8 Απριλίου, 2024Στα 3,5 δισ. ευρώ το όφελος της αποεπένδυσης από συστημικές και μη τράπεζες
Από το Γραφείο Τύπου του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών εκδόθηκε η ακόλουθη ανακοίνωση:
Θέλουμε εύρωστο τραπεζικό σύστημα και τα στοιχεία δείχνουν ότι κινούμαστε προς αυτή την κατεύθυνση.Όμως κερδοφορία δεν σημαίνει ασυδοσία, ευρωστία δεν σημαίνει απληστία και στήριξη στο τραπεζικό σύστημα δεν σημαίνει αυθαιρεσία.
Το μήνυμα αυτό έστειλε ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κωστής Χατζηδάκης, κατά την ομιλία του στη Βουλή στο πλαίσιο ενημέρωσης των Επιτροπών Οικονομικών Υποθέσεων και Παραγωγής και Εμπορίου σχετικά με το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Στη συνεδρίαση συμμετείχαν ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Ιωάννης Στουρνάρας, ο Πρόεδρος του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας Ανδρέας Βερύκιος και ο Διευθύνων Σύμβουλος Ηλίας Ξηρουχάκης και ανώτερα στελέχη των δύο οργανισμών.
«Θέλουμε εύρωστες τράπεζες όχι μόνο επειδή οι ζημιές πληρώνονται τελικά -όπως είδαμε δυστυχώς- από τους ίδιους τους πολίτες. Αλλά και για έναν ακόμη λόγο που έχει να κάνει με τη διευθέτηση της εκκρεμότητας του αναβαλλόμενου φόρου. Ζημιογόνες διαχειρίσεις στις τράπεζες δεν ωφελούν ούτε το Δημόσιο ούτε τους φορολογούμενους. Θετικά αποτελέσματα για τις τράπεζες σημαίνουν γι’αυτόν ακριβώς το λόγο και θετικά αποτελέσματα για το Δημόσιο. Και τα στοιχεία δείχνουν ότι ήδη κινούμαστε προς αυτή την κατεύθυνση», υπογράμμισε ο υπουργός, αναφερόμενος μεταξύ άλλων:
-Στη μείωση των κόκκινων δανείων, στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών από 71,2 δις. ευρώ το τρίτο τρίμηνο του 2019 σε 11,7 δις. ευρώ το τρίτο τρίμηνο του 2023.
-Στη συνολική μείωσή τους, τόσο στις τράπεζες όσο και σε servicers, από 92 δισ. ευρώ το 2019 σε 73 δισ. ευρώ το 2023.
-Στην αύξηση των καταθέσεων από 150 δισ. ευρώ το 2019 στα 195 δισ. ευρώ στο τέλος του 2023.
-Στην -έστω βαθμιαία- ενίσχυση της τραπεζικής πιστωτικής επέκτασης σε σχέση με το 2019, και τη βελτίωση των συνθηκών παροχής χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας.
Ο κ. Χατζηδάκης σημείωσε με έμφαση ότι η κυβέρνηση αποδίδει μεγάλη σημασία στον ανταγωνισμό, που είναι το «κλειδί» για λειτουργία των τραπεζών, όχι μόνο επ’ ωφελεία των μετόχων τους, αλλά επ’ ωφελεία των καταθετών, των δανειοληπτών και συνολικότερα των πολιτών και των επιχειρήσεων. «Η Επιτροπή Ανταγωνισμού έκανε ήδη τη δουλειά της σε σχέση με ζητήματα εναρμονισμένων πρακτικών στις προμήθειες. Και είμαι βέβαιος ότι θα συνεχίσει να την κάνει. Και εμείς, όμως, ως Πολιτεία κινούμαστε έχοντας ως υψηλή προτεραιότητα τον ανταγωνισμό στο τραπεζικό σύστημα», ανέφερε.
