ΟΜΙΛΙΑ ΑΝΔΡΕΑ ΛΟΒΕΡΔΟΥ, ΓΕΝΙΚΟΥ ΑΓΟΡΗΤΗ ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΑΛΛΑΓΗΣ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΕΝΟΤΗΤΕΣ 6η και 7η
Αθήνα, 22 Νοεμβρίου 2019
Κύριε Πρόεδρε,
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές,
Στου κουφού την πόρτα, όσο θέλεις βρόντα λέει ο λαός. Εν προκειμένω, όμως, στων υποκριτών, των δημαγωγών την πόρτα όσο θέλεις βρόντα!!! Προφανώς δεν έχω το χρόνο να επαναλάβω όσα είπα χθες. Μπορώ, όμως, να ρωτήσω για δεύτερη φορά: είναι υπουργικό αδίκημα η υποκλοπή συνομιλίας; Είναι υπουργικό αδίκημα η συκοφαντική δυσφήμιση; Κι όμως ακριβώς αυτό θεωρούσε ο ΣΥΡΙΖΑ και έτσι ψήφιζε επί πέντε χρόνια. Σύσσωμος ο ΣΥΡΙΖΑ ψήφισε υπέρ τέτοιας ασυλίας. Και ούτε ένας δεν βρέθηκε που να μην. Ο ΣΥΡΙΖΑ δημαγωγεί ψαρεύοντας στο βούρκο
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ,
όταν παίζετε άθλια και δημαγωγικά παιχνίδια, θα παίρνετε τις δέουσες απαντήσεις. Γιατί σε εσάς ανήκει η ευθύνη που διάλογο στην Ελλάδα δεν γίνεται με ειλικρίνεια. Αυτό είναι το κόστος που παράγετε!!!
Κύριε Πρόεδρε,
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές,
Έρχομαι στις σημερινές υπό συζήτηση ενότητες και θα ξεκινήσω με την ανάπτυξη των θέσεων του Κινήματος Αλλαγής για το άρθρο 96§5 του Συντάγματος, περί της στρατιωτικής Δικαιοσύνης, που την αντιμετωπίζουμε ως τμήμα της ελληνικής Δικαιοσύνης και με βάση την αρχή αυτή θα ψηφίσουμε την αναθεώρηση του ανωτέρω άρθρου. Έχω κάνει εκτεταμένη αναφορά στη διάταξη αυτή στην Επιτροπή της προτείνουσας Βουλής, αλλά θα επαναλάβω περίπου όλα τα σημεία της εδώ, γιατί στο άκουσμα του όρου «στρατοδικείο» κάποιοι πολίτες κάνουν συνειρμούς που δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα.
Με τα μέλη και τα στελέχη των στρατιωτικών δικαστηρίων με συνδέουν προσωπικές και πολιτικές εμπειρίες που έρχονται από το παρελθόν. Συγκεκριμένα, όταν μπήκα στη Νομική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, το 1973, ήμουν συμφοιτητής με τους φοιτητές της Στρατιωτικής Σχολής Αξιωματικών Σωμάτων (Σ.Σ.Α.Σ.). Όταν έπεσε η χούντα για τους φοιτητές αυτούς δημιουργήθηκε ένα άσχημο κλίμα, διότι τους χρεώνονταν αδίκως ευθύνες για την προηγηθείσα συντριβή της Δημοκρατίας στην Ελλάδα. Ήταν, όμως, τόσο εμφανής η δημοκρατική πεποίθηση της πλειοψηφίας των φοιτητών αυτών, που οδήγησε τόσο εμένα όσο και πολλούς άλλους πολιτικοποιημένους φοιτητές της Νομικής Σχολής να τους συμπαρασταθούμε και να βοηθήσουμε να αλλάξει σιγά-σιγά το απαράδεκτο αυτό κλίμα. Έτσι συνδεθήκαμε με αρκετούς φοιτητές της Σ.Σ.Α.Σ. με προσωπική φιλία. Αργότερα, το 2001, συνέταξα γνωμοδότηση, ενόψει της τότε αναθεώρησης του Συντάγματος, κεντρικό σημείο της οποίας ήταν πως οι στρατιωτικοί δικαστές είναι δικαστές και έχουν όλες τις εγγυήσεις του Συντάγματος.
