Το ρουσφέτι: μια παλιά πρακτική που δεν πεθαίνει
Feb 12, 2019 10:07 am | admin2
Είναι πολύ ενδιαφέρον να μελετήσει κανείς τις λέξεις που έχουν περάσει από τα τούρκικα στην καθομιλουμένη και την αντίστοιχη έννοιά τους. «Χαβούζ», στα τουρκικά λίμνη έγινε στην καθομιλουμένη χαβούζα, δηλαδή τόπος εναπόθεσης λυμάτων και μολυσμένων υγρών. «Κιτάπ» και «τεφτέρ», περσικής προέλευσης λέξεις για το βιβλίο και το τετράδιο έγιναν κιτάπι και τεφτέρι, δηλαδή παλιό και χρησιμοποιημένο πρόχειρο δείγμα του αντιστοίχου είδους. «Μπαξίς», φιλοδώρημα, έγινε παράνομο και ύποπτο ποσό διατιθέμενο για δωροδοκία και τέλος «ρουσφέτ», που σημαίνει στα τούρκικα ότι σημαίνει και στα ελληνικά και είναι εξίσου καταδικαστέο.
Στα 32 χρόνια κοινοβουλευτικής μου ζωής συνάντησα άπειρους που μου ζητούσαν ρουσφέτι ή ευγενέστερα εξυπηρέτηση. Γενικά αρνιόμουνα. Είχα εφεύρει και δύο τακτικές. Η μια ήταν ανεπιτυχής, δηλαδή επίκληση του γενικού συμφέροντος, της ισότητας μεταξύ των πολιτών και της αξιοκρατίας, για τα οποία κανείς δεν έδινε δεκάρα. Η άλλη ήταν σχετικά επιτυχής. Συνήθως ερχόταν να ζητήσει το ρουσφέτι κάποιος συγγενής του ενδιαφερομένου νέου και εγώ λοιπόν έλεγα στον αιτούντα «να έρθει το ίδιο το παιδί να με συναντήσει, να τα πούμε». Συνήθως ο ενδιαφερόμενος άμεσα νέος δεν εμφανιζόταν χωρίς να ειδοποιήσει. Αυτό γινόταν για πολλούς λόγους. Δεν μπορούσε να ξυπνήσει τόσο νωρίς, παρασυρόταν από την παρέα του στην καφετέρια ή από τα ερωτικά του αισθήματα, δούλευε ήδη σε κάποια ευκαιριακή απασχόληση και ζητούσε απλώς διορισμό στο Δημόσιο. Αργομισθία δηλαδή. Εγώ πάντως γλίτωνα στις 9 από τις 10 περιπτώσεις τη δυσάρεστη επαφή μαζί του. Το Δημόσιο έχανε έναν ακόμα συμβασιούχο που θα διαδήλωνε αργότερα κραυγάζοντας «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη». Το τελικό επιχείρημα του συγγενούς ήταν ότι επικαλείτο την πιστή του σταυροφορία για τις εκλογές. Υπήρχαν κωμικές στιγμές όπως εκείνη η γυναίκα που μου ζητούσε μετάθεση φαντάρου και ψήφιζε 30 χρόνια για εμένα… στην Ηλιούπολη, δηλαδή σε άλλη εκλογική περιφέρεια. Όταν απελπιζόμουν και αγανακτούσα, ιδίως μετά το επιχείρημα «ο τάδε μας είπε ότι γίνεται» συμβούλευα να πάνε στον άλλο πολιτευτή, ίσως και στο άλλο κόμμα.
Το ελληνικό δημόσιο χρεωκόπησε από τη μάζα των δημοσίων υπαλλήλων, που αναιδέστατα αρνούντο κάθε αξιολόγηση με αποτέλεσμα να είναι ανεπαρκείς και κοστοβόροι ταυτόχρονα. Επειδή το ψάρι βρωμάει απ’ το κεφάλι, όταν ρουσφετολογεί ο υπουργός, ρουσφετολογούν και τα άλλα πολιτικά στελέχη του υπουργείου και μετά και άλλοι, οι ανώτεροι υπάλληλοι κλπ. αξιοποιώντας όποια εξουσία έχουν στα χέρια τους.
