24 Ιανουαρίου 2019
Ομιλία Ευ. Βενιζέλου στη Βουλή κατά τη συζήτηση για την κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές, τα πρακτικά της σημερινής συνεδρίασης της Βουλής των Ελλήνων, είναι κρίσιμο τμήμα της κοινοβουλευτικής και διπλωματικής ιστορίας της χώρας. Θα μιλήσω λοιπόν έχοντας πλήρη επίγνωση αυτού του γεγονότος.
Η χώρα μας είχε διαμορφώσει, μέσα από μία σταδιακή επεξεργασία των θέσεων της εξωτερικής μας πολιτικής, μία ενιαία εθνική γραμμή για το ζήτημα των Σκοπίων που συνίστατο στην αποδοχή, ως θεμιτής λύσης, της σύνθετης ονομασίας, με γεωγραφικό προσδιορισμό, για κάθε χρήση, έναντι πάντων. Για κάθε χρήση σημαίνει εσωτερική και εξωτερική, διμερή και πολυμερή, χωρίς καμία εξαίρεση, και το έναντι πάντων, είναι το περιβόητο erga omnes, όπως το εννοούμε στην προκειμένη περίπτωση.
Η θέση αυτή είχε διαμορφωθεί από τον Απρίλιο του 1993, όταν επί κυβερνήσεως Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, η γειτονική χώρα εντάχθηκε με την προσωρινή σύνθετη ονομασία της στον ΟΗΕ, μέχρι περίπου το Βουκουρέστι το 2008 επί κυβερνήσεως Κώστα Καραμανλή, με ενδιάμεσο κρίσιμο σταθμό το εμπάργκο και την ενδιάμεση συμφωνία του 1995 επί κυβερνήσεως Ανδρέα Παπανδρέου.
Αυτό ήταν ένα εξαιρετικά καλό σημείο εκκίνησης για την παρούσα κυβέρνηση, προκειμένου να επιτευχθεί μία λύση ευρύτατης αποδοχής και συναίνεσης, όταν θα υπήρχε το momentum.
Το momentum υπήρξε, για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες, υπήρξε με την ήττα του κ. Gruevski και των αντιλήψεών του, με τον σχηματισμό της κυβέρνησης Zaev, με την εντυπωσιακή ενίσχυση του ρόλου και της επιρροής της αλβανικής κοινότητας και των δύο κομμάτων της, κυρίως του μεγαλύτερου αλλά και του μικρότερου και νεότερου. Η συγκυρία αυτή διαμορφώθηκε από τα προβλήματα που προκάλεσε η ένταξη του Μαυροβουνίου στο ΝΑΤΟ, προβλήματα εσωτερικά, αλλά κυρίως προβλήματα συνιστάμενα στην έντονη, δημόσια, κατηγορηματική αντίδραση της Ρωσικής Ομοσπονδίας ως προς την ένταξη του Μαυροβουνίου και άλλων χωρών των δυτικών Βαλκανίων στο ΝΑΤΟ, που δεν είναι μέλη. Άρα αναφερόμαστε κυρίως στη γειτονική μας χώρα και τη Σερβία, με δεδομένο ότι η Σερβία δεν επιθυμεί την ένταξή της στο ΝΑΤΟ. Αυτό είναι το μέτρο του εντονότατου, του διαρκούς, αλλά εντονότατου ενδιαφέροντος Ευρωπαϊκής Ένωσης και κυρίως Ηνωμένων Πολιτειών, για την πλήρη ένταξη της γειτονικής μας χώρας στις Ευρωπαϊκές και Ατλαντικές δομές. Αυτό το ενδιαφέρον οξύνθηκε και εντάθηκε, λογικά, μετά και την αντίδραση της Ρωσίας που την είδαμε να επαναλαμβάνεται πολύ πρόσφατα. Άρα η Ελλάδα κρατούσε και μέχρι σήμερα εξακολουθεί να κρατά ένα από τα πολύ σημαντικά κλειδιά της ένταξης της γειτονικής μας χώρας στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό ήταν ένα εξαιρετικό momentum για τη χώρα μας.
Επιπλέον, έχουμε μία πολύ ενδιαφέρουσα καμπύλη στις σχέσεις Πρίστινας-Βελιγραδίου, με το περιβόητο ζήτημα της ανταλλαγής εδαφών, και Πρίστινας-Τιράνων όπου έχουμε de facto ομοσπονδιοποίηση και de facto κατάργηση των συνόρων.
Την εθνική όμως συναίνεση, που ήταν απολύτως εφικτή και απολύτως αναγκαία, δυστυχώς δεν τη θέλησε και δεν την επεδίωξε ποτέ η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Και λέω σήμερα, πάλι, κυβέρνηση ΣΥΡΖΑ-ΑΝΕΛ, παρά την αποχώρηση του κ. Καμμένου, γιατί ο κ. Καμμένος και οι ΑΝΕΛ κράτησαν το στυλό με το οποίο υπογράφθηκε η συμφωνία αυτή, που σε πολλά σημεία δεσμεύει τη χώρα από μόνης της υπογραφής της, γιατί εμπεριέχει και μία λανθάνουσα νέα ενδιάμεση Συμφωνία που ίσχυσε από της υπογραφής.