Η αναθεώρηση, ωστόσο, του 2019 πρέπει να επεκτείνει τη διατύπωση της παραγράφου 5 του άρθρου 96 του Συντάγματος του 1975, ορίζοντας, αντί να αναφέρει μόνο το άρθρο 87§1, να έχουν οι στρατιωτικοί οι δικαστές όλες τις εγγυήσεις προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας, που ορίζει το Σύνταγμα, για όλους τους δικαστικούς λειτουργούς. Η πρόταση δηλαδή της Νέας Δημοκρατίας θα μπορούσε να γίνει σαφέστερη με την απλή αφαίρεση της αναφοράς στο άρθρο 87§1. Κι ακόμη στο τελευταίο εδάφιο της προσθήκης της Νέας Δημοκρατίας θα μπορούσε να προστεθεί η επιταγή, ο νόμος που θα εξειδικεύει το νέο άρθρο 96§5 να εκδοθεί εντός έτους από την Αναθεώρηση του Συντάγματος. Για να κατανοηθεί απολύτως η πρότασή μας, αρκεί να υπογραμμιστεί, πως την αντίστοιχη πρόβλεψη του Συντάγματος το 1975 ο νομοθέτης την εφάρμοσε το 1995, δηλαδή είκοσι ολόκληρα χρόνια μετά!!!
Θέμα, σοβαρότατο μάλιστα, ενόψει και της νομολογίας του Δικαστηρίου της ΕΣΔΑ προκύπτει από τη διατύπωση του πρώτου εδαφίου του άρθρου 96§5, σύμφωνα με το οποίο τα στρατιωτικά δικαστήρια συγκροτούνται κατά πλειοψηφία από στρατιωτικούς δικαστές, συνεπώς η μειοψηφία τους αποτελείται από στρατοδίκες. Οι στρατοδίκες, όμως, είναι στρατιωτικοί, ενταγμένοι στην στρατιωτική ιεραρχία και ως εκ τούτου δεν μπορεί να απολαμβάνουν πλήρη προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία. Συνεπώς, μου φαίνεται προτιμότερο να κάνουμε την εξής διάκριση, επαναδιατυπώνοντας το άρθρο 96§5: νόμος ορίζει, πού ακριβώς επιτρέπεται η συμμετοχή μη στρατιωτικών δικαστών. Έτσι θα αποφευχθεί οριστικά το ενδεχόμενο καταδίκης της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Σημειωτέον, πως η αναθεώρηση του άρθρου 96§5 ψηφίστηκε από 237 βουλευτές!
Η αναθεώρηση του άρθρου 101Α ψηφίστηκε από 232 Βουλευτές στην προηγούμενη προτείνουσα Βουλή. Η θέση του Κινήματος Αλλαγής, αλλά και η προσωπική μου θέση, ως προς τη φύση, το χαρακτήρα και την αναγκαιότητα των Ανεξάρτητων Αρχών, οι οποίες εν τοις πράγμασι αποτελούν ανεξάρτητες διοικητικές αρχές, συνοψίζεται στα εξής: οι Ανεξάρτητες Αρχές αφενός είναι απαραίτητες για να ελέγχουν και να εποπτεύουν δραστηριότητες των διοικουμένων με ιδιαιτέρως ευαίσθητο χαρακτήρα, από πλευράς κυρίως –αλλά όχι αποκλειστικά- σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων, αλλά και αφετέρου αποτελούν ομολογία, πως η κρατική λειτουργία πάσχει από αμεροληψία και από έλλειψη δεξιοτήτων, και ως εκ τούτου απαιτείται η εφεύρεση κάποιων άλλων αρχών ή φορέων ή ρυθμιστικών αρχών, οι οποίοι και οι οποίες να κείνται εκτός διοικητικής ιεραρχίας.
Οι προτάσεις μας ως προς τις ανεξάρτητες αρχές του άρθρου 101 Α του Συντάγματος επιγραμματικώς είναι οι εξής:
Προτείνουμε τον περιορισμό του κοινού νομοθέτη να ιδρύει κατά βούληση ανεξάρτητες αρχές, συμφωνούμε απολύτως στη διατήρηση της πολύ αυξημένης πλειοψηφίας των μελών της Διάσκεψης Προέδρων της Βουλής προκειμένου να γίνεται η επιλογή των μελών τους, και, τέλος, προτείνουμε τον άμεσο κοινοβουλευτικό έλεγχο των διοικήσεων των αρχών αυτών από την Ολομέλεια της Βουλής.