«Γι’αυτό επιτρέψαμε σε μη τραπεζικά ιδρύματα να χορηγούν δάνεια. Γι’αυτό στηρίζουμε το σύστημα IRIS. Γι’αυτό καταστήσαμε αφορολόγητη την απόκτηση έντοκων γραμματίων του Δημοσίου. Και γι’αυτό, επίσης, προωθούμε την ανάδειξη του λεγόμενου πέμπτου πυλώνα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, που θα ενισχύσει τον ανταγωνισμό στον τομέα και θα προσφέρει ένα ευρύτερο φάσμα επιλογών για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά», πρόσθεσε.
Ο υπουργός επανέλαβε για πολλοστή φορά ότι το Δημόσιο είχε σημαντικό οικονομικό όφελος από την αποεπένδυση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας από τις τράπεζες, το οποίο αν συνυπολογιστούν και οι μη συστημικές τράπεζες φθάνει μέχρι στιγμής στα 3,5 δισ. ευρώ. Σημείωσε επίσης ότι χάρη στην ανακεφαλαιοποίηση διασώθηκαν οι καταθέσεις των Ελλήνων ενώ προστατεύθηκαν οι ελληνικές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά από μια συνολικότερη κατάρρευση και κρίση. Απάντησε επίσης:
-Στην ανάλυση δύο μελετητών του ΚΕΠΕ την οποία επικαλούνται συχνά στελέχη της αντιπολίτευσης. «Η ανάλυση αυτή βλέπει το δέντρο και χάνει το δάσος. Αγνοεί, δηλαδή, στον υπολογισμό κόστους-οφέλους, το όφελος το οποίο έχει υπάρξει για το Δημόσιο από το PSI. Το Δημόσιο θα έπρεπε να επιστρέψει στις τράπεζες σχεδόν 60 δισεκατομμύρια από αγορά ομολόγων, αλλά λόγω του PSI επέστρεψε τα μισά. Αυτό είναι πολύ ξεκάθαρο, πολύ σαφές, πολύ συγκεκριμένο. Δεν είναι δυνατόν να αγνοείται σε οποιαδήποτε προσέγγιση για το ζήτημα αυτό», υπογράμμισε.
-Στην κριτική της αντιπολίτευσης, σύμφωνα με την οποία δεν θα έπρεπε να γίνει τώρα η αποεπένδυση, αλλά αργότερα ή καθόλου. «Εκμεταλλευτήκαμε τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται στο ευρύτερο περιβάλλον», ανέφερε ο υπουργός. «Πρώτον, διότι τώρα η συγκυρία ήταν ευνοϊκή, καθώς η αποεπένδυση έρχεται ύστερα από την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, τη θετική πορεία των περισσότερων βασικών μεγεθών της οικονομίας. Δεύτερον, διότι έτσι επιστρέφουμε στην κανονικότητα. Τρίτον, διότι η ίδια η διαδικασία της αποεπένδυσης επιδρά θετικά, όχι μόνο στο τραπεζικό σύστημα, αλλά συνολικά στην οικονομία. Και τέταρτον, διότι με τους αυξημένους γεωπολιτικούς κινδύνους και τη διεθνή ρευστότητα, η αγνόηση της θετικής συγκυρίας θα ήταν μια αδικαιολόγητη επιπολαιότητα, ένα ρίσκο το οποίο δεν χρειαζόταν κανένας να αναλάβει».
Ο κ. Χατζηδάκης τόνισε ότι πέρα από την αποεπένδυση η πολιτική της κυβέρνησης για τις τράπεζες περιλαμβάνει έξι ακόμη στοιχεία:
–Πρώτον, τη ρύθμιση του νόμου 5072/2023 με την οποία επετράπη σε μη τραπεζικά ιδρύματα να μπορούν να δίνουν στεγαστικά και κάποιας μορφής επιχειρηματικά δάνεια, με στόχο να ενισχυθεί ο ανταγωνισμός στο τραπεζικό σύστημα.
–Δεύτερον, την κατάργηση της φορολογίας στην απόκτηση έντοκων γραμματίων του Δημοσίου στα οποία το επιτόκιο αυτή την περίοδο κυμαίνεται ανάμεσα στο 3,5 και στο 4%, «στέλνοντας προς όλες τις κατευθύνσεις το μήνυμα για τα χαμηλά επιτόκια χορηγήσεων».
