Παρασκευή 9 Απριλίου 2021
Τοποθετήσεις Ευάγγελου Βενιζέλου στο συνέδριο του Economist «Greece: 200 years of Economic Survival» στην ενότητα: «Greece’s self reflection: Failures of the past, lessons for the future» (8.4.2021)*
Πρώτη τοποθέτηση
Είναι πολύ δύσκολο να αξιολογήσεις μέσα σε ελάχιστα λεπτά, 200 χρόνια ελεύθερου εθνικού βίου, αλλά γενικεύοντας και αφαιρώντας θα έλεγα, πρώτον, ότι τα 200 αυτά χρόνια είναι γεμάτα από αποτυχίες και επιτυχίες. Δεν είναι τυχαίο ότι εμείς γιορτάζουμε πολλές ήττες. Έχουμε μια επίδοση στο να γιορτάζουμε ήττες και αυτή η αντίφαση ενσωματώνεται στην Ελληνική Ιστορία, η οποία γιορτάζει τώρα τα 200 χρόνια από την έκρηξη της Επανάστασης, η οποία στρατιωτικά απέτυχε, γιατί ο Ιμπραήμ νίκησε στην Πελοπόννησο, αλλά οδήγησε στη Ναυμαχία του Ναυαρίνου και στο ανεξάρτητο ελληνικό κράτος. Γιορτάζουμε το 2021, τα 200 χρόνια από την Παλιγγενεσία και το 2022 τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή, που είναι μια παταγώδης ήττα, αλλά και μια μεγαλειώδης επιτυχία γιατί υποδεχθήκαμε και ενσωματώσαμε τους πρόσφυγες, διαμορφώσαμε τη νέα εθνική ταυτότητα και το νέο σύγχρονο δυτικό ελληνικό κράτος. Άρα, είναι ένα success story η Ελλάδα των 200 αυτών ετών.
Δεύτερον, ο ελληνικός λαός δεν απέκτησε ποτέ πλήρη συνείδηση του εθνικού κεκτημένου. Πάντα το υποβαθμίζει και ως εκ τούτου το θέτει υπό διακινδύνευση με πολλή μεγάλη ευκολία. Έχει ένα σύμπλεγμα τυπολογικής κατωτερότητας, όπως λέω, σε σχέση με την Ευρώπη, με τη Δύση, θεωρεί όμως ότι είναι ιδιοσυγκρασιακά ανώτερος και ότι θα τα καταφέρει όλα, γιατί ο λαός έχει μια ιδιαίτερη σχέση με τον Θεό, ο οποίος είναι φιλέλλην. Όμως τα πράγματα δεν είναι έτσι. Χρειάζεται να ξέρουμε τι ακριβώς έχουμε κατακτήσει για να το σεβόμαστε.
Τρίτον, η χώρα έχει κάνει μια κατ΄ επανάληψη καθαρή δυτική επιλογή, είναι μια δυτική χώρα όχι από την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ΝΑΤΟ, αλλά θα έλεγα, από την ίδια την διαδικασία αναγνώριση της Ανεξαρτησίας της. Εν τούτοις, έχει μια ανατολική ενοχή. Πάντα βλέπει, με ιδιαίτερη συμπάθεια, προς Ανατολάς και αρνείται να αποδεχθεί τον δυτικό εαυτό της που είναι το κεκτημένο της. Είναι αυτό που υπάρχει, αυτό που απολαμβάνει ο κάθε Έλληνας, η κάθε Ελληνίδα. Υπάρχει αυτή η περίεργη εθνική αμφιταλάντευση, η ταυτοτική.
Τέταρτον, επί 200 χρόνια συγκρούονται στόχοι, οι μεγάλοι στόχοι, οι ολοκληρώσεις, όπως λέω. Ο μεγάλος στόχος να ολοκληρωθούμε εδαφικά, εθνικά. Αυτός ο στόχος, όπως έδειξε ο Εθνικός Διχασμός, ακόμη και ο Εμφύλιος, θέτει προσκόμματα στη θεσμική ολοκλήρωση, τη συνταγματική, τη δικαιοκρατική, γιατί περνάμε δύσκολες στιγμές. Καταλύεται το Πολίτευμα χάριν μεγάλων εθνικών στόχων, όπως έγινε πολλές φορές στην ιστορία μας και αυτό επηρεάζει βέβαια και την οικονομική και αναπτυξιακή ολοκλήρωση, γιατί η οικονομία πληρώνει το κόστος επιλογών σημαντικών εθνικών ή πολιτικών, αλλά καταφέρνει πάντα να ανακάμψει. Πάρα πολλές φορές έχει ανακάμψει.
