Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2019
Ομιλία Ευ. Βενιζέλου στη Βουλή κατά τη συζήτηση επί του ν/σ του υπουργείου Δικαιοσύνης
"Παρακαλώ τον Πρόεδρο της Βουλής και τον Προεδρεύοντα να διαβιβάσουν στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου και στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών τα πρακτικά της σημερινής συνεδρίασης, που συνιστούν και απόλυτη συνομολόγηση, διότι ο κ. Πολάκης δεν έκανε χρήση ούτε του δικαιώματος σιωπής, ούτε του δικαιώματος μη αυτοενοχοποίησης, γιατί δεν έχει αντιληφθεί τη σημασία που έχουν αυτές οι πολύ σημαντικές ποινικές, πολιτιστικές κατακτήσεις για το κράτος δικαίου, για την προστασία της δικαστικής ανεξαρτησίας, για την προστασία κάποιου που κατηγορείται και που πρέπει βεβαίως να προστατεύεται με τη ρητή εισαγωγή του τεκμηρίου αθωότητας."
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές, θα αρχίσω από τα θετικά, από την κύρωση του Πρωτοκόλλου υπ’ αριθμό 16, που προστίθεται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Το πρωτόκολλο έχει τεθεί σε ισχύ και ήδη έχουν αρχίσει Ανώτατα Δικαστήρια κρατών-μερών της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, με πρώτο το Γαλλικό Ακυρωτικό, τον Γαλλικό Άρειο Πάγο, την Cour de Cassation, να απευθύνουν παρόμοια ερωτήματα, προκειμένου να γνωμοδοτήσει η Ολομέλεια, το μεγάλο τμήμα του Δικαστηρίου του Στρασβούργου, επάνω σε θέματα που έχουν τεράστιο ενδιαφέρον. Η πρώτη υπόθεση αφορά ένα εξαιρετικά πολύπλοκο ζήτημα βιοηθικής και την εναρμόνιση της γαλλικής νομοθεσίας και του Γαλλικού Συντάγματος με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Είναι πάρα πολύ σημαντικό ότι η Ελλάδα, με καθυστέρηση, κυρώνει το 16ο Πρωτόκολλο και είναι πολύ σημαντικό ότι τα Ανώτατα Δικαστήριά μας, τα τρία Ανώτατα Δικαστήριά μας και το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, μπορούν πλέον να απευθύνουν παρόμοια ερωτήματα προς το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ζητώντας να γνωμοδοτήσει επί θεμάτων αρχών. Δηλαδή επάνω στην ερμηνεία συγκεκριμένων διατάξεων της Σύμβασης και των προσθέτων Πρωτοκόλλων, προκειμένου να αποφεύγονται μετά οι ατομικές προσφυγές, οι οποίες, εφόσον ευδοκιμήσουν και οδηγήσουν σε μία απόφαση του Δικαστηρίου καταδικαστική για τη χώρα, δημιουργούν τεράστια προβλήματα άρσης του δεδικασμένου και εφαρμογής εκτάκτων ενδίκων μέσων που προβλέπονται πλέον σε όλους τους κλάδους και που πρέπει να γίνονται σεβαστά από τα Ελληνικά Ανώτατα Δικαστήρια, τα οποία, δυστυχώς, αδιαφορούν ή αποφεύγουν να σεβασθούν την υποχρέωσή τους αυτή, ιδίως ο Άρειος Πάγος, όπως έχει φανεί σε ορισμένες πολύ κρίσιμες υποθέσεις μέχρι τώρα.