Προτείνουμε, λοιπόν, πρώτον στην παράγραφο 3 του άρθρου 101 Α να προστεθεί η δυνατότητα, η Ολομέλεια να ασκεί απευθείας έλεγχο στις διοικήσεις των Ανεξάρτητων Αρχών, ούτως ώστε να αποφευχθεί η σημερινή απαράδεκτη κατάσταση, να ασκείται ο σχετικός κοινοβουλευτικός έλεγχος διά του αρμόδιου, ως προς το ελεγχόμενο θέμα, Υπουργού. Σήμερα ο κοινοβουλευτικός έλεγχος ρυθμίζεται από το άρθρο 138Α του Κανονισμού της Βουλής. Και ο έλεγχος αυτός, που ασκείται κυρίως μέσω εκθέσεων και ακροάσεων, μπορεί να υποστηριχθεί πως είναι κατά τις προβλέψεις πλήρης. Αυτό που λείπει, ωστόσο, είναι η δυνατότητα της Ολομέλειας της Βουλής να ελέγχει, χωρίς διαμεσολάβηση, τις Ανεξάρτητες Αρχές, αυτές βέβαια που ορίζει το ίδιο το Σύνταγμα, δηλαδή τις πέντε: ΑΣΕΠ (άρθρο 103§7 Σ.), ΕΣΡ (άρθρο 15§2 Σ.), Αρχή Προστασίας Προσωπικών δεδομένων (άρθρο 19§2 Σ.), ο Συνήγορος του Πολίτη (άρθρο 103§9 Σ.) και Αρχή Προστασίας Απορρήτου Τηλεπικοινωνιών (άρθρο 19§2 Σ.). Η προσθήκη αυτή θα διευκόλυνε σε πολύ μεγάλο βαθμό το δημόσιο πολιτικό έλεγχο της λειτουργίας των Ανεξάρτητων Αρχών, τις οποίες το Σύνταγμα αξιολόγησε ως Αρχές συνταγματικής περιωπής.
Δεύτερον. Στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 101 Α πρέπει να προστεθεί, πως η δυνατότητα του νομοθέτη να ιδρύει Ανεξάρτητες Αρχές δεν είναι απεριόριστη. Όπως έχουμε δεχθεί, οι Ανεξάρτητες Αρχές αποτελούν μια νέα μορφή «οργάνωσης και άσκησης δημόσιας εξουσίας». Η υπερβολική καταφυγή, όμως, σε αυτές υποδηλώνει τη χρεοκοπία του διοικητικού μας συστήματος και κατ’ επέκταση και του δημοκρατικού χαρακτήρα του πολιτεύματός μας. Δεν πρόκειται να ξεχάσω μέλος της κυβέρνησης να μου εξομολογείται: «Είναι τέτοια η κατάσταση της διαιτησίας στο ποδόσφαιρο, που σκέφτομαι να προτείνω την ίδρυση σχετικής ανεξάρτητης αρχής»(!). Πέραν της σκωπτικής διάθεσης με την οποία αντιμετώπισα την πρόταση, η ζωή αποδείχτηκε εφευρετικότερη. Ιδρύθηκε «ανεξάρτητη αρχή» για τον επαγγελματικό αθλητισμό (!!!) και σήμερα η Ελλάδα διαθέτει (31)!!! τέτοιου είδους αρχές. Με άλλα λόγια, η υπερβολική καταφυγή στις αρχές αυτές, δηλώνει ευθέως την αδυναμία και το φόβο της εκτελεστικής εξουσίας να ασκήσει τα καθήκοντά της. Κι ακόμη, η πρόσφατη εμπειρία με δύο δικαστικές λειτουργούς, αφυπηρετήσασες, παραπέμπει ευθέως και στον κίνδυνο πλαγίας λειτουργίας του πελατειακού κράτους. Κατά συνέπεια, κρίνουμε απαραίτητη την προσθήκη, στο άρθρο 101 Α §1, ενός περιορισμού του κοινού νομοθέτη στην ίδρυση παρόμοιων μη συνταγματοποιημένων ανεξάρτητων αρχών. Ο περιορισμός αυτός θα μπορούσε να εισαχθεί και με διάταξη, η οποία θα προέβλεπε, πως για την ίδρυση Ανεξάρτητης Αρχής, την κατάργηση της, αλλά και τη μεταβολή των αρμοδιοτήτων της, απαιτείται πλειοψηφία των 3/5 της Βουλής. Ωστόσο, επί του θέματος αυτού δεν είναι ορθό να μην επισημάνω, πως από τις 31 περίπου Ανεξάρτητες Αρχές που υπάρχουν σήμερα, και εκτός των πέντε που είναι συνταγματοποιημένες, υπάρχουν ορισμένες που ξεφεύγουν από τον κανόνα της υπερβολής στην ίδρυση τέτοιων αρχών και διαδραματίζουν έναν κεντρικό ρόλο στο πλαίσιο της Ελληνικής Πολιτείας. Θέλω να αναφέρω την Επιτροπή Ανταγωνισμού, την Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, την Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας, την Ενιαία Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων και την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Αν δεν υπάρχει διάθεση από την πλειοψηφία συνταγματοποίησής τους, μπορούμε, με την πλειοψηφία των 3/5 να υπαγάγουμε τις Αρχές αυτές σε αυξημένες εγγυήσεις θεσμού. Υπάρχει, όμως, και μία Τρίτη λύση. Να αναφέρουμε στις αρχές αυτές, σε ερμηνευτική δήλωση στο άρθρο 101Α. Στην ερμηνευτική δήλωση αυτή, μπορεί να οριστεί, πως οι διατάξεις του άρθρου εφαρμόζονται και στις προαναφερθείσες αρχές.