Τώρα, που αναγκαζόμαστε να γιορτάσουμε την Επέτειο μινιμαλιστικά λόγω του κορονοϊού, αναστοχαστικά, νομίζω ότι μπορούμε να καταλάβουμε πολύ καλύτερα, πόσο κοντά στην ιστορία μας είμαστε. Γιορτάζουμε 200 χρόνια, μας φαίνεται πολύ, τα 50 χρόνια όμως είναι η Μεταπολίτευση. Μεταπολίτευση είναι η γενιά μας. Είμαστε εμείς, τα έχουμε ζήσει. Τα 100 χρόνια είναι από τη Μικρασιατική Καταστροφή, ακόμη ζούμε οικογενειακά μέσα στις μνήμες αυτής της περιόδου του ενός αιώνα και εμείς στη Β. Ελλάδα έχουμε μόλις 108 χρόνια ελεύθερου εθνικού βίου. Ενσωμάτωσης των «νέων χωρών». Το λέω αυτό για να αποκτήσουμε μια καλύτερη αίσθηση του χρόνου και να καταλάβουμε πόσο επίκαιρη είναι η Ιστορία. Πόσο παρούσα είναι η Ιστορία και πώς η κατανόηση αυτού που έχει συμβεί ως τώρα, είναι προϋπόθεση για να μπορέσουμε να βαδίσουμε στο μέλλον με επίγνωση. Με επίγνωση σημαίνει λέγοντας την αλήθεια. Ξέρετε, τα εκλογικά σώματα λένε, πείτε μου την αλήθεια, πείτε μου την αλήθεια, και όταν λες την αλήθεια, συνήθως το εκλογικό σώμα ψηφίζει ένα ευχάριστο ψέμα, και το ψηφίζει και το ξαναψηφίζει.
Συμφωνώ με την κυρία Μπακογιάννη, ότι η σύγκρουση μνημόνιο – αντιμνημόνιο, ήταν μια πραγματική σύγκρουση. Μια βαθιά σύγκρουση που συμπύκνωσε και πολλαπλασίασε άλλους διχασμούς και παίχτηκε η τύχη της Ελλάδας, έτσι, στο παρά ένα. Το δημοψήφισμα του 2015 τι ήταν; Συμβολικά, η δημοκρατία κατίσχυσε με 62% που είπε «όχι», πραγματιστικά, ρεαλιστικά η χώρα υποτάχθηκε στη βούληση των εταίρων. Εδώ, την απόφαση που έπρεπε να πάρουμε εμείς, τη μετατρέψαμε σε επιβολή εκ των έξω. Γιατί θέλουμε να εμφανίζουμε τον ελληνικό λαό όχι ως υποκείμενο της Ιστορίας που φτιάχνει την Ιστορία, αλλά ως ενεργούμενο της Ιστορίας, που είναι προϊόν πάντα μιας διεθνούς συνομωσίας. Αυτό νομίζω, ότι πρέπει να το ξεπεράσουμε και νομίζω ότι θα μας βοηθήσει σ΄ αυτό, η εξάσκησή μας στην αλήθεια.
Και βέβαια, η συγκριτική έρευνα. Λέει ο κύριος Ράμφος, “το ελληνικό κράτος γεννήθηκε σε μια αιμομικτική σχέση με την Εκκλησία”, ναι ,αλλά αυτό έγινε παντού. Το ευρωπαϊκό εθνικό κράτος γεννιέται θρησκευτικά, μέσα από τη Συνθήκη της Βεστφαλίας, μέσα από την Ειρήνη της Αυγούστας, μιλάμε για τον 16ο, τον 17ο αιώνα. Από την περιβόητη αρχή “cuius regio, eius religio” δηλαδή, όποια είναι η θρησκεία του ηγεμόνος, είναι και η θρησκεία του λαού υποχρεωτικά. Τι διακρίνει το Βέλγιο από την Ολλανδία; Πώς διαμορφώθηκε το Ηνωμένο Βασίλειο μέσα από τη σύγκρουση Αγγλικανικής Εκκλησίας μετά τον Ερρίκο τον VIII και Καθολικισμού; Άρα, δεν έχουμε τίποτα διαφορετικό.