Η μεγάλη αλλαγή που συντελείται με το Πρωτόκολλο 16 είναι, όμως, η διεύρυνση του δεδικασμένου του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, διότι είναι πλέον προφανές ότι το δεδικασμένο που παράγεται από το Δικαστήριο, και άρα η υποχρέωση των κρατών-μερών να συμμορφώνονται στη νομολογία του Δικαστηρίου, δεν αφορά μόνον τις αποφάσεις στις οποίες κάθε κράτος είναι διάδικο, και άρα έχει ρητή υποχρέωση από τη Σύμβαση να την εκτελέσει την απόφαση αυτή, αλλά η υποχρέωσή του εκτείνεται στα πορίσματα της νομολογίας. Πρόκειται για τη διαφορά που έχει το res interpretata σε σχέση με το res judicata της Σύμβασης. Αυτή είναι μία πολύ μεγάλη συζήτηση στο επίπεδο της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης, στο επίπεδο της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης, ιδίως όμως στο επίπεδο της Επιτροπής Υπουργών. Όπως η αίθουσα γνωρίζει, έχω μία προσωπική εμπλοκή στα ζητήματα αυτά ως εισηγητής της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την εκτέλεση των αποφάσεων του Δικαστηρίου στις 47 χώρες-μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης. Είναι σταθερή θέση μου ότι η υποχρέωση των κρατών-μελών αφορά και το δεδικασμένο που παράγεται από τις αποφάσεις στις οποίες τα κράτη δεν είναι διάδικα, αλλά πρέπει να αποφεύγεται αυτή η συνεχής ανακύκλωση των ίδιων θεμάτων ενώπιον του Δικαστηρίου, η επανάληψη των ίδιων νομικών ζητημάτων και των ίδιων υποθέσεων. Αυτό που συμβαίνει με το Πρωτόκολλο 16, νομίζω, θα βοηθήσει πάρα πολύ, παρότι βεβαίως, όπως αντιλαμβανόμαστε όλοι, έτσι εισάγεται ένας ακόμη δικονομικός δίαυλος για την συγκέντρωση του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων και της συμβατότητάς τους με το Διεθνές Δίκαιο, εν προκειμένω με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Μπορεί στην Ελλάδα να μην έχουμε συγκεντρωτικό σύστημα ελέγχου της συνταγματικότητας με Συνταγματικό Δικαστήριο, αλλά έχουμε πιλοτική δίκη, έχουμε απευθείας εισαγωγή των θεμάτων στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας και εν πολλοίς και των άλλων Δικαστηρίων. Έχουμε διάφορους παλιούς μηχανισμούς, όπως η αναίρεση υπέρ του νόμου, και έχουμε, βεβαίως, τα προδικαστικά ερωτήματα ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τώρα, το αίτημα για έκδοση γνωμοδότησης ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Άρα, έχουμε επιπλέον στοιχεία συγκέντρωσης του ελέγχου στα χέρια των Ανωτάτων Δικαστηρίων και διά των Ανωτάτων Δικαστηρίων, των διεθνών Δικαστηρίων, που θέτουν υπό έλεγχο την εθνική έννομη τάξη και στο επίπεδο του εθνικού Συντάγματος. Άρα φαίνεται και πόσο στενά είναι τα όρια του αναθεωρητικού νομοθέτη στην εκκρεμή διαδικασία αναθεώρησης, ιδίως στον τομέα της διεθνούς προστασίας των ατομικών και ομαδικών δικαιωμάτων, ακόμη και των δικαιωμάτων των λεγόμενων παροχικών ή κοινωνικών, όπου αυτά προστατεύονται είτε από το Ευρωπαϊκό Δίκαιο είτε από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έμμεσα, μέσω της προστασίας αμυντικών δικαιωμάτων. Πρόκειται, λοιπόν, για μία πολύ σημαντική θετική εξέλιξη.
Είναι επίσης σημαντικό το γεγονός ότι ο Υπουργός αναφέρθηκε προηγουμένως στην κατάσταση στο σωφρονιστικό σύστημα. Η κατάσταση, δυστυχώς, βαίνει επιδεινούμενη. Αυτή η αλυσίδα δολοφονιών, πράξεων βίας, αυτή η ανάδειξη της φυλακής ως στρατηγείου του οργανωμένου εγκλήματος, είναι κάτι που πρέπει να μας απασχολήσει πιο συστηματικά και πιο έντονα, σε συνδυασμό και με τα πορίσματα της τελευταίας έκθεσης της Επιτροπής του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη των βασανιστηρίων, της CPT. Είδαμε όλοι την έκθεση, είδαμε τις απαντήσεις των Υπουργείων, οι οποίες, θα μου επιτρέψετε να πω ότι είναι γραφειοκρατικές, δεν έχουν το αναγκαίο πολιτικό θάρρος παρά σε ελάχιστες περιπτώσεις. Πρέπει με τη φροντίδα και του Προέδρου της Βουλής η έκθεση αυτή της Επιτροπής για την πρόληψη των βασανιστηρίων, που είναι μία πολύ σημαντική Επιτροπή του Συμβουλίου της Ευρώπης, να εισαχθεί σε κοινή συνεδρίαση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας και της Επιτροπής που έχει συγκροτηθεί για την εκτέλεση των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Είναι επείγον αυτό και πρέπει να γίνει.
Τώρα, η άλλη πολύ σημαντική εξέλιξη είναι αυτή που αφορά το τεκμήριο αθωότητας, δηλαδή την ενσωμάτωση της οδηγίας 2016/343 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, με την οποία επέρχονται σημαντικές αλλαγές στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Στην αρχή, όταν είδα στην τηλεόραση προηγουμένως στη μετάδοση της συζήτησης τον κ. Πολάκη παρόντα και αγορεύοντα από τα υπουργικά έδρανα, υπέθεσα ότι ο Υπουργός Δικαιοσύνης κάλεσε τον κ. Πολάκη ως εργαστηριακό παράδειγμα Υπουργού που παραβιάζει συστηματικά το τεκμήριο αθωότητος, παραβιάζει συστηματικά την οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη σχετική διάταξη του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, η οποία ισχύει από το 2010, το άρθρο 171 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Επειδή τώρα πια εισάγεται και η δικονομική δυνατότητα διεκδίκησης αποζημίωσης με τις διατάξεις περί αστικής ευθύνης του δημοσίου,έφερε εδώ ο Υπουργός Δικαιοσύνης ένα υπόδειγμα δράστη τέτοιων παραβάσεων που οδηγούν σε καταδίκη του δημοσίου σε υποχρέωση αποζημίωσης.