Όταν εκινήθησαν οι πρώτες ιδέες κατάργησης του ρουσφετιού είχα συνομιλήσει μία μέρα κατά τη διάρκεια μιας συνεδριάσεως της Βουλής είχα συνομιλήσει με τον μακαρίτη πρώην Δήμαρχο Τριπόλεως και νυν Βουλευτή Αρκαδίας Τάσο Σεχιώτη. Ο απόγονος αυτός του Κολοκοτρώνη στον οποίο έμοιαζε και ελαφρά, εκάπνιζε μακαρίως την πίπα του μαζί μου υπό τη σκέπη των θεωρείων της εθνοσυνέλευσης. Τότε δεν υπήρχε η σημερινή αντικαπνιστική υστερία. Με ρώτησε σε μια στιγμή ο Σεχιώτης πως τα πηγαίνω και εγώ διαμαρτυρήθηκα για την υφιστάμενη πίεση διορισμών στο Δημόσιο. Είπα ως επιχείρημα πως προεκλογικά το σημείο αυτό του λόγου μας που ανακοινώναμε την πρόθεση του κόμματος να καταργήσει το ρουσφέτι συναντούσε μεγάλη αποδοχή. Ο Σεχιώτης με κοίταξε έκπληκτος και είπε: «Μα εσύ είσαι αφελής. Εννοούσαν όταν χειροκροτούσαν ότι θα καταργήσουμε τα ρουσφέτια των δεξιών για να κάνουμε επιτέλους τα δικά μας».
Πολύ καιρό αργότερα και με διάφορες δολιχοδρομήσεις το ΠΑΣΟΚ αποφάσισε να φέρει στη Βουλή τον λεγόμενο Νόμο Πεπονή. Η κοινή γνώμη «του χώρου» ήταν σαφώς αντίθετη. Στη Βουλή είχα μιλήσει και εγώ (εκ των ελαχίστων) με θέρμη και υποστήριξα το νομοσχέδιο του Πεπονή το οποίο ψηφίστηκε τελικά με την εφαρμογή κανόνων κομματικής πειθαρχίας. Το βράδυ της ψήφισης είχα να πάω στα εγκαίνια νέων γραφείων στη Νέα Πέραμο. Οι κάτοικοι είναι Μικρασιατικής προέλευσης, ψαράδες και ναυτικοί, προοδευτικών γενικά απόψεων και αντιλήψεων. Το κλίμα ήταν εχθρικό για εμένα. Είχα προδώσει τις απόψεις τους που ήταν υπέρ του διορισμού στο δημόσιο κάποιου προσώπου μέλους της οικογένειάς τους. Το επιχείρημά μου, ότι αν το κόμμα ωφελείτο από τους διορισμούς και αν οι δεξιοί κυβερνούσαν ανενόχλητοι την Ελλάδα 150 χρόνια δεν ήταν δυνατόν η ΑΔΕΔΥ να έχει πλειοψηφία και ηγεσία ΠΑΣΟΚ, δεν έπιανε τόπο.
Το ΑΣΕΠ έγινε στόχος πολλών επιθέσεων, συνήθως έμμεσων. Θα ήταν, πραγματικά, έκπληξη αν η πλειοψηφία ΑΝΕΛ – ΣΥΡΙΖΑ το άφηνε να κάνει τη δουλειά του. Έχει όμως σημασία να δούμε πως υπονομεύεται το ΑΣΕΠ από την παρούσα κυβέρνηση. Γιατί οι οπαδοί της σημερινής κυβέρνησης που διορίζονται στο Δημόσιο με συμβάσεις εργασίας ή έργου δεν είναι απλώς οπαδοί ενός άλλου κόμματος. Είναι οπαδοί ενός άλλου πολιτεύματος. Δηλαδή αναρχοφασιστικής ιδεολογίας. Προ ημερών ο κ. Θάνος Παπαϊωάννου πρώην Γεν. Γραμματέας της Βουλής και Αντιπρόεδρος του ΑΣΕΠ σε άρθρο του με τίτλο «Γιατί καθυστερούν οι προσλήψεις μέσω ΑΣΕΠ» αναφέρει ότι 338.178 υποψηφιότητες εκκρεμούν για μόλις 13.569 θέσεις μονίμων σε 42 διαδικασίες προσλήψεων που αφορούν το ΑΣΕΠ. Επίσης καθυστερεί η επιλογή 77 διοικητικών γραμματέων από 4.673 υποψηφιότητες και η επιλογή 103 Γενικών Διευθυντών καθώς 463 Διευθυντών. Το υπόλοιπο του άρθρου έχει μεγάλο ενδιαφέρον όμως εμείς θα αρκεστούμε σε μια φράση του κ. Παπαϊωάννου από το ίδιο κείμενο: «είναι σαφές ότι φέτος δοκιμάζονται οι αντοχές του ΑΣΕΠ».