Τέλος, τρίτον, η πλειοψηφία των 4/5 που απαιτείται από το Σύνταγμα, στο άρθρο 101 Α §2 εδ.γ’, δεν πρέπει να αλλάξει. Ως μέλος της Διάσκεψης Προέδρων βίωσα την τελευταία ανάδειξη της διοίκησης του ΕΣΡ, υπό την προεδρεία του κ.Θανάση Κουτρουμάνου. Πολλές συνεδριάσεις, πολλές προτάσεις πολλοί συνδυασμοί προτάσεων και εν τέλει ένα πολύ καλό αποτέλεσμα. Ας μην απεμπολήσουμε τα αγαθά μιας τέτοιες δύσκολης ρύθμισης που οδηγεί σε θετικά αποτελέσματα, χάριν μιας θεσμικής ευκολίας, η οποία θα εξυπηρετήσει τις πελατειακές κλίσεις του πολιτικού μας συστήματος.
Ως προς την πρόταση αναθεώρησης του άρθρου 101§1 προκειμένου να προβλεφθεί με νόμο ένα σύστημα περιφερειακής οργάνωσης της κεντρικής διοίκησης είμαστε αρνητικοί. Πρόκειται περί συνταγματικού πλεονασμού. Άλλωστε, νόμοι περί αποκέντρωσης της κεντρικής διοίκησης ψηφίζονται κατά καιρούς. Η λέξη «σύστημα» δεν βλέπουμε να μπορεί να δώσει την οποιαδήποτε κατεύθυνση στον κοινό νομοθέτη. Εν τέλει η οποιαδήποτε επιλογή του εν τοις πράγμασι ως σύστημα διοίκησης θα γίνεται αντιληπτή. Η καλή ή κακή ρύθμιση, το επιτυχημένο ή μη του συστήματος είναι ζήτημα ex post αξιολόγησης.
Για τις επόμενες δύο προτάσεις βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ που αφορούν το άρθρο 101§3 και §4 αλλά και την προσθήκη ερμηνευτικής δήλωσης, δεν είμαστε αρνητικοί μόνο, όμως, λόγω του τίτλου της θεματολογίας τους, διότι α) νομολογία των δικαστηρίων, ελληνικών και Ευρωπαϊκού, έχει καλύψει το ζήτημα ως προς το άρθρο 101§3 και την πρόταση της καθιέρωσης τεκμηρίου αρμοδιότητας υπέρ των ΟΤΑ, βάσει των αρχών της εγγύτητας και της επικουρικότητας.
β) Ως προς το άρθρο 101§4 και την ερμηνευτική δήλωση, θεωρούμε πως η σημερινή ρύθμιση του άρθρου 101§4, η οποία προστέθηκε με την αναθεώρηση του 2001, καλύπτει το θέμα. Εν πάση περιπτώσει προτιμήσαμε το ναι αντί του όχι στην προηγούμενη προτείνουσα Βουλή, αλλά η πρόβλεψη πως αυτός ο συνταγματικός πλεονασμός δεν θα περάσει στην ψηφοφορία στην Ολομέλεια δεν μας ανησυχεί ως προοπτική.