Μάλιστα, η τελευταία δημοσκόπηση που κάναμε με την Metron Analysis και τον Kύκλο Ιδεών για την πανδημία και τις νοοτροπίες της κοινωνίας, έδειξε ότι δεν έχουν απήχηση οι θέσεις της Εκκλησίας για τον κορονοϊό, ούτε 20%.
Άρα, πρέπει να στραφούμε προς το πρόβλημα, που είναι η κοινωνική αντίληψη και οι ασυμμετρίες του πολιτικού συστήματος. Γιατί, έχουμε ένα πολιτικό σύστημα ασύμμετρο που δεν νομίζω ότι μπορεί να αντιπροσωπεύσει επαρκώς την κοινωνία. Η μισή ελληνική κοινωνία ακόμη και τώρα, στην πραγματικότητα, φλερτάρει με διάφορες θεωρίες αντισυμβατικές και αυτό είναι ο μεγάλος κίνδυνος για το μέλλον. Ένας τέτοιος διχασμός μεταξύ ορθολογικού και μη ορθολογικού. Αυτό είναι που πρέπει να καταπολεμήσουμε.
Δεύτερη τοποθέτηση
Να απαντήσω λοιπόν σε ορισμένα σημεία της συζήτησης, επιγραμματικά.
Πρώτο σημείο, η ευτυχία. Ελπίζω, να εγκαταλείψει το θέμα αυτό ο κύριος Μητσοτάκης γιατί θα μας οδηγήσει σε αδιέξοδο. Ο ελληνικός λαός είναι ο δυστυχέστερος λαός του κόσμου στις μετρήσεις. Είναι ανικανοποίητος, θεωρεί ότι ζει στο περιθώριο, δεν έχει καμία σχέση με αυτό που ονομάζουμε «ελληνικό παράδεισο», συνθήκες ζωής, καθημερινότητας, όλοι θεωρούν, η συντριπτική πλειοψηφία δηλαδή, ότι ζει υπό δραματικές συνθήκες. Αυτό είναι μία αυτοπρόσληψη, η οποία καθηλώνει σε πολύ μεγάλο βαθμό τη χώρα και σ’ αυτήν την αυτοπρόσληψη συντελούν και τα πολιτικά κόμματα και όσοι παράγουν δημόσιο λόγο, για παράδειγμα οι αναλυτές, οι δημοσιογράφοι, οι δημοσιολογούντες, γιατί υπάρχει αυτή η μεμψιμοιρία, αυτή η διάθεση της αυτοταπείνωσης, η οποία νομίζω ότι λειτουργεί αντιπαραγωγικά, αντιαναπτυξιακά. Μας αδικεί από την αφετηρία.
Δεύτερον, ιδεολογική χρήση της Ιστορίας. Είναι απολύτως συνυφασμένη με τον τρόπο, με τον οποίο διαμορφώνεται η εθνική ταυτότητα, το αφήγημα το εθνικό. Εμείς πρέπει να καταλάβουμε, ότι αφ΄ής στιγμής αποκτήσαμε ένα εθνικό αφήγημα της συνέχειας της ελληνικής Ιστορίας, της συνέχειας του Έθνους, έχουμε τώρα την άνεση, να αντικρίσουμε την Ιστορία κατάματα και να συμφωνήσουμε πάνω στα πραγματολογικά δεδομένα. Η ιδεολογική χρήση της Ιστορίας μπορεί να σου προσφέρει μία ταυτότητα, αλλά στη συνέχεια σε παρεμποδίζει να κάνεις μεγάλους χειρισμούς. Για παράδειγμα, εξωτερική πολιτική. Από τι είναι αιχμάλωτη η εξωτερική πολιτική; Από το σύνδρομο της Ζυρίχης και του Λονδίνου, από τις μεγάλες συμφωνίες του 1960 για το Κυπριακό. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής θεώρησε ότι κινδύνεψε να χαρακτηριστεί προδότης, ο Ευάγγελος Αβέρωφ μισοχαρακτηρίστηκε προδότης, ο Μακάριος ήρωας, κανείς δε θέλει να ξαναβρεθεί στη θέση αυτή.