–Τρίτον, την υποχρέωση των servicers που χειρίζονται κόκκινα δάνεια – που έχει ήδη τεθεί σε εφαρμογή – να ενημερώνουν τους δανειολήπτες σε σχέση με το λογαριασμό τους, με τα οφειλόμενα, με κάθε σχετική λεπτομέρεια!
–Τέταρτον, τον εκσυγχρονισμό, διεύρυνση και επιτάχυνση του εξωδικαστικού μηχανισμού (επιπλέον «κούρεμα» έως 28% της οφειλής σε δάνεια με εμπράγματη εξασφάλιση, μείωση του επιτοκίου για όλες τις ρυθμίσεις οφειλών στο 3% για 3 έτη, υποχρέωση για τις Τράπεζες, τους servicers και το Δημόσιο να αποδεχτούν την πρόταση του εξωδικαστικού μηχανισμού για τους ευάλωτους οφειλέτες). Τα αποτελέσματα είναι ήδη ορατά καθώς στο πρώτο τρίμηνο του έτους έγιναν υπερδιπλάσιες αιτήσεις σε σχέση με το 2023.
–Πέμπτον, το μήνυμα προς όλους τους παράγοντες της αγοράς για μείωση των χρεώσεων στα POS, ιδιαίτερα όταν αφορούν σε μικρού ύψους συναλλαγές, το οποίο έχει ήδη γίνει κατανοητό, τομέας στον οποίο αναμένονται θετικές εξελίξεις στο επόμενο χρονικό διάστημα.
–Έκτον, τη στήριξη και προβολή των εναλλακτικών συστημάτων πληρωμών, επί του παρόντος του IRIS, το οποίο θα διευρυνθεί μέχρι το τέλος της χρονιάς για να καλύψει όχι μόνο ελεύθερους επαγγελματίες, αλλά κάθε μορφής επιχείρηση με την οποία συναλλάσσεται ο μέσος πολίτης. Το IRIS εξασφαλίζει μηδενικές προμήθειες για τους καταναλωτές για συναλλαγές μέχρι 500 ευρώ και πολύ χαμηλότερες προμήθειες για τους επαγγελματίες.
Αναφέρθηκε εξάλλου στις πρωτοβουλίες για τη στήριξη της ρευστότητας, ιδιαίτερα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, με την αξιοποίηση κεφαλαίων από το ΕΣΠΑ, από το Ταμείο Ανάκαμψης και από την Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα. Όπως είπε, το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Ανταγωνιστικότητα» του ΕΣΠΑ που αφορά αποκλειστικά τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις έχει συνολικό προϋπολογισμό δημόσιας δαπάνης σχεδόν 4 δις. ευρώ, στο δανειακό σκέλος του Ταμείου Ανάκαμψης το 47% των συμβασιοποιημένων επενδυτικών σχεδίων αφορά σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ενώ η Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα μόνο το 2023 εκταμίευσε δάνεια προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις συνολικού ύψους 933 εκατ. ευρώ.
«Το τραπεζικό σύστημα την περασμένη δεκαετία πέρασε μία άνευ προηγουμένου δοκιμασία», ανέφερε ο κ. Χατζηδάκης και κατέληξε:«Μαγικές συνταγές αποθεραπείας δεν υπάρχουν. Είναι, όμως, βέβαιο ότι τα τελευταία χρόνια έχει γίνει μία πολύ μεγάλη πρόοδος. Και είμαστε εδώ να συνεχίσουμε αυτή την προσπάθεια στηριγμένοι σε καλές διεθνείς πρακτικές και με σεβασμό των κανόνων που τίθενται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, τον SSM και την Τράπεζα της Ελλάδας. Αλλά και προσανατολισμένοι σταθερά στον ανταγωνισμό μέσα στο τραπεζικό σύστημα, που είναι βασική προϋπόθεση για μια ομαλή λειτουργία των τραπεζών, των επιχειρήσεων, της εθνικής οικονομίας!»
ΑΠΟ ΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