Ο στόχος της κυβέρνησης δεν ήταν, δυστυχώς, η διαχείριση ενός εθνικού θέματος υπεράνω κομματικών αντιθέσεων και σκοπιμοτήτων, αλλά η μετατροπή ενός εθνικού θέματος σε μοχλό εσωτερικών πολιτικών εξελίξεων. Ήξερε πάρα πολύ καλά, και ξέρει, ο κ. Τσίπρας και η κυβέρνησή του ότι το ζήτημα του ονόματος είναι ζήτημα ταυτοτικό, δηλαδή ένα ζήτημα που κινείται σε ένα πεδίο εξαιρετικά ευαίσθητο για κάθε κοινωνία, και ιδίως για μία τραυματισμένη και κουρασμένη κοινωνία λόγω της οικονομικής κρίσης.
Το ήξερε πολύ καλά, και το ξέρει ο κ. Τσίπρας και η κυβέρνησή του, γιατί σε αυτήν την ταυτοτική ευαισθησία οικοδόμησε την απλουστευτική δημαγωγική και εθνικολαϊκιστική πολιτική του από το 2010 και μετά. Έτσι έφθασε στην εξουσία και οδήγησε τη χώρα στη δευτερογενή οικονομική κρίση από το 2015 έως τώρα, και Κύριος οίδε τι θα συμβεί στο πεδίο της οικονομίας μέχρι τις εκλογές.
Ήθελε, λοιπόν, να χρησιμοποιήσει εξαρχής το ζήτημα του ονόματος ως εργαλείο για τη μετατόπισή του από την αδελφική συνεργασία με τον κ. Καμμένο, που έγινε δήθεν σε αντιμνημονιακή βάση, στο πεδίο της δήθεν νέας κεντροαριστεράς. Ποιας κεντροαριστεράς, και μάλιστα νέας; Της βασισμένης στην ενδοκυβερνητική αποστασία τεσσάρων βουλευτών των ΑΝΕΛ και στην κα. Παπακώστα. Αυτά είναι τα κοινοβουλευτικά θεμέλια της νέας κεντροαριστεράς του κ. Τσίπρα.
Δεν τον ενδιέφερε, και δεν τον ενδιαφέρει η ταυτότητα της Μακεδονίας, αλλά η ψευδής ταυτότητα της δήθεν νέας κεντροαριστεράς. Ποιας; Υπό την ηγεμονία του ΣΥΡΙΖΑ με πρόθυμες ουρές, πρόθυμους συνοδοιπόρους της ύστερης παρακμιακής φάσης της κυβερνητικής του θητείας.
Έχουμε, λοιπόν, ενώπιόν μας την πραγματική στάθμιση των εθνικών συμφερόντων. Έχουμε μία εξωτερική πολιτική που ασκείται με όρους μικροκομματικής σκοπιμότητας, από τη μία μεριά, χωρίς να προστατεύονται προστατεύσιμα συμφέροντα της χώρας. Από την άλλη, έχουμε μείζονα ζητήματα εθνικού συμφέροντος, την προστασία της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου, της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, έχουμε το πρόβλημα του ευτελισμού της κοινοβουλευτικής και δημοκρατικής τάξης. Η στάθμιση είναι καθαρή, σαφής και επιβεβλημένη. Πρέπει να προστατεύσουμε τη λειτουργία των θεσμών, τη δημοκρατική και κοινοβουλευτική και δικαιοκρατική υπόσταση της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Η δική μας στάση –και η δική μου προσωπικά– ενίσχυσε εξαρχής, εδώ και μήνες, τη διαπραγματευτική θέση της χώρας. Τα έχουμε πει σε εκδηλώσεις και, κυρίως, σε δημόσια εκδήλωση του Υπουργείου Εξωτερικών από κοινού με τον κ. Κοτζιά, στην παρουσίαση του βιβλίου του Νίκου Μέρτζου. Όμως θυμόσαστε τι είπα από το βήμα αυτό, όταν ήρθε στη δημοσιότητα το απίθανο της «Μακεδονίας του Ίλιντεν», που ήταν η επιτομή του αλυτρωτισμού. Θυμάστε ότι την αναθεώρηση του Συντάγματος, όχι ως υποκατάσταση της ισχύος του Διεθνούς Δικαίου, αλλά ως απόδειξη συμμόρφωσης των γειτόνων στο Διεθνές Δίκαιο, την επέβαλε, επίσης, η αντιπολίτευση με νηφάλιες και δημιουργικές φωνές της, γιατί αυτό είχε γίνει και το 1995, η Ενδιάμεση Συμφωνία οδήγησε σε σειρά αναθεωρήσεων του Συντάγματος της γειτονικής μας χώρας.
Εξακολουθεί το βασικό ζήτημα να είναι η ισχύς του Διεθνούς Δικαίου. Επειδή, πράγματι, από τη ρηματική διακοίνωση προκύπτουν ασάφειες, αμφιβολίες, υπαναχωρήσεις, μη σεβασμός όλων των προϋποθέσεων σχετικά με την αναθεώρηση του Συντάγματος και επειδή βλέπω να συγκεντρώνεται πλειοψηφία για την κύρωση της Συνθήκης, λέω, για να το ξέρουν οι επόμενες κυβερνήσεις και για να είναι καταγεγραμμένο στα πρακτικά της Βουλής, ότι δεν μπορεί η γειτονική μας χώρα να επικαλεσθεί εσωτερικές διατάξεις της, όπως λέει η Συνθήκη της Βιέννης σχετικά –αυτό είναι ρητή διάταξη του άρθρου 27 της Σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών– δεν μπορεί να επικαλεστεί ούτε το εθνικό της Σύνταγμα, προκειμένου να απομακρυνθεί από υποχρεώσεις που απορρέουν ρητά από