Feb 12, 2019 10:07 am | admin2
Είναι πολύ ενδιαφέρον να μελετήσει κανείς τις λέξεις που έχουν περάσει από τα τούρκικα στην καθομιλουμένη και την αντίστοιχη έννοιά τους. «Χαβούζ», στα τουρκικά λίμνη έγινε στην καθομιλουμένη χαβούζα, δηλαδή τόπος εναπόθεσης λυμάτων και μολυσμένων υγρών. «Κιτάπ» και «τεφτέρ», περσικής προέλευσης λέξεις για το βιβλίο και το τετράδιο έγιναν κιτάπι και τεφτέρι, δηλαδή παλιό και χρησιμοποιημένο πρόχειρο δείγμα του αντιστοίχου είδους. «Μπαξίς», φιλοδώρημα, έγινε παράνομο και ύποπτο ποσό διατιθέμενο για δωροδοκία και τέλος «ρουσφέτ», που σημαίνει στα τούρκικα ότι σημαίνει και στα ελληνικά και είναι εξίσου καταδικαστέο.
Στα 32 χρόνια κοινοβουλευτικής μου ζωής συνάντησα άπειρους που μου ζητούσαν ρουσφέτι ή ευγενέστερα εξυπηρέτηση. Γενικά αρνιόμουνα. Είχα εφεύρει και δύο τακτικές. Η μια ήταν ανεπιτυχής, δηλαδή επίκληση του γενικού συμφέροντος, της ισότητας μεταξύ των πολιτών και της αξιοκρατίας, για τα οποία κανείς δεν έδινε δεκάρα. Η άλλη ήταν σχετικά επιτυχής. Συνήθως ερχόταν να ζητήσει το ρουσφέτι κάποιος συγγενής του ενδιαφερομένου νέου και εγώ λοιπόν έλεγα στον αιτούντα «να έρθει το ίδιο το παιδί να με συναντήσει, να τα πούμε». Συνήθως ο ενδιαφερόμενος άμεσα νέος δεν εμφανιζόταν χωρίς να ειδοποιήσει. Αυτό γινόταν για πολλούς λόγους. Δεν μπορούσε να ξυπνήσει τόσο νωρίς, παρασυρόταν από την παρέα του στην καφετέρια ή από τα ερωτικά του αισθήματα, δούλευε ήδη σε κάποια ευκαιριακή απασχόληση και ζητούσε απλώς διορισμό στο Δημόσιο. Αργομισθία δηλαδή. Εγώ πάντως γλίτωνα στις 9 από τις 10 περιπτώσεις τη δυσάρεστη επαφή μαζί του. Το Δημόσιο έχανε έναν ακόμα συμβασιούχο που θα διαδήλωνε αργότερα κραυγάζοντας «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη». Το τελικό επιχείρημα του συγγενούς ήταν ότι επικαλείτο την πιστή του σταυροφορία για τις εκλογές. Υπήρχαν κωμικές στιγμές όπως εκείνη η γυναίκα που μου ζητούσε μετάθεση φαντάρου και ψήφιζε 30 χρόνια για εμένα… στην Ηλιούπολη, δηλαδή σε άλλη εκλογική περιφέρεια. Όταν απελπιζόμουν και αγανακτούσα, ιδίως μετά το επιχείρημα «ο τάδε μας είπε ότι γίνεται» συμβούλευα να πάνε στον άλλο πολιτευτή, ίσως και στο άλλο κόμμα.
Το ελληνικό δημόσιο χρεωκόπησε από τη μάζα των δημοσίων υπαλλήλων, που αναιδέστατα αρνούντο κάθε αξιολόγηση με αποτέλεσμα να είναι ανεπαρκείς και κοστοβόροι ταυτόχρονα. Επειδή το ψάρι βρωμάει απ’ το κεφάλι, όταν ρουσφετολογεί ο υπουργός, ρουσφετολογούν και τα άλλα πολιτικά στελέχη του υπουργείου και μετά και άλλοι, οι ανώτεροι υπάλληλοι κλπ. αξιοποιώντας όποια εξουσία έχουν στα χέρια τους.
