιας Τεχνικής και Ωκεανογραφίας της Πολυτεχνικής Σχολής ΑΠΘ και πρώην πρόεδρος της ΕΥΑΘ, ο οποίος ανέφερε ότι η λειψυδρία δεν αποτελεί φυσικό φαινόμενο αλλά αποτέλεσμα πολιτικών επιλογών και διαχρονικών ελλείψεων στον σχεδιασμό και στις υποδομές. Υπογράμμισε ότι τα κυβερνητικά σχέδια εστιάζουν στην αύξηση της προσφοράς μέσω μεγάλων έργων μεταφοράς υδάτων, χωρίς να αντιμετωπίζουν ουσιαστικά τις απώλειες στα δίκτυα και τη διαχείριση της ζήτησης.
Στη συνέχεια τον λόγο πήρε ο Γιώργος Τσιάντης, μέλος του Συλλόγου Χελιδόνας Ευρυτανίας και του κινήματος πολιτών ενάντια στην εκτροπή Καρπενησιώτη και Κρικελοπόταμου, ο οποίος τόνισε ότι οι σχεδιασμοί εκτροπής ποταμών αντιμετωπίζουν την Ευρυτανία ως «δεξαμενή» για την κάλυψη αναγκών που δημιουργήθηκαν αλλού. Όπως ανέφερε, πρόκειται για επιλογές με σοβαρές περιβαλλοντικές και κοινωνικές συνέπειες, χωρίς να έχει προηγηθεί ουσιαστικός διάλογος με τις τοπικές κοινωνίες.
Ακολούθησε η τοποθέτηση του Πέτρου Μπαστέα, συνδικαλιστή της ΕΥΔΑΠ και μέλους της Γραμματείας ΣΕΚΕΣ (Συμμετοχικό – Ενωτικό Κίνημα Εργαζομένων και Συνταξιούχων για Δημόσια ΕΥΔΑΠ στην υπηρεσία της κοινωνίας), ο οποίος υποστήριξε ότι η λειψυδρία δεν αντιμετωπίζεται ως πρόβλημα διαχείρισης, αλλά αξιοποιείται πολιτικά ως άλλοθι για την προώθηση σχεδίων ιδιωτικοποίησης και εμπορευματοποίησης του νερού, παρά τις αποφάσεις του ΣτΕ. Τόνισε ότι η κήρυξη καταστάσεων «έκτακτης ανάγκης» λειτουργεί ως θεσμικός επιταχυντής έργων μεγάλης κλίμακας και διαδικασιών περιορισμένου ελέγχου, χωρίς να έχουν εξαντληθεί λύσεις εξοικονόμησης και ορθολογικής διαχείρισης. Παράλληλα επισήμανε ότι η επέκταση του ρόλου της ΕΥΔΑΠ χωρίς μόνιμη ενίσχυση προσωπικού και επαρκή δημόσια χρηματοδότηση οδηγεί σε εργολαβοποίηση των υπηρεσιών και σε υπονόμευση του δημόσιου και κοινωνικού χαρακτήρα του νερού.
Στη συνέχεια μίλησε η Καλλιόπη Σηφακάκη, αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζομένων στις ΔΕΥΑ (ΠΟΕ ΔΕΥΑ), η οποία αναφέρθηκε στη συμβολή των ΔΕΥΑ στην ύδρευση και αποχέτευση της ελληνικής περιφέρειας. Προειδοποίησε ότι το νέο ρυθμιστικό και τιμολογιακό πλαίσιο, σε συνδυασμό με το αυξημένο ενεργειακό κόστος και την υποστελέχωση, δημιουργεί σοβαρούς κινδύνους για αυξήσεις στην τιμή του νερού και απομάκρυνση του ελέγχου από τις τοπικές κοινωνίες.
Ακολούθως τον λόγο πήρε η Δέσποινα Σπανούδη, χημικός μηχανικός και μέλος της Πρωτοβουλίας για τη Διασφάλιση της Δημόσιας Διαχείρισης του Νερού, η οποία ανέδειξε την ανάγκη συγκρότησης ενός ευρέος κοινωνικού και πολιτικού μετώπου για την υπεράσπιση του νερού ως δημόσιου αγαθού. Τόνισε ότι η αντιμετώπιση της λειψυδρίας προϋποθέτει στροφή σε πολιτικές εξοικονόμησης, επαναχρησιμοποίησης και οικολογικής διαχείρισης των υδατικών πόρων, με αξιοποίηση του βρόχινου νερού, της ανακύκλωσης και της προστασίας των φυσικών οικοσυστημάτων, και όχι τη διαιώνιση ενός μοντέλου που αντιμετωπίζει το νερό ως εμπόρευμα.
Στην εκδήλωση έκανε παρέμβαση ο Αντιδήμαρχος Αθηναίων Νίκος Χρυσόγελος, ο οποίος χαρακτήρισε τη λειψυδρία ζήτημα βιωσιμότητας των πόλεων και ποιότητας ζωής. Τόνισε ότι η Αθήνα δεν μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί με ένα υδροβόρο μοντέλο ανάπτυξης που μεταφέρει το περιβαλλοντικό κόστος στην περιφέρεια, υπογραμμίζοντας τον ρόλο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στην εξοικονόμηση νερού, την αξιοποίηση βρόχινων και ανακυκλωμένων υδάτων, την προστασία των φυσικών ρεμάτων και τη συμμετοχή των πολιτών στον σχεδιασμό.
Από τις τοποθετήσεις αναδείχθηκε ότι η λειψυδρία δεν αποτελεί απλώς τεχνικό ζήτημα, αλλά θέμα πολιτικών προτεραιοτήτων και αναπτυξιακού μοντέλου. Οι συμμετέχοντες υπογράμμισαν την ανάγκη διαφάνειας, ουσιαστικού δημόσιου διαλόγου και ενίσχυσης του δημόσιου χαρακτήρα του νερού, ως προϋπόθεση για την καθολική και ισότιμη πρόσβαση σε αυτό.
Επισυνάπτουμε τις τοποθετήσεις των ομιλητών και φωτό από την εκδήλωση
- protovoulia-dimosio-nero.gr
- protovoulia.dimosio.nero@
gmail.com - 210 8235 650
- 697 8015 377
Επισυνάπτουμε τις τοποθετήσεις των ομιλητών και φωτό από την εκδήλωση
Εισήγηση στην συνέντευξη Τύπου της Πρωτοβουλίας για τη διασφάλιση της δημόσιας διαχείρισης του νερού 11/12/2025
Τάσος Σαραντής, δημοσιογράφος
Το ζήτημα της λειψυδρίας είναι ένα θέμα που απασχολεί έντονα ανά τον κόσμο, ιδιαίτερα σε μια χρονική στιγμή που αλλού η ξηρασία κι αλλού οι πλημμύρες προκαλούν καταστροφική ανισορροπία στις λεκάνες απορροής η οποία απειλεί τα οικοσυστήματα, τις οικονομίες, αλλά και την επιβίωση των τοπικών κοινοτήτων. Ωστόσο, η εξεύρεση λύσεων για την αντιμετώπιση της λειψυδρίας δεν συμπίπτει απαραίτητα με αυτό που θα λέγαμε «καλές προθέσεις».