Τέλος, η πρόταση για την αναθεώρηση του άρθρου 102§2 που υπέβαλε ο ΣΥΡΙΖΑ, περί τοπικών δημοψηφισμάτων, απλής αναλογικής για την ανάδειξη της διοίκησης των ΟΤΑ, τοπικών συνελεύσεων κ.ο.κ. δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Εν προκειμένω η δημαγωγία διαμέσου Συντάγματος ξεπερνά κάθε όριο και υπό την έννοια αυτή καταψηφίσαμε την συγκεκριμένη πρόταση στην προηγούμενη προτείνουσα Βουλή. Στην ίδια παράγραφο του άρθρου 102, ωστόσο, είχαμε προτείνει στην προηγούμενη Βουλή να προβλεφθεί η νομοθετική πρωτοβουλία των ΟΤΑ, ως μορφή λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας, προφανώς για θέματα των αρμοδιοτήτων τους. Οι προτάσεις νόμων αυτές θα διεκπεραιώνονται όπως και οι προτάσεις νόμων Βουλευτών ή κομμάτων, σύμφωνα με το άρθρο 74§6 του ισχύοντος Συντάγματος.
Το Κίνημα Αλλαγής προφανώς συμφωνεί την κατάργηση μεταβατικών διατάξεων, των οποίων έχει προ πολλού χρόνου λήξει η ρυθμιστική ισχύς. Και συγκεκριμένα: α) του άρθρου 112§4 που προβλέπει την εντός πενταετίας, από το 1975, ψήφιση νόμου που το ίδιο το άρθρο προβλέπει για την υποχρεωτική φοίτηση, β) του άρθρου 113 περί προσωρινού, τότε, Κανονισμού της Βουλής, γ) του άρθρου 114§1 §2, το οποίο αφορούσε την εκλογή του πρώτου Προέδρου της Δημοκρατίας μετά την ψήφιση του Συντάγματος το 1975, δ) του άρθρου 115 §1, §2, §3, §4, το οποίο προβλέπει ειδικές δικαστικές ρυθμίσεις έως την έκδοση των σχετικών νόμων. Αναρωτήθηκα στην Επιτροπή, βεβαίως, γιατί δεν προτείνεται η κατάργηση όλου του άρθρου, αφού περιλαμβάνει ακριβώς τις ανωτέρω τέσσερις παραγράφους. Εις μάτην όμως! Τελικώς το λάθος αυτό εντοπίστηκε και ο Πρόεδρος της Βουλής πρότεινε τη διόρθωσή του, με την οποία και συμφωνούμε προφανώς. Γιατί στην §1 προβλέπεται ρύθμιση, έως την ψήφιση νόμου περί ευθύνης υπουργών, ενώ στην §2 περί τη μεταβατική ρύθμιση θεμάτων κακοδικίας εάν ψηφιστεί ο νόμος του Δικαστηρίου Κακοδικίας. Νόμοι και για τις δύο ανωτέρω περιπτώσεις έχουν εκδοθεί. Συνεπώς, σωστά επιτέλους, προτείνεται επί της ουσίας η κατάργηση και των δύο αυτών παραγράφου. Για τις υπόλοιπες δύο παραγράφους στην πρόταση αναθεώρησης αναφέρεται η πλήρης κατάργησή τους. Άρα, εν τη ουσία, βεβαίως, προτείνεται η κατάργηση όλων των παραγράφων, συνεπώς προτείνεται η κατάργηση όλου του άρθρου 115. Και τέλος, ε) την κατάργηση της §1 του άρθρου 119, που αφορούσε την κατάργηση της δυνατότητας ακύρωσης πράξεων από 21ης Απριλίου 1967 έως την 23η Ιουλίου 1974. Συμβολικό ενδιαφέρον έχει η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για την αναρίθμηση των συνταγματικών διατάξεων. με σκοπό ακροτελεύτιο άρθρο να είναι από 114, δηλαδή το ιστορικό ακροτελεύτιο άρθρο του Συντάγματος το 1952. Εφόσον όλοι και όλες, και οι τριακόσιοι δηλαδή, συμφωνούμε με αυτή την απλή αναρίθμηση μπορούμε να προχωρήσουμε. Όμως, προσοχή μην επισυμβεί κάποιο λάθος, όπως ήδη έγινε. Διότι ίσως δεν θα προλάβουμε να κάνουμε διορθώσεις τη Δευτέρα λίγο πριν την ψηφοφορία.