Όταν εκινήθησαν οι πρώτες ιδέες κατάργησης του ρουσφετιού είχα συνομιλήσει μία μέρα κατά τη διάρκεια μιας συνεδριάσεως της Βουλής είχα συνομιλήσει με τον μακαρίτη πρώην Δήμαρχο Τριπόλεως και νυν Βουλευτή Αρκαδίας Τάσο Σεχιώτη. Ο απόγονος αυτός του Κολοκοτρώνη στον οποίο έμοιαζε και ελαφρά, εκάπνιζε μακαρίως την πίπα του μαζί μου υπό τη σκέπη των θεωρείων της εθνοσυνέλευσης. Τότε δεν υπήρχε η σημερινή αντικαπνιστική υστερία. Με ρώτησε σε μια στιγμή ο Σεχιώτης πως τα πηγαίνω και εγώ διαμαρτυρήθηκα για την υφιστάμενη πίεση διορισμών στο Δημόσιο. Είπα ως επιχείρημα πως προεκλογικά το σημείο αυτό του λόγου μας που ανακοινώναμε την πρόθεση του κόμματος να καταργήσει το ρουσφέτι συναντούσε μεγάλη αποδοχή. Ο Σεχιώτης με κοίταξε έκπληκτος και είπε: «Μα εσύ είσαι αφελής. Εννοούσαν όταν χειροκροτούσαν ότι θα καταργήσουμε τα ρουσφέτια των δεξιών για να κάνουμε επιτέλους τα δικά μας».
Πολύ καιρό αργότερα και με διάφορες δολιχοδρομήσεις το ΠΑΣΟΚ αποφάσισε να φέρει στη Βουλή τον λεγόμενο Νόμο Πεπονή. Η κοινή γνώμη «του χώρου» ήταν σαφώς αντίθετη. Στη Βουλή είχα μιλήσει και εγώ (εκ των ελαχίστων) με θέρμη και υποστήριξα το νομοσχέδιο του Πεπονή το οποίο ψηφίστηκε τελικά με την εφαρμογή κανόνων κομματικής πειθαρχίας. Το βράδυ της ψήφισης είχα να πάω στα εγκαίνια νέων γραφείων στη Νέα Πέραμο. Οι κάτοικοι είναι Μικρασιατικής προέλευσης, ψαράδες και ναυτικοί, προοδευτικών γενικά απόψεων και αντιλήψεων. Το κλίμα ήταν εχθρικό για εμένα. Είχα προδώσει τις απόψεις τους που ήταν υπέρ του διορισμού στο δημόσιο κάποιου προσώπου μέλους της οικογένειάς τους. Το επιχείρημά μου, ότι αν το κόμμα ωφελείτο από τους διορισμούς και αν οι δεξιοί κυβερνούσαν ανενόχλητοι την Ελλάδα 150 χρόνια δεν ήταν δυνατόν η ΑΔΕΔΥ να έχει πλειοψηφία και ηγεσία ΠΑΣΟΚ, δεν έπιανε τόπο.
Το ΑΣΕΠ έγινε στόχος πολλών επιθέσεων, συνήθως έμμεσων. Θα ήταν, πραγματικά, έκπληξη αν η πλειοψηφία ΑΝΕΛ – ΣΥΡΙΖΑ το άφηνε να κάνει τη δουλειά του. Έχει όμως σημασία να δούμε πως υπονομεύεται το ΑΣΕΠ από την παρούσα κυβέρνηση. Γιατί οι οπαδοί της σημερινής κυβέρνησης που διορίζονται στο Δημόσιο με συμβάσεις εργασίας ή έργου δεν είναι απλώς οπαδοί ενός άλλου κόμματος. Είναι οπαδοί ενός άλλου πολιτεύματος. Δηλαδή αναρχοφασιστικής ιδεολογίας. Προ ημερών ο κ. Θάνος Παπαϊωάννου πρώην Γεν. Γραμματέας της Βουλής και Αντιπρόεδρος του ΑΣΕΠ σε άρθρο του με τίτλο «Γιατί καθυστερούν οι προσλήψεις μέσω ΑΣΕΠ» αναφέρει ότι 338.178 υποψηφιότητες εκκρεμούν για μόλις 13.569 θέσεις μονίμων σε 42 διαδικασίες προσλήψεων που αφορούν το ΑΣΕΠ. Επίσης καθυστερεί η επιλογή 77 διοικητικών γραμματέων από 4.673 υποψηφιότητες και η επιλογή 103 Γενικών Διευθυντών καθώς 463 Διευθυντών. Το υπόλοιπο του άρθρου έχει μεγάλο ενδιαφέρον όμως εμείς θα αρκεστούμε σε μια φράση του κ. Παπαϊωάννου από το ίδιο κείμενο: «είναι σαφές ότι φέτος δοκιμάζονται οι αντοχές του ΑΣΕΠ».