Άρα μεγάλες αποφάσεις, οι οποίες λειτουργούν υπερβατικά και λύνουν θέματα, είναι δύσκολο να ληφθούν, γιατί υπάρχει ο φόβος να κατηγορηθείς για προδοσία, όχι για λάθος. Είναι μια κατηγορία, η οποία απευθύνεται με πάρα πολύ μεγάλη ευκολία και άνεση στην Ελλάδα. Χρειάζεται, να συζητήσουμε για τις προϋποθέσεις της δημόσιας συζήτησης γύρω απ’ τα εθνικά θέματα.
Τρίτον, δεν νομίζω ότι υπήρξε ποτέ ένας πραγματικός διχασμός, εκκλησία και laïcité – λαϊκότητα, secular προσέγγιση των πραγμάτων. Δεν διχάστηκε ποτέ έτσι η ελληνική κοινωνία. Η κοινωνία διχάστηκε μεταξύ Βενιζελικών και Κωνσταντινικών, διχάστηκε μεταξύ του Κομμουνιστικού Κόμματος και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος και της κρατικής νομιμότητας και του Εθνικού Στρατού, στο πρώτο ψυχροπολεμικό επεισόδιο, που είναι ο εμφύλιος πόλεμος. Διχάζεται μεταξύ αυτών που βλέπουν εκσυγχρονιστικά τα πράγματα και αυτών που φοβούνται την αλλαγή και είναι παραδοσιοκρατικοί στο όνομα μιας δήθεν προοδευτικής αντίληψης. Και αν κάποιος εκφράζει την ολιστική και απλουστευτική θεώρηση των πραγμάτων στην Ελλάδα, δεν είναι η Εκκλησία, είναι μια κάποια Αριστερά, η κρατούσα εικόνα της Αριστεράς, η οποία βεβαίως έχει και πολλές άλλες εκδοχές, πιο εκλεπτυσμένες και πιο φιλελεύθερες. Η Αριστερά και η ανάμνησή της, γιατί δεν υπάρχει στην πραγματικότητα, είναι αυτή η οποία φλερτάρει με την ολιστική αντίληψη, την ασφυκτική αντίληψη των πραγμάτων, με μία ενιαία εξήγηση περί των πάντων, που είναι στην πραγματικότητα ο ιστορικός υλισμός, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους.
Άρα, εμείς δεν έχουμε ζήσει ούτε την Γενεύη του Καλβίνου, ένα θεοκρατικό Κράτος, ούτε τη νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου. Έχουμε άλλα προβλήματα, τα οποία είναι μικρότερης σημασίας, σε σχέση με αυτά που έχει περάσει η Δυτική Ευρώπη.
Πρέπει λοιπόν, νομίζω, να κρατήσουμε αυτό που είπαμε για την αλήθεια και για τη δημοκρατία. Έχω γράψει ένα βιβλίο, ξέρετε, πριν από δύο χρόνια, «Η Δημοκρατία μεταξύ συγκυρίας και Ιστορίας ». Η δημοκρατία είναι συγκυριακή. Ψηφίζουμε κάθε λίγο, ο λαϊκισμός είναι ενδιάθετο στοιχείο της δημοκρατίας, η δημαγωγία, η απλούστευση, αλλά κρινόμαστε ιστορικά. Λοιπόν, τη δημοκρατία που τη ζούμε συγκυριακά, να την αξιολογούμε ιστορικά, στον μακρύ ιστορικό χρόνο. Αυτό είναι πάρα πολύ δύσκολο. Θέλει γενναιοδωρία και θέλει μία άλλη αντίληψη για την εξουσία και το πολιτικό κόστος. Δεν το βλέπω αυτό, να υπάρχει. Δεν είναι ανοιχτόμυαλη και γενναιόδωρη η δημόσια ζωή μας. Είναι μέσα στην ασφυξία της παλιάς αντίληψης. Δεν είμαστε στο 2021, είμαστε ακόμα στη δεκαετία του ’90, για να μην πω του ’80 ή του ’70. Θέλει πολύ μεγάλη προσπάθεια. Δεν αρκούν οι κινήσεις που γίνονται και βεβαίως πρέπει όλα αυτά να αντιπροσωπεύουν την κοινωνία, να νιώθει η κοινωνία ότι μπορεί να εκφραστεί πολιτικά. –
*Στη συζήτηση συμμετείχαν επίσης ο Στέλιος Ράμφος και η Ντόρα Μπακογιάννη. Συντόνισε ο Μιχάλης Μητσός.
Για το video της συζήτησης, δείτε εδώ:
https://youtu.be/_XmAe-gjQNM?