Επιπλέον όμως –και αυτό είναι το σημαντικότερο– οι ενέργειές του και οι συμπεριφορές του όταν στοχοποιεί πρόσωπα, όταν δολοφονεί χαρακτήρες, όταν προαναγγέλλει εισαγγελικές ενέργειες, όταν αποκαλύπτεται ότι γνωρίζει προστατευόμενους μάρτυρες και όλα τα στοιχεία της δικογραφίας- σε συνεργασία με κάποιους που υπηρεσιακά τα γνωρίζουν και πρέπει να ερευνηθεί και να αποκαλυφθεί ποιες είναι οι πηγές του - όταν λοιπόν τα κάνει όλα αυτά, παραβιάζει το άρθρο 171 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και άρα οδηγεί σε απόλυτη ακυρότητα τη σχετική διαδικασία, και την προδικασία και την κύρια διαδικασία.
Σας λέω λοιπόν, κ. Υπουργέ Δικαιοσύνης, ότι ενώ τον φέρατε με αυτόν τον καλό σκοπό, να τον επιδείξετε ως παράδειγμα παραβάτη ασεβούς του τεκμηρίου αθωότητας, προχώρησε σε ομολογίες πέραν των υπουργικών του καθηκόντων που αφορούν την παραβίαση του άρθρου 370Α του Ποινικού Κώδικα σε βαθμό κακουργήματος, που είναι και αυτόφωρο ακόμη σε σχέση με τις χθεσινές ενέργειες της δημοσιοποίησης και τώρα πια έχουμε τα πρακτικά της Βουλής ως corpus delicti, ως απόδειξη ομολογίας και ως έναρξη της εισαγγελικής έρευνας.
Παρακαλώ τον Πρόεδρο της Βουλής και τον Προεδρεύοντα να διαβιβάσουν στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου και στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών τα πρακτικά της σημερινής συνεδρίασης, που συνιστούν και απόλυτη συνομολόγηση, διότι ο κ. Πολάκης δεν έκανε χρήση ούτε του δικαιώματος σιωπής, ούτε του δικαιώματος μη αυτοενοχοποίησης, γιατί δεν έχει αντιληφθεί τη σημασία που έχουν αυτές οι πολύ σημαντικές ποινικές, πολιτιστικές κατακτήσεις για το κράτος δικαίου, για την προστασία της δικαστικής ανεξαρτησίας, για την προστασία κάποιου που κατηγορείται και που πρέπει βεβαίως να προστατεύεται με τη ρητή εισαγωγή του τεκμηρίου αθωότητας.
Θα ήθελα όμως να παροτρύνω τον Υπουργό Δικαιοσύνης, ο οποίος φαίνεται καλοπροαίρετος, τώρα που εισάγεται ρητά και ορθά το τεκμήριο αθωότητας στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας με το άρθρο 72Α του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, αυτή η ρύθμιση να είναι ορθή. Δηλαδή δεν αρκεί η διατύπωση «οι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι τεκμαίρονται αθώοι μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή τους σύμφωνα με το νόμο», αλλά πρέπει αυτό να αντικατασταθεί με την έκφραση, «μέχρι να καταδικαστούν αμετάκλητα». Διότι πώς θα αποδειχθεί η ενοχή τους σύμφωνα με το νόμο, σε ποιο βαθμό και πώς; Πρέπει αυτό να πιστοποιείται, να καταγιγνώσκεται με δικαστική απόφαση, η οποία σύμφωνα με το κείμενο της Οδηγίας πρέπει να είναι final, πρέπει να είναι αμετάκλητη δηλαδή, με βάση την ελληνική ορολογία, δεν αρκεί να είναι ούτε οριστική, ούτε τελεσίδικη η απόφαση.
