Άρθρο στην Real News της Κυριακής με τίτλο «Συμφωνία G7:
"Οι πολυεθνικές στο δρόμο της οικονομικής δικαιοσύνης".
Η συμφωνία στη σύνοδο των G7 για διεθνή πρόβλεψη ελάχιστου φορολογικού συντελεστή 15% επί των κερδών για τις πολυεθνικές εταιρίες αποτελεί ιστορικό γεγονός και ένα πολύ σημαντικό βήμα καταπολέμησης του μεγάλου προβλήματος που είναι τα μειωμένα φορολογικά έσοδα για τη συντριπτική πλειοψηφία των κρατών, ασχέτως μεγέθους οικονομίας. Ουσιαστικά με τον τρόπο αυτό μπορεί να ανατραπεί το φαινόμενο των «φορολογικών παραδείσων» που ανά τον κόσμο έχουν διαμορφωθεί ως περιβάλλον σκανδαλώδους φοροδιαφυγής και ιδιαίτερα προκλητικής φοροαποφυγής. Πιο συγκεκριμένα, με τη νέα συμφωνία, ακόμη και σε χώρες όπου οι φορολογικοί συντελεστές παραμείνουν χαμηλότεροι, οι πολυεθνικές θα υποχρεώνονται να πληρώνουν στη χώρα της βάσης τους την διαφορά φόρου έως το 15%, οπότε παύει να έχει νόημα (άρα, να είναι κίνητρο…) η θέσπιση χαμηλότερων συντελεστών.
Στην χώρας μας η αναζήτηση της χαμηλότερης δυνατής φορολογικής επιβάρυνσης (μέσω δημιουργίας εταιρικής έδρας σε «φορολογικό παράδεισο») είχε και μια άλλη έκφανση: τη διαμόρφωση πολύ υψηλών τιμών λιανικής, ώστε σε συνδυασμό με τη χαμηλή φορολογία να δημιουργούνται μεγάλα κέρδη για την επιχείρηση, τα οποία προέρχονται από τις υψηλές τιμές που επιβαρύνουν τον καταναλωτή και από την μεταφορά του φορολογικού βάρους. Πολλοί όμιλοι εταιρειών εφαρμόζουν την τιμολογιακή πολιτική τους, καθορίζουν την κατανομή των κερδών στις διάφορες εταιρείες του ομίλου και διαμορφώνουν τη συνολική φορολογική επιβάρυνσή τους, αυξάνοντας με τεχνητό τρόπο τη φορολογητέα βάση τους σε ένα κράτος και μειώνοντας την σε ένα άλλο, επιλέγοντας χώρες με χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές για να φορολογηθούν και καταφεύγοντας στην υπερτιμολόγηση και υποτιμολόγηση αγαθών και υπηρεσιών.
Για την αντιμετώπιση αυτής της στρέβλωσης της λειτουργίας της ελεύθερης αγοράς η Ελληνική Πολιτεία είχε θεσπίσει, το 2008 με το Νόμο 3728/2008, το θεσμικό πλαίσιο τεκμηρίωσης ενδοομιλικών συναλλαγών – γνωστό διεθνώς ως transfer pricing. Με το μέτρο αυτό καθιερωνόταν υποχρέωση των συνδεδεμένων επιχειρήσεων να συναλλάσσονται μεταξύ τους ως ανεξάρτητες επιχειρήσεις, ώστε να διασφαλίζεται ότι θα κερδίζουν από τις συναλλαγές τους ό,τι θα κέρδιζε και μια ανεξάρτητη εταιρεία, και ότι η τιμή πώλησης των προϊόντων θα ανταποκρίνεται στις πραγματικές συνθήκες της αγοράς. Σε περίπτωση καταγραφής τιμής πώλησης διαφορετικής από χώρα σε χώρα, προβλεπόταν υποχρέωση τεκμηρίωσης αυτής της διαφοράς, ενώ η υποχρέωση τεκμηρίωσης επιβαλλόταν σε όλες τις συναλλαγές μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων με προδιαγραφές του ΟΟΣΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Με τον τρόπο αυτό γινόταν προσπάθεια να μειωθεί το όφελος που αποκόμιζε η πολυεθνική επιχείρηση από την επιλογή φορολογίας σε χώρα με χαμηλούς συντελεστές, διατηρώντας υψηλές τις τιμές των προϊόντων της, εις βάρος των καταναλωτών. Τέτοιες ρυθμίσεις όχι μόνο δεν αποτελούν πλήγμα στην ελεύθερη αγορά αλλά μηχανισμό οριοθέτησής της και περιορισμού της αισχροκέρδειας, υπενθυμίζοντας σε όλους ότι ελεύθερη αγορά δε σημαίνει και ασύδοτη αγορά.
Οι κανόνες είναι απαραίτητοι, ιδιαίτερα σε περιόδους ανόδου των τιμών, όπως αυτή που τείνει να διαμορφωθεί αυτήν την εποχή λόγω της πανδημίας.
Εάν κάποιος δει αυτή τη ρύθμιση του transfer pricing σε σχέση με τη νέα συμφωνία για τον ενιαίο φορολογικό συντελεστή 15% για τις πολυεθνικές, μπορεί πολύ απλά να πει ότι πρόκειται για τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Πρόκειται για μια μορφή οικονομικής δικαιοσύνης.
Στην Ελλάδα και στους κόλπους της ΝΔ από καιρό έχει συζητηθεί ο στόχος της χαμηλής φορολόγησης των εισοδημάτων φυσικών και νομικών προσώπων προκειμένου να επιτευχθεί ο περιορισμός της φοροδιαφυγής και φορο-αποφυγής και το 15% ως ανώτατος φορολογικός συντελεστής έχει συμπεριληφθεί και στους προγραμματικούς στόχους της ΝΔ.
Δρομολογείται κατάργηση του φόρου αλληλεγγύης από το 2022 και μία πρόσθετη μείωση 8% στον ΕΝΦΙΑ. Τώρα τα βήματα αποκλιμάκωσης της φορολογίας που πραγματοποιούνται στην Ελλάδα, θα μπουν σε υψηλότερες ταχύτητες. Η συμφωνία των G7, θα ωθήσει όλες τις χώρες προς αυτή την κατεύθυνση. Στην ΕΕ υπάρχει η βούληση να προχωρήσουμε σε μια ενιαία και χαμηλή φορολόγηση των πολιτών και των επιχειρήσεων και η Ελλάδα πρέπει σε αυτή την περίπτωση να μπει μπροστά και όχι απλά να ακολουθήσει.