Τους τελευταίους μήνες έχουμε δεχτεί ομοβροντία δημοσιευμάτων και τηλεοπτικών ρεπορτάζ που κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για την λειψυδρία που, σύμφωνα με αυτά, απειλεί κυρίως την Αττική. Οι εξελίξεις απέδειξαν ότι επρόκειτο για ρεπορτάζ που -πέρα από την όποια ύπαρξη του προβλήματος- εντασσόταν στα πλαίσια μιας ενορχηστρωμένης εκστρατείας (για να μην πω καμπάνιας) που αποσκοπούσε να προκαλέσει την ανησυχία των πολιτών για την ενδεχόμενη έλλειψη νερού και τελικά να τρομοκρατήσει για μια κατάσταση που παρουσιάστηκε ως «έκτακτη ανάγκη».
Για να δούμε που βρισκόμαστε σήμερα θα πρέπει να γυρίσουμε τον χρόνο λίγο πιο πίσω, στον Μάρτιο του 2023, όταν με τον νόμο 5037/2023, η κυβέρνηση υπήγαγε τις υπηρεσίες ύδρευσης και αποχέτευσης στη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας, γεγονός που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις.
Ένα χρόνο αργότερα, η κυβέρνηση γνωστοποίησε τα σχέδιά της για την κατάργηση των Δημοτικών Επιχειρήσεων Υδρευσης και Αποχέτευσης (ΔΕΥΑ) και την προώθηση Συμπράξεων Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ) για τη διαχείριση του νερού της χώρας. Κάτι που επίσης προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, δεδομένου ότι με τον τρόπο αυτό το νερό μετατρέπεται από ζωτικό δημόσιο αγαθό σε εμπόρευμα και οι πολίτες θα κληθούν να αντιμετωπίσουν αυξημένα κόστη, κακή περιβαλλοντική διαχείριση και ενδεχόμενους κινδύνους για τη δημόσια υγεία. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για μια ακόμη απόπειρα της κυβέρνησης να προχωρήσει εκ νέου στην ιδιωτικοποίηση του νερού, καθώς σε όλες της τις προηγούμενες ανάλογες απόπειρες έσπασε του μούτρα της με τις σχετικές αποτρεπτικές αποφάσεις του ΣτΕ που αφορούσαν τόσο την Αθήνα, όσο και την Θεσσαλονίκη.
Και φτάνουμε στα τέλη του προηγούμενου μήνα, όπου η Αττική, η μεγαλύτερη και πολυπληθέστερη περιφέρεια της χώρας, κηρύχτηκε σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης εξαιτίας της έλλειψης νερού, όχι από την ηγεσία του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, αλλά από την Ρυθμιστική Αρχή Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων (ΡΑΑΕΥ), δηλαδή από μια ανεξάρτητη αρχή. Με την κυβέρνηση να πετυχαίνει αυτό που είχε βάλει ως στόχο εδώ και καιρό. Να ανοίξει την κάνουλα των απευθείας αναθέσεων με δυσθεώρητα ποσά προς ιδιώτες για το νερό και μάλιστα με fast track διαδικασίες στο όνομα του επείγοντος. Είναι χαρακτηριστικός ο τίτλος σχετικού ρεπορτάζ σε μεγάλη κυριακάτικη εφημερίδα πριν από μιάμιση εβδομάδα: «Η λειψυδρία φέρνει επενδυτικό πυρετό: Γιατί ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ μπαίνουν στο στόχαστρο διεθνών funds».
Παράλληλα, γνωστοποιείται το σχέδιο Εύρυτος με έργα ύψους 2,5 δισ. ευρώ -που όπως εντέχνως ωραιοποιημένα γράφτηκε «φιλοδοξεί να φέρει νερό στις αθηναϊκές βρύσες από τον Τυμφρηστό και τα Άγραφα»-, εκτρέποντας μερικώς τα ποτάμια Κρικελιώτης και Καρπενησιώτης, σχέδιο που εφόσον υλοποιηθεί θα αλλάξει δραματικά την Ευρυτανία και θα υπονομεύσει το μέλλον της.
Κι αυτό, δίχως να έχει εξεταστεί καν αν το νερό που υποτίθεται ότι «λείπει» από την Αθήνα είναι λιγότερο από αυτό που χάνεται στο απαρχαιωμένο δίκτυο ύδρευσης. Σύμφωνα με τον Γενικό Διευθυντή Ύδρευσης της ΕΥΔΑΠ, Γιώργο Καραγιάννη, καθημερινά η ΕΥΔΑΠ έχει να αντιμετωπίσει περί τις 300 κλήσεις για διαρροές, εκ των οποίων οι περισσότερες (περίπου 65%-70%) αφορούν ρολόγια και οι υπόλοιπες αγωγούς.
Αλλά, σύμφωνα με έκθεση της Deloitte για την διαχείριση των υδάτων που πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό της ελληνικής κυβέρνησης, ο υπερδιπλασιασμός των απολήψεων νερού για ύδρευση την τελευταία 20ετία οφείλεται αφενός στο συνδυασμό της αύξησης της τουριστικής κίνησης και της ανόδου τής κατά κεφαλήν κατανάλωσης, αλλά και αφετέρου στις μεγάλες -της τάξης του 50%- απώλειες από τα δίκτυα διανομής.
Τελικά, γιατί κινδυνεύει με έλλειψη νερού η Αττική; Είναι γνωστό ότι κατακόρυφη αύξηση του τουρισμού και συγκεκριμένα του υπερτουρισμού που επελαύνει και στη χώρα μας, συνδέεται άμεσα με την υπερβολική κατανάλωση νερού, κάτι που παραδέχονται και οι κρατούντες. Αυτά που αποφεύγουν να πουν είναι ότι η ραγδαία αύξηση της κατανάλωσης νερού στη Αττική θα συμβεί και με την ολοκλήρωση της πολυτελούς πόλης που οικοδομείται στο Ελληνικό. Αλλά και με την κατασκευή και ολοκλήρωση των σχεδιαζόμενων data centers -συνολικά 18 στην χώρα έως το 2030, με τα 15 εξ αυτών στην Αττική και στη Θεσσαλονίκη. Σε ότι αφορά την Αττική, τα τρία από αυτά δρομολογούνται ήδη σε Παιανία και Σπάτα περιοχές με πλούσια γεωργική γη, όπου υπάρχουν ήδη μεγάλες ανάγκες για άρδευση. Και είναι γνωστό ότι τα data centers έχουν ακόρεστη δίψα, καθώς χρειάζονται τεράστιες ποσότητες νερού για ψύξη. Λόγος για τον οποίο, Ολλανδία και Ιρλανδία έχουν παγώσει νέα ανάλογα έργα.
Κάπως έτσι λοιπόν, η Ευρυτανία γίνεται στόχος για απόπειρες ιδιωτικοποίησης του νερού, με «φόβητρο» την υποτιθέμενη έλλειψή του στην Αθήνα.
Κλείνοντας θα ήθελα να σημειώσω ότι η αρπαγή του νερού βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη είτε με την εκχώρηση πηγών σε ιδιώτες για την εμφιάλωσή του για δεκάδες χρόνια, είτε με την μετατροπή των λιμνών σε ενεργειακές αποθήκες με τις αντλησιοταμιεύσεις, είτε με το σβήσιμο του Αχελώου από το χάρτη ως ποταμό και τη μετατροπή του σε ενεργειακό βιομηχανικό τοπίο, είτε με τα μικρά υδροηλεκτρικά όπου υπάρχει ρέμα στη χώρα.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
ΤΥΠΟΥ ΕΣΗΕΑ – 17.12.2025
Θέμα: Λειψυδρία
– Δημόσιος χαρακτήρας του νερού –
ΕΥΔΑΠ
Πέτρος Μπαστέας, συνδικαλιστής
ΕΥΔΑΠ,
Μέλος Γραμματείας ΣΕΚΕΣ για
Δημόσια ΕΥΔΑΠ στην Υπηρεσία της Κοινωνίας
.Α.
Στην Ελλάδα κυβερνήσεις και ιδιωτικά συμφέροντα εργάζονται, κυρίως τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, με σταθερό προσανατολισμό την εμπορευματοποίηση και ιδιωτικοποίηση της διαχείρισης του κύκλου του νερού.
Το νερό αποτελεί σήμερα το μοναδικό βασικό κοινωνικό αγαθό που παρέμεινε δημόσιο, καθολικά προσβάσιμο, ποιοτικό και φθηνό. Αυτό δεν συνέβη τυχαία. Συνέβη γιατί υπήρξαν συγκρούσεις κοινωνικές και πολιτικές
Οι μεγάλες νίκες του κινήματος για το δημόσιο νερό με τις αποφάσεις του ΣτΕ απέτρεψαν:
την ιδιωτικοποίηση της ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ
την ιδιωτικοποίηση του ΕΥΣ
την νομοθέτηση της εμπορευματοποίησης του νερού μέσα από την ΚΥΑ για την τιμολόγησή του.
Παρά τις αποφάσεις του ΣτΕ η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας συνεχίζει μέσω της ΡΑΑΕΥ, της νέας ΚΥΑ για την τιμολόγηση και της μετατροπής των ΔΕΥΑ σε κερδοσκοπικές εταιρείες την προσπάθεια για να παραδώσει σε ιδιωτικά συμφέροντα και εργολάβους τη διαχείριση των υδάτινων πόρων και την διαχείριση των δικτύων επεξεργασίας και διανομής.
Το νερό, έως σήμερα, δεν ιδιωτικοποιήθηκε επειδή δεν μπόρεσαν.
Και ακριβώς γι’ αυτό, βρίσκεται διαρκώς στο στόχαστρο και για οικονομικούς αλλά και για βαθιά πολιτικούς λόγους. Είναι ένας από τους ελάχιστους τομείς όπου τα κινήματα επέβαλαν το δημόσιο συμφέρον απέναντι στις «αγορές», δηλαδή τα επιχειρηματικά συμφέροντα.
.Β.
Σε αυτό το πλαίσιο, η συζήτηση για τη λεγόμενη «λειψυδρία» δεν είναι ούτε τεχνικά ουδέτερη, ούτε πολιτικά αθώα.
Η διαδικασία κήρυξης της Αττικής σε κατάσταση «έκτακτης ανάγκης λειψυδρίας» δεν προέκυψε ως αποτέλεσμα αιφνίδιας υδρολογικής κατάρρευσης, αλλά ενεργοποιήθηκε μέσα από θεσμικές επιλογές, που μεταθέτουν την ευθύνη της απόφασης σε ρυθμιστικό επίπεδο (ΡΑΑΕΥ).
Η επιλογή αυτή είχε ως άμεση συνέπεια την ενεργοποίηση εξαιρετικών διαδικασιών υλοποίησης έργων, με περιορισμένες δικλίδες ελέγχου, σε ένα περιβάλλον όπου κρίσιμες αποφάσεις λαμβάνονται χωρίς πλήρη δημόσια διαβούλευση και χωρίς να έχει προηγηθεί εξάντληση εναλλακτικών λύσεων χαμηλότερου κόστους και περιβαλλοντικού αποτυπώματος.
Η επίκληση της «έκτακτης ανάγκης» δεν συνδέεται αυτομάτως με τεκμηριωμένη υδρολογική αστοχία. Λειτουργεί ως θεσμικός επιταχυντής αποφάσεων. Δημιουργεί ένα πλαίσιο όπου έργα μεγάλης κλίμακας προωθούνται με διαδικασίες κατεπείγοντος, παρακάμπτοντας τον κανονικό κύκλο ελέγχου, ιεράρχησης και κοινωνικής λογοδοσίας. Με άλλα λόγια, η κρίση δεν περιγράφεται απλώς — αξιοποιείται.
Ο τρόπος με τον οποίο ορίζεται το πρόβλημα καθορίζει και τις λύσεις που προκρίνονται.
Αν η λειψυδρία παρουσιαστεί αποκλειστικά ως φυσικό φαινόμενο, ως αποτέλεσμα ανομβρίας ή κλιματικής κρίσης, τότε η «απάντηση» επιχειρείται να προβληθεί ως αυτονόητη: περισσότερα έργα, περισσότερες εκτροπές, περισσότερες αφαλατώσεις, περισσότερα εκατομμύρια.
Αν όμως τη δούμε ως αυτό που είναι στην πραγματικότητα — ένα πρόβλημα διαχείρισης, προτεραιοτήτων και μοντέλου ανάπτυξης — τότε η εικόνα αλλάζει ριζικά.
Το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι μόνο πόσο νερό διαθέτουμε, αλλά πώς και για ποιες χρήσεις το καταναλώνουμε.
Στην Αττική εφαρμόζεται εδώ και χρόνια ένα μοντέλο διαβίωσης και ανάπτυξης που είναι δομικά υδροβόρο: εκτεταμένες πολεοδομικές επεκτάσεις, μεγάλης κλίμακας real estate projects, συγκέντρωση δραστηριοτήτων υψηλής κατανάλωσης νερού και ενέργειας, όπως data centers, καθώς και ένα πρότυπο υπερτουρισμού (πισίνες-γκαζόν, κλπ) που αυξάνει απότομα τη ζήτηση χωρίς αντίστοιχο σχεδιασμό υποδομών.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περαιτέρω επιβάρυνση του υδατικού ισοζυγίου από εμβληματικές επενδύσεις αστικής ανάπτυξης, όπως το Ελληνικό, οι οποίες σχεδιάζονται και υλοποιούνται χωρίς να εντάσσονται σε έναν συνολικό υδατικό σχεδιασμό για το λεκανοπέδιο.
Την ίδια στιγμή, η κατανάλωση νερού για χρήσεις που δεν απαιτούν πόσιμο νερό συνεχίζει να καλύπτεται από το ίδιο υδροδοτικό σύστημα, επιβαρύνοντας περαιτέρω τους ταμιευτήρες.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η λειψυδρία δεν «έτυχε».
Είναι το αποτέλεσμα ενός αναπτυξιακού μοντέλου που αυξάνει συνεχώς τη ζήτηση, χωρίς να επενδύει αντίστοιχα στη διαχείριση, την εξοικονόμηση και την ανακατανομή των υδατικών πόρων.
Σήμερα δεν μιλάμε για μια κοινωνία που, απλά, δεν έχει νερό.
Μιλάμε για μια κοινωνία που χάνει νερό, το σπαταλά, το κατανέμει άνισα και το διαχειρίζεται με όρους κόστους–οφέλους, όχι κοινωνικής ανάγκης.
Στην Αττική, αλλά και πανελλαδικά, σημαντικό ποσοστό του νερού χάνεται πριν φτάσει στον καταναλωτή, λόγω παλαιών δικτύων, ανεπαρκούς συντήρησης και ελλείψεων προσωπικού.
Την ίδια στιγμή, τεράστιες ποσότητες βρόχινου νερού χάνονται ανεξέλεγκτα αντί να συγκρατούνται - απορροφούνται, ενώ επεξεργασμένα λύματα καταλήγουν στη θάλασσα αντί να επαναχρησιμοποιούνται.
Αυτά δεν είναι φυσικά φαινόμενα. Είναι πολιτικές επιλογές.
Σε αυτό το σημείο αναδεικνύεται και το ζήτημα της τιμολόγησης του νερού, το οποίο δεν είναι τεχνικό εργαλείο, αλλά πολιτική επιλογή.
Τα στοιχεία είναι σαφή: η αγροτική χρήση απορροφά περίπου το 85% των υδατικών πόρων της χώρας, ενώ η οικιακή κατανάλωση αντιστοιχεί μόλις στο 15%.
Παρά ταύτα, η δημόσια συζήτηση εστιάζει σχεδόν αποκλειστικά στον οικιακό καταναλωτή, καλλιεργώντας την εντύπωση ότι η λειψυδρία είναι αποτέλεσμα ατομικής συμπεριφοράς και όχι δομικής δυσλειτουργίας.
Η ακύρωση από το κίνημα για το δημόσιο νερό της πρώτης Κοινής Υπουργικής Απόφασης για την τιμολόγηση του νερού αποτέλεσε έμπρακτη και ουσιαστική παρέμβαση υπέρ των αγροτών και της κοινωνικής συνοχής.
Αυτό, όμως, δεν σημαίνει αποσιώπηση του πραγματικού προβλήματος.
Στο αγροτικό δίκτυο καταγράφονται απώλειες που σε πολλές περιοχές υπερβαίνουν το 40%. Εκεί βρίσκεται το μεγάλο, αόρατο απόθεμα νερού.
Χωρίς μαζικές δημόσιες επενδύσεις σε κλειστά και ελεγχόμενα αρδευτικά δίκτυα, και στρατηγικές επιλογές για το είδος και τον τρόπο της αγροτικής παραγωγής (μη υδροβόρες καλλιέργειες, τρόπος ποτίσματος, νέες τεχνολογίες κ.λ.π.) οποιαδήποτε συζήτηση για τιμολόγηση είναι άδικη και αναποτελεσματική.
Η λύση δεν είναι να πληρώνει περισσότερο ο αγρότης ή ο οικιακός καταναλωτής.
Η λύση είναι να αξιοποιούνται ορθά και με φειδώ τα υδατικά διαθέσιμα, να «χάνεται» άρα λιγότερο νερό.
.Γ.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, παρουσιάζεται ένα σχέδιο 2,5 δισεκατομμυρίων ευρώ, με αιχμή το έργο «Εύρυτος» και τη δημιουργία δύο «πυλώνων» διαχείρισης, την ΕΥΔΑΠ και την ΕΥΑΘ.
Το έργο «Εύρυτος» βασίζεται σε μια λογική εκτροπής υδατικών πόρων από μία λεκάνη απορροής σε άλλη. Πρόκειται για μια προσέγγιση παλιά, υψηλού κόστους, με αμφίβολη μακροπρόθεσμη αποτελεσματικότητα. Ταυτόχρονα, το σχέδιο αντιμετωπίζει το πρόβλημα σχεδόν αποκλειστικά από την πλευρά της προσφοράς.
Δεν υπάρχει μελέτη σκοπιμότητας ούτε τεχνικός σχεδιασμός για να αξιολογηθεί.
Έχει ζητηθεί η γνώμη επιστημονικών ιδρυμάτων, όπως το ΕΜΠ; Και αν ναι, υπάρχει τεκμηριωμένη συμφωνία;
Η πολιτική της κυβέρνησης δεν απαντά πειστικά στο ερώτημα τι κάνουμε με το νερό που ήδη έχουμε και χάνουμε.
.Δ.
Και εδώ έρχεται ο ρόλος της ΕΥΔΑΠ. Η ΕΥΔΑΠ επιδιώκουν να παρουσιαστεί και ως «εθνικός πυλώνας» διαχείρισης. Κανένας δημόσιος φορέας δεν μπορεί να σηκώσει περισσότερες αρμοδιότητες αν πρώτα δεν ενισχυθεί ουσιαστικά.
Η ΕΥΔΑΠ το 1999 πριν μπει στο χρηματιστήριο διέθετε περίπου 5.000 εργαζόμενους. Σήμερα ο αριθμός αυτός έχει μειωθεί σε περίπου 2.000. Η μείωση του προσωπικού έχει οδηγήσει σε εργολαβοποίηση των υπηρεσιών της. Η επέκταση της ΕΥΔΑΠ χωρίς μόνιμες προσλήψεις του αναγκαίου προσωπικού επιδιώκει την δημιουργία μιας ΕΥΔΑΠ κέλυφος ιδιωτικών συμφερόντων με στόχο τη διανομή κερδών στους μετόχους.
Η εμπειρία και διεθνώς δείχνει ότι όταν το νερό αντιμετωπίζεται ως οικονομικό προϊόν, ακριβαίνει.
Το νερό δεν είναι επενδυτικό πεδίο. Είναι κοινωνικό αγαθό. Η λειψυδρία δεν αντιμετωπίζεται με φόβο και βιασύνη. Αντιμετωπίζεται με σχέδιο, γνώση και δημοκρατία.
Το νερό, βασικό φυσικό και κοινωνικό αγαθό, είναι είδος εν ανεπαρκεία και ανήκει στην κοινωνία.
./.
Παρέμβαση: Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων ΔΕΥΑ, (ΠΟΕ ΔΕΥΑ)
Πόπη Σηφακάκη, Αντιπρόεδρος ΔΣ
Οι ΔΕΥΑ, δηλαδή οι Δημοτικές Επιχειρήσεις Ύδρευσης και Αποχέτευσης από το 1980 που ιδρύθηκαν έχουν αναλάβει το αντικείμενο της ύδρευσης, της αποχέτευσης αλλά και της διαχείρισης των όμβριων υδάτων στην Ελληνική περιφέρεια, εξυπηρετώντας ένα πληθυσμό πάνω από 5,2 εκατομμύρια κατοίκους.
Όλα τα χρόνια λειτουργίας τους, οι ΔΕΥΑ, έχουν να επιδείξουν αξιόλογο έργο που ξεπερνά τα 26 δισεκατομμύρια ευρώ. Λειτουργούν, 175 εγκαταστάσεις βιολογικών καθαρισμών, διαχειρίζονται πάνω από 70.000 χλμ. δικτύων ύδρευσης και 30.000 χλμ. δικτύων αποχέτευσης. Ενώ το συνολικά παραγόμενο νερό ξεπερνά τα 550 εκατομμύρια κυβικά/έτος. Η σημαντική συμβολή τους στην προστασία του περιβάλλοντος και την προστασία της δημόσιας υγείας, καταδεικνύεται από το γεγονός ότι, στις περισσότερες περιοχές αρμοδιότητας των ΔΕΥΑ έχουν καλυφθεί οι απαιτήσεις της κοινοτικής οδηγίας για την διαχείριση λυμάτων και παρέχεται αδιάλειπτα καθαρό πόσιμο νερό για ανθρώπινη κατανάλωση.
Τα δυνατά σημεία του ιδρυτικού τους νόμου έχουν να κάνουν με το γεγονός ότι αποτελούν Δημοτικές, Κοινωφελείς, Επιχειρήσεις που λειτουργούν υπό καθεστώς πλήρης ανταποδοτικότητας. Βασικό τους χαρακτηριστικό είναι η εγγύτητα με τον πολίτη και η ευελιξία στην λειτουργία τους που τις καθιστά ικανές να διαχειρίζονται τις ιδιαίτερες τοπικές συνθήκες κάθε περιοχής.
Ενώ αρχικά ιδρύθηκαν για να καλύψουν τις ανάγκες των αστικών κέντρων της περιφέρειας στην συνέχεια, το 2011 με τον νόμο Καλλικράτη, οι αρμοδιότητες τους επεκτάθηκαν στα όρια του εκάστοτε Δήμου στον οποίο ανήκουν. Αποκλειστικά από ίδιους πόρους κατάφεραν να καλύψουν τις ανάγκες σε υποδομές στην μεγάλη και ουσιαστικά «αχαρτογράφητη» περιοχή της ελληνικής περιφέρειας .
Οι ΔΕΥΑ στην συνέχεια, κατάφεραν να ανταποκριθούν σε συνθήκες υγειονομικής κρίσης, έστω και αν πιέστηκαν σημαντικά από την οικονομική κρίση και τα μνημόνια αλλά και από την συρρίκνωση του προσωπικού τους που προκλήθηκε από την υπαγωγή τους στο νόμο περί απαγόρευσης προσλήψεων. Γεγονός, τελείως οξύμωρο για ανταποδοτικές επιχειρήσεις.
Τα τελευταία χρόνια οι ΔΕΥΑ ήρθαν αντιμέτωπες ακόμη με μία κρίση. Την ενεργειακή. Επιχειρήσεις, κοινωφελείς, που διαχειρίζονται κρίσιμες για την δημόσια υγεία και την προστασία του περιβάλλοντος υποδομές, χρεώνονται από τους παρόχους ενέργειας με οικιακό τιμολόγιο. Το ενεργειακό κόστος στις ΔΕΥΑ έχει γίνει πλέον δυσβάστακτο. Πριν το 2021 το ενεργειακό κόστος στις ΔΕΥΑ ήταν το 19% του συνολικού κόστους λειτουργίας τους ενώ τώρα ξεπερνά, σε πολλές περιπτώσεις το 40%.
Παρόλο το δυστοπικό αυτό περιβάλλον οι περισσότερες ΔΕΥΑ κατάφεραν να διαχειριστούν την κατάσταση και να μην αυξήσουν τα τιμολόγια για τους καταναλωτές τους.
Όμως οι ΔΕΥΑ συνεχίζουν να δέχονται πιέσεις και να απαξιώνονται. Με την εφαρμογή του νόμου για την ένταξη τους στην Εποπτεία της Ρυθμιστικής Αρχής Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων αναπροσαρμόζεται το πλαίσιο λειτουργίας μιας μονοπωλιακής ουσιαστικά «αγοράς» ανάλογα με τα πρότυπα της αγοράς ενέργειας. Παράλληλα με την νέα ΚΥΑ τιμολόγησης, ο τρόπος διαμόρφωσης της τιμολογιακής πολιτικής των ΔΕΥΑ αλλάζει Γίνεται πλέον με καθαρά οικονομικά κριτήρια κάτω από το πρίσμα αναλύσεων κόστους-οφέλους. Με την εφαρμογή της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει» και την επιβολή της επίτευξης, σε κάθε περίπτωση, πλήρους ανάκτησης κόστους, διαμορφώνεται μία οριζόντια πολιτική όπου ο πολίτης θα κληθεί να επωμιστεί μεγάλες αυξήσεις στην τιμή του νερού. Ειδικά σε περιοχές όπως τα νησιά μας και οι περιοχές που ο πόρος είναι σε έλλειψη.
Επιπλέον, έχει εκτιμηθεί ότι ο νέος σχεδιασμός για το πόσιμο νερό έχει κόστος που ξεπερνά τα 9 δις ευρώ από τα οποία η κρατική συμμετοχή για νέες υποδομές και επέκταση των υφιστάμενων, θα είναι πολύ μικρή. Οι ΔΕΥΑ θα αναγκαστούν να αντλήσουν τα απαιτούμενα κεφάλαια είτε από δάνεια, το κόστος των οποίων θα πρέπει να περάσει στους δημότες, είτε μέσω της εκχώρησης διαχείρισης των υποδομών τους σε ιδιώτες. Η πρόσβαση λοιπόν των πολιτών στο καθαρό πόσιμο νερό θα εξαρτάται από μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους, οι οποίοι δεν θα διστάζουν σε καμία περίπτωση, να κόβουν το νερό σε φτωχά νοικοκυριά με χρέη.
Οι προβλέψεις όπως είναι λογικό υπό την απειλή της λειψυδρίας και την λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, εντείνουν σημαντικά το πρόβλημα και οδηγούν σε πραγματικό αδιέξοδο τις ΔΕΥΑ με έντονο τον κίνδυνο της πλήρης ιδιωτικοποίησης των υπηρεσιών τους.
Στα πλαίσια αυτά, θεωρούμε ότι κανένας ολιστικός σχεδιασμός για τα ύδατα δεν μπορεί να επιτύχει χωρίς τις ΔΕΥΑ. Η εμπειρία τους στον τομέα όλα αυτά τα χρόνια είναι καθοριστική. Η λήψη προβληματικών συνταγματικά αποφάσεων που αγνοούν τις τοπικές κοινωνίες και την Τοπική Αυτοδιοίκηση θα επιφέρουν αναπόφευκτα υπερβολικές αυξήσεις της τιμής του νερού και μεγάλες δυσκολίες στην καθολική πρόσβαση σ’ αυτό από τους πολίτες, μόνο και μόνο για να επωφεληθούν μεγάλα επενδυτικά, επιχειρηματικά σχήματα.
Η διαχείριση των φυσικών πόρων και ιδιαίτερα αυτών που είναι κρίσιμοι για την ίδια την ζωή, θα πρέπει να μείνει στις τοπικές κοινωνίες ώστε να διασφαλιστεί η ικανοποίηση του 6ου στόχου βιώσιμης ανάπτυξης του ΟΗΕ που θέλει καθολική πρόσβαση σε καθαρό πόσιμο νερό και εγκαταστάσεις υγιεινής σε προσιτή τιμή για όλο τον πληθυσμό.
Θεωρούμε ότι το κεντρικό κράτος δεν μπορεί, για μία ακόμη φορά να προσπαθήσει να απεμπολήσει της ευθύνες του και να μετακυλήσει το κόστος τους πολίτες, και ζητάμε,
Άμεση μείωση του τιμολογίου ενέργειας για τις ΔΕΥΑ και επιχορήγηση τους για κάλυψη των συσσωρεμένων απαιτήσεων.
Ειδική πρόβλεψη για την συμμετοχή τους σε ενεργειακές κοινότητες.
Απελευθέρωση των προσλήψεων μόνιμου προσωπικού.
Τροποποίηση του νομοθετικού πλαισίου της τιμολογιακής πολιτικής για το νερό και
Χρηματοδότηση των νέων υποδομών από κοινοτικούς και εθνικούς πόρους.
Δέσποινα Σπανούδη, Πρωτοβουλία για τη Διασφαλιση της δημόσιας διαχείρισης του νερού
Η ανάγκη δημιουργίας κοινωνικοπολιτικού μετώπου για τη διασφάλιση του δημόσιου χαρακτήρα του νερού, την προστασία των φυσικών πόρων.
Η Αττική κηρύχθηκε σε λειψυδρία τις μέρες που ισχυρές βροχοπτώσεις προκαλέσαν για μια ακόμη φορά έντονα πλημμυρικά φαινόμενα. Παράλογο; Όχι και τόσο αν σκεφτούμε ότι η ύδρευση ολόκληρης της Αττικής ακόμη και της Αίγινας, γίνεται με νερό που μεταφέρεται από αποστάσεις που ξεπερνούν τα 200 χιλιόμετρα μέχρι τα διυλιστήρια της ΕΥΔΑΠ.
Σήμερα δεν έχει σχεδόν καμία σημασία αν βρέχει στην Αθήνα ή και σε όλη την Αττική. Όλα τα επιφανειακά νερά της Αθήνας ρίχνονται στη θάλασσα ενώ την ίδια στιγμή πλένουμε τα αμάξια μας, τους δρόμους, τις αυλές, ποτίζουμε τους κήπους και τα πάρκα μας, με διυλισμένο νερό που κουβαλάμε από τον Εύηνο και τον Μόρνο. Αν υλοποιηθεί ο Εύρυτος αύριο θα προέρχεται και από τον Καρπενησιώτη και τον Κρικελοπόταμο, ή το εξίσου καταστροφικό από αφαλάτωση της θάλασσας.
Από τα 700 περίπου ρέματα και ποτάμια της Αθήνας που υπήρχαν μέχρι και πριν εκατό χρόνια, έχουν απομείνει ελάχιστα ανοιχτά τμήματα ενώ όλα τα υπόλοιπα έχουν μετατραπεί σε ανοιχτούς ή κλειστούς οχετούς με αποστολή να παροχετεύουν το γλυκό νερό γρήγορα στη θάλασσα. Ακόμη και τα ελάχιστα ρέματα φυσικής ροής όπως της Πικροδάφνης, το Μεγάλο Ρέμα Ραφήνας, ο Ερασίνος, τα ανοιχτά τμήματα του Ποδονίφτη και του Κηφισού, όλα δέχονται συνεχείς «επιθέσεις» από την ίδια την Πολιτεία. Όμως από τις κοίτες των ποταμών που δεν υπάρχουν γίνεται κυρίως ο εμπλουτισμός των υπόγειων υδροφορέων, ειδικά σε μια πόλη τσιμεντοστρωμένη όπως η Αθήνα. Αυτό σήμερα δεν αποτελεί πρόβλημα αφού τόσο τα υπόγεια νερά της Αττικής όσο οι εκροές της Ψυττάλειας και των άλλων ΚΕΛ δεν αξιοποιούνται παρά ελάχιστα ενώ περίπου το 1/5 του νερού ύδρευσης χάνεται στις διαρροές των δικτύων μεταφοράς και διανομής.
Η αντιμετώπιση οποιουδήποτε κινδύνου λειψυδρίας απαιτεί ορθολογική διαχείριση και όχι επεκτατική δέσμευση υδατικών πόρων υπέρ ενός μη βιώσιμου μοντέλου και σε βάρος της Περιφέρειας.
Ένα διαφορετικό μοντέλο διαχείρισης του νερού δεν θα βασίζεται στην συνεχή προσφορά και την αύξηση της κατανάλωσης και των κερδών μιας μετοχοποιημένης εταιρείας αλλά στην εξοικονόμηση και την επαναχρησιμοποίηση. Δεν θα βασίζεται σε φαραωνικά έργα μεταφοράς νερού από ολοένα και πιο μακρινά μέρη, ούτε σε πανάκριβες, ενεργοβόρες, ρυπογόνες μονάδες αφαλάτωσης, αλλά στην αξιοποίηση και των υδάτινων πόρων της Αττικής από το νερό της βροχής και των πηγών, μέχρι το νερό των γεωτρήσεων.
Υπάρχει πλήθος προτάσεων από επιστημονικούς φορείς και από τη διεθνή εμπειρία που μπορούν να εφαρμοστούν τόσο στην Αττική, όσο και στις περιοχές της χώρας που έχουν αυξημένες ανάγκες και περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων:
Την ανακύκλωση του νερού από τις μονάδες επεξεργασίας λυμάτων σε βιομηχανικές χρήσεις, στην άρδευση και την καθαριότητα των κοινόχρηστων χώρων
Στην εξοικονόμηση με κλειστά και αυτοματοποιημένα δίκτυα άρδευσης που ειδικά για την Αττική αλλά και τη Βοιωτία από όπου αντλεί η ΕΥΔΑΠ, θα εξοικονομούσαν τεράστιες ποσότητες νερού. Συστήματα άρδευσης υψηλής απόδοσης, αισθητήρες εδάφους, μετεωρολογικοί σταθμοί και δορυφορικά δεδομένα, καθώς και στροφή σε καλλιέργειες με χαμηλότερες απαιτήσεις σε νερό, μπορούν να εξοικονομήσουν το μεγαλύτερο μέρος από το νερό που σήμερα πηγαίνει στην άρδευση που απορροφά το 80–85% της συνολικής κατανάλωσης νερού.
Την δημιουργία συστημάτων συλλογής βρόχινου νερού στα κτίρια και επεξεργασία του "γκρίζου" νερού (απόνερα πλυντηρίων, νιπτήρων, ντους) για χρήσεις που δεν απαιτούν πόσιμο νερό, όπως το πότισμα, η καθαριότητα κλπ
Την ενημέρωση του κοινού για καλές πρακτικές εξοικονόμησης νερού.
Τον εμπλουτισμό και αξιοποίηση των υπόγειων υδάτων, μέσα από την προστασία ή και την επανασύσταση ποταμών και την αύξηση των διαπερατών επιφανειών στις πόλεις. Το τελευταίο θα απαιτούσε ενδεικτικά:
Αύξηση των χώρων πρασίνου στις πόλεις (με χρήση ανθεκτικών φυτών που χρειάζονται λίγο νερό)
Δημιουργία λεκανών συγκράτησης, τάφρων διήθησης (swales), βροχοκήπων (rain gardens), "Πράσινων" Στεγών/ Τοίχων, διαπερατά Οδοστρώματα (Permeable Pavements) και άλλες υποδομές που επιτρέπουν στο νερό να διαποτίζει το έδαφος και να εμπλουτίζει τον υδροφόρο ορίζοντα. Τέτοιες υποδομές θα συμβάλλουν επιπλέον στη μείωση του φαινομένου της θερμικής νησίδας αλλά και των πλημμυρών.
Τέλος σημαντικός είναι ο περιορισμός χρήσεων που ρυπαίνουν και καταναλώνουν το νερό. Ένα διαφορετικό μοντέλο απαιτεί την αποκέντρωση και όχι τη συγκέντρωση υδροβόρων και ρυπαντικών δραστηριοτήτων στην Αττική.
Είναι φανερό ότι όλα τα παραπάνω προυποθέτουν ένα σχεδιασμό προσανατολισμένο στην προστασία και διαφύλαξη του νερού ως κοινού και πολύτιμου αγαθού σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση από το μοντέλο αγοράς και κατανάλωσης που προωθεί η Πολιτεία.
Μέχρι σήμερα η Πρωτοβουλία για τη Δημόσια Διαχείριση του νερού κατόρθωσε να φέρει μαζί συνδικαλιστές, επιστήμονες, δημοτικές παρατάξεις και κινήσεις πολιτών με αποτέλεσμα να μεγαλώσει την κινητοποίηση και να ενισχύσει τις θέσεις του κινήματος για το νερό. Απαιτείται ένα όσο γίνεται πιο ευρύ μέτωπο για τη διεκδίκηση τόσο του δημόσιου χαρακτήρα όσο και μιας οικολογικής διαχείρισης με στόχο τον περιορισμό των απωλειών και την μείωση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων.
Απευθύνουμε λοιπόν δημόσια έκκληση σε όλους, για την συμπαράταξη όσο το δυνατόν περισσότερων δυνάμεων για την προστασία του πιο ζωτικού αγαθού. Να μην επιτρέψουμε να συμβεί με το νερό αυτό που συνέβη με το ρεύμα.
1.
δεν είμαστε εναντίον της Αθήνας - είµαστε
υπέρ της Ευρυτανίας
2 Το νερό δεν
εἶναι “πλεόνασμα” -- εἶναι οικοσύστημα
8. Το σχέδιο είναι κοντόφθαλμο,
παρωχημένο και ἁνισο
δεν λέμε "όχι" στο δικαίωµα των πολιτών της Αττικής στο νερό.
Λεμε «οχι» σε µια λύση που θυσιάζει µια ολόκληρη περιοχή για να καλύψει προβλήματα που
δηµιουργηθήκαν αλλου, απὀ
λάθος σχεδιασμό δεκαετιών.
Η Ευρυτανία
δεν είναι δεξαμενή
Ειναι ενας ζωντανος
τοπος, µε ποτάμια, οικοσυστηµατα, αγροτική
ζωή και προοπτική ανάπτυξης
Το νερὀ
στηρίζει υδροφόρους ορίζοντες
διατηρει ποτάμια οικοσυστήματα
εξασφαλίζει μικροκλίµα
ϐ στηρίζει
γεωργία, κτηνοτροφία και τουρισμό
Αν το νερό αυτο εκτραπεί,
δεν χάνεται απλώς ένα ποτάμι.
Αποσταθεροποιείται ολόκληρη η
περιοχή
Λέμε ότι τα δικαιώµατα µιας
µικρής κοινωνίας δεν είναι λιγότερα
απὀ µιας µενάλης.
Αν δεχτούμε ότι
οι ορεινές περιοχές μπορούν να αδειάζουν
για να συντηρούνται τα αστικἁ κέντρα,
τοτε µιλάµε για εσωτερική αποικιοκρατία.
Η Ευρυτανία πληρώνει ἠδη:
με
πληθυσμµιακή ερήμωση
µε έλλειψη
υποδομών
με εγκατάλειψη από το κράτος
Και τώρα καλείται να πληρώσει και µε το νερό της
νιατί δεν έχει προηγηθεί
ουσιαστικός διάλογος µε τις τοπικές
κοινωνίες;
νιατί δεν παρουσιάστηκαν
εναλλακτικές λύσεις;
νιατί δεν
υπάρχει συνολικός εθνικός σχεδιασμός
υδάτων;
Η εμπειρία µας λέει ότι
τέτοια έργα ξεκινούν «μικρά» και
εξελίσσονται σε µη αναστρέψιµες
παρεμβάσεις.
Η εναλλακτική είναι να
σταματήσει η Αθήνα να ζει σαν να έχει
απεριόριστους
πόρους.
Υπαρχουν λυσεις
µειωση
απωλειών στα δίκτυα (χάνονται τεράστιες
ποσότητες)
ανακύκλωση νερού
αξιοποίηση
βροχινων υδάτων
θαλάσσια αφαλάτωση
µε σύψχρονες τεχνολογίες
Η εκτροπή ποταµων εἶναι λογική του περασμένου αιώνα
Εμπιστευόµαστε το κρατος οταν µας αντιμετωπίζει ὡς ισότιµους πολίτες, όχι ὡς περιοχή θυσίας
Ζηταμε.
διάλονο
διαφάνεια
και
σεβασμό
Όχι αποφάσεις από γραφεία
της Αθήνας για τόπους που κάποιοι δεν
έχο
υν επισκεφθεί ποτε.
«Η Χελιδόνα και η Ευρυτανία δεν λέμε όχι στην πρὀοδο.
Λέμε ὀχι στην ερήμωση.
Το
νερό είναι ζωή - και η ζωή δεν εκτρέπεται.»
Νικος Χρυσόγελος
Απομαγνητοφωνήθηκε από TurboScribe.ai. Αναβάθμιση σε Απεριόριστο για αφαίρεση αυτού του μηνύματος.
Η βιώσιμη διαχείριση των ιδαντικών πόρων είναι κάτι πάρα πολύ σοβαρό, ιδιαίτερα τώρα που βλέπουμε ότι μειώνονται δραστικά τα αποθέματα νερού στην Αττική και υπάρχουν οι επιπτώσεις ολοφάνερα πια της κλιματικής κρίσης που συμβάλλει στην ανωβρύ αλλά κυρίως συμβάλλει στην αλλαγή του κύκλου του νερού, δηλαδή έχουμε έντονες βροχοπτώσεις αλλά λιγότερη βροχή μέσα στο νωτήσιο κύκλο. Η Αττική και η Αθήνα είναι μια μεγάλη πυκνοκατοικημένη περιοχή και σημαίνει ότι έχουμε μεγάλη κατανάλωση του νερού αλλά αυτό δεν είναι κάτι το οποίο δεν μπορούμε να αλλάξουμε. Η στρατηγική πλέον πρέπει να λαμβάνει υπόψη ότι το νερό υπάρχει μέσα στην πόλη και πρέπει να το διαχειριστούμε.
Και ποιο είναι αυτό το νερό, είναι το νερό από τα λύματα, είναι τα υπόγεια νερά, είναι τα νερακατοπολικατοικίες και είναι εκεί το νερό που μπορεί να προέλθει από την εξοικονόμηση του. Επομένως, η στρατηγική πρέπει να είναι να στραφούμε μέσα στην πόλη και να δούμε πώς θα κάνουμε καλύτερη διαχείριση των νερών και όχι να πηγαίνουμε ακόμα πιο μακριά πέρα από τον Εύβονο για να φέρουμε νέες ποσότες νερού στην πόλη. Γιατί έτσι και αλλιώς η κλιματική κρίση βλέπουμε ότι θα έχει επιπτώσεις και πρέπει να δουλέψει μακροχρόνια και με μια οπτική βιωσιμότητας.
Τι μπορούμε να κάνουμε μέσα στην Αθήνα και αυτό προσπαθώ και εγώ να κάνω ως αντιδήμαρχος Αθηναίων. Το πρώτο είναι ότι πρέπει να κατανοήσουμε, να καταγράψουμε πού καταναλώνεται το νερό και τι μπορούμε να κάνουμε για να αποκαταστήσουμε πόσο νερό, με νερό που είναι καθαρό αλλά προέρχεται από την επεξεργασία του. Για παράδειγμα, τεράστιες ποσότητες καταλήγουν στα αλήματα, στην ψητάλια και γενικά καταλήγουν στο περιβάλλον.
Αυτές οι ποσότητες του νερού πριν φτάσουν στην ψητάλια θα μπορούσαν να μας δίνουν καθαρό επεξεργασμένο νερό το οποίο μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε παράδειγμα για πόδισμα, για πλήξη μοτοδρόμων, για καθαρισμό των κάδων κλπ. Αυτό είναι κάτι πάρα πολύ σημαντικό και όλοι οι Δήμοι θα πρέπει να συνεργαστούμε για να προωθήσουμε έργα τα οποία ήδη υπάρχουν. Υπάρχουν δύο έργα τέτοια στην Αθήνα, στο Μαρκόπουλο και στο Φιτόριο του Δήμου Αθηναίων.
Και ως Δήμος Αθηναίων προωθούμε σε συνεργασία και με το Πολυτεχνείο και με την ΕΙΔΑΠ δύο νέα τέτοια έργα για να μπορέσουμε να υποκαταστήσουμε νερό πόσιμο σε περιοχές που υπάρχει κυρίως και άλυση όπου χρησιμοποιούμε το νερό τσεϊδάπ ενώ μπορούμε να χρησιμοποιούμε το νερό το οποίο είναι αναχτημένο, είναι μια σαφής πρόκληση για επαναχρησιμοποίηση του νερού. Δεύτερο πολύ σημαντικό είναι να δούμε που υπάρχουν υπόγεια νερά και πέρα από τη γενική εικόνα των υπόγεια νερών κάτω από την πόλη ξέρουμε ότι υπάρχουν πολλά υπόγεια νερά σε πολυκατοικίες που προκαλούν και σημαντικές ζημιές. Στόχος μας είναι να συγκεντρώσουμε αυτά τα νερά και να τα αξιοποιούμε για πότισμα και για άλλες χρήσεις που δεν απαιτείται πόσιμο νερό.
Αυτό θα βοηθήσει πάρα πολύ και στην προστασία των πολυκατοικιών και στη μείωση των κινδύνων που συνεπάγεται η παρουσία αυτού του νερού και επιπλέον η υποκατάσταση του πόσιμου νερού για διάφορες χρήσεις από το νερό αυτό. Υπάρχουν βέβαια υπόγεια νερά και σε μεγαλύτερες λεκάνες. Είναι κάτι το οποίο προσπαθούμε να καταγράψουμε έτσι ώστε να δούμε πώς μπορούμε να αξιοποιήσουμε αυτά τα νερά.
Στο Δήμο Αθηναίων υπήρχαν παλιότερα μια σειρά απογειωτρήσεις, σήμερα είναι πολύ λιγότερο σε λειτουργία. Είναι κάτι το οποίο κοιτάμε να δούμε πώς μπορεί να προσταθούν. Ενώ υπάρχουν και πολλά πηγάδια σε σπίτια τα οποία μερικές φορές έχουν ακόμα νερό, μερικές φορές δεν έχουν.
Και θα έλεγα μεγάλη πηγή για το νερό μας στην πόλη είναι και τα πλημμυρικά νερά. Σήμερα εκεί που υπήρχαν ρέματα είναι καλυμμένοι οι δρόμοι και εκεί βλέπουμε να μετατρέπονται οι δρόμοι σε ποτάμια, το λέμε στην έκφρασή μας. Άρα χρειάζεται μια πολύ σοβαρή δουλειά και σε πεδοδήμουν και σε πεδοπεριφέρειες και κεντρικής δίκησης ώστε να δημιουργήσουμε μια νέα προσέγγιση για το θέμα της διαχείρισης των νερών.
Είναι η πόλη Σφουγγάρη, είναι η πόλη η οποία επιτρέπει στο νερό να διεσδίσει τον υδροφόρο ορίζοντα και να κατευθύνονται τα νερά, τα νερά από τους ταράτσες, από τους δρόμους, τα πλημμυρικά νερά σε πάρκα, σε πράσινο, σε χώμα, ώστε να εμπλουτίσει το υδροφόρο ως ορίζοντας. Αλλά και πιθανά να χρησιμοποιούμε αυτό το νερό με ήπειες τεχνικές για να μπορέσουμε να το αξιοποιήσουμε και να υποκαταστήσουμε νερό της πόλης. Μια πρώτη εκτίμηση, είναι κάτι όμως το οποίο δουλεύουμε ακόμα, είναι ότι παράδειγμα στο επίπεδο του Δήμου Αθηναίων, ο Δήμος χρησιμοποιεί περίπου ένα εκατομμύριο κυβικά μέτρα νερού αιτησίως, αλλά βέβαια η κατανάλωση μεγάλη είναι στα σπίτια, στους επαγγελματικούς χώρους κτλ, όπου μπορούν να γίνουν πάρα πολλά πράγματα.
Επενθυμίζω ότι σε πολλές πόλεις σήμερα δεν επιτρέπεται το νερό της βροχής να καταλήγει στον υπόνομο ή στον δρόμο. Για παράδειγμα, αν δει κάποιος το Βερολίνο, θα δει ότι είναι υποχρέωση να συλλέγονται τα νερά και να αξιοποιούνται από τις ταράτσες, από τους δρόμους, και μπορούμε με πράσινες ταράτσες και με άλλες πρακτικές να δούμε τέτοιες λύσεις. Ήδη στη συνεργασία με το Πολυτεχνείο κάνουμε ένα πρόγραμμα συλλογής του νερού της βροχής σε ταράτσα σχολείως, ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο για την καλλιέργεια βοτάνων όσο και λαχανόκοιπων.
Είναι πρακτικές λοιπόν τις οποίες πρέπει να αναπτύξουμε έτσι ώστε να δούμε πώς μπορούμε να περιορίσουμε τη σπατάλη νερού και να αυξήσουμε την επαναχρησιμοποίηση. Είναι κάτι το οποίο αφορά το περιβάλλον, την οικονομία και την κοινωνία.
Απομαγνητοφωνήθηκε από TurboScribe.ai. Αναβάθμιση σε Απεριόριστο για αφαίρεση αυτού του μηνύματος.