Είναι, επίσης, πάρα πολύ σωστή και ισορροπημένη η διατύπωση του άρθρου 177Α του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, στο δικό μας ανακριτικό σύστημα με το οποίο διεξάγεται η ποινική δίκη και με βάση τον θεσμικό ρόλο του Εισαγγελέα, που δεν εκπροσωπεί την κατηγορία αλλά το νόμο, ότι βεβαίως και οι Δικαστές και οι Εισαγγελείς πρέπει να διερευνούν τις αποδείξεις είτε για καταδίκη είτε για την αθώωση. Για την καταδίκη πρέπει να αναζητούν και όχι για την αθώωση, γιατί η αθώωση προκύπτει από το τεκμήριο αθωότητας. Αυτό, φυσικά, λειτουργεί αυτεπαγγέλτως, με τον κατηγορούμενο να μπορεί να σιωπά, και βεβαίως αυτό αφορά ακόμη και τους αυτοτελείς υπερασπιστικούς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου. Αυτά έχουν πάρα πολύ μεγάλη σημασία να διατυπωθούν ρητά και με νομοτεχνικά άψογο τρόπο, γιατί, ούτως ή άλλως, είναι και ένας τρόπος ελεγχόμενος διεθνώς αυτός, μια που μεταφέρουμε και ενσωματώνουμε Οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Βεβαίως, τίποτα από αυτά δεν θα λειτουργήσει. Δεν θα λειτουργήσει το τεκμήριο αθωότητας όταν το παραβιάζει ο ίδιος ο Πρωθυπουργός με ενθουσιασμό, κατ’ επανάληψη, έχοντας πλήρη συνείδηση του τι κάνει μέσα στη Βουλή. Όταν αναφέρεται όχι απλά και μόνο σε πολιτικούς αντιπάλους, σε προηγούμενες κυβερνήσεις, αλλά όταν αναφέρεται ακόμη και σε απλούς πολίτες που μπορεί να βαρύνονται με ενδεχόμενες εγκληματικές ενέργειες, αλλά που τεκμαίρονται αθώοι, και πρέπει να γίνονται σεβαστοί ως τέτοιοι και, κυρίως, πρέπει να γίνεται σεβαστό το τεκμήριο της αθωότητάς τους. Όταν μία κυβέρνηση δεν έχει αίσθηση της διάκρισης των εξουσιών και της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, όταν θεωρεί ότι συνιστά εργαλείο της η Δικαιοσύνη μέσω συγκεκριμένων, ελάχιστων, εισαγγελικών κυρίως, αλλά και δικαστικών λειτουργών. Όταν υπάρχουν Υπουργοί –είδαμε ένα παράδειγμα– που θεωρούν ότι έχουν το δικαίωμα να «τραμπουκίζουν» εις βάρος της Δικαιοσύνης, να έρχονται αυτοί σείοντας την ρομφέα της εισαγγελικής αρμοδιότητας, την οποία έχουν υφαρπάξει, παραβιάζοντας και καταλύοντας θεμελιώδεις θεσμούς και αρχές του πολιτεύματος, τότε λίγα πράγματα μπορεί να κάνει ο νόμος.
Κυρίως πρέπει να έχει καταγραφεί στα πρακτικά, γιατί έχουμε μέλλον μπροστά μας και θα χρειασθούν όλοι το τεκμήριο αθωότητας, αυτοί που δεν το συνειδητοποιούν τώρα το τεκμήριο αθωότητας, ότι η κύρια διάταξη, η οποία προστατεύει το τεκμήριο, δεν είναι αυτή που μπορεί να επιδικάσει αποζημίωση, αλλά αυτή η οποία οδηγεί στην απόλυτη ακυρότητα της προδικασίας και της διαδικασίας, δηλαδή το άρθρο 171 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Διότι όλα τα άλλα έρχονται μετά, όπως ακόμη και η απονομή χάριτος την οποία είδα να προτείνουν δύο Βουλευτές, πρώην Υπουργοί της κυβέρνησης. Το γεγονός ότι πρέπει και αυτό να ληφθεί υπόψη σε ενδεχόμενη γνωμοδότηση του Συμβουλίου χαρίτων και αυτό είναι ένα μέτρο αναπληρωματικό, συμπληρωματικό, καθυστερημένο, ανεπαρκές. Το κύριο μέτρο –και παρακαλώ αυτό να το συνομολογήσετε, κ. Υπουργέ, με ρητή δήλωσή σας στα πρακτικά– είναι το άρθρο 171 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Κατά τα άλλα, όλοι θα έπρεπε, όταν συζητούνται τέτοια θέματα, να έχουν μία αίσθηση και του παρελθόντος και του παρόντος και του μέλλοντος και να προσπαθούν να βγουν από το συγκεκριμένο ρόλο τους και να κινηθούν θεσμικά με κριτήριο το κράτος δικαίου και την προστασία των δημοκρατικών θεσμών. Αυτό, δυστυχώς, είναι πολύ δύσκολο και για αυτό βλέπω ότι δεν γίνεται, όποιοι δεν το κάνουν να το ξανασκεφτούν, γιατί αυτό μπορεί να έχει πολύ βαριές επιπτώσεις. Ευχαριστώ.
*Video https://vimeo.com/318208891
https://www.evenizelos.gr/parliament/speechesintervention/427-speeches2019/5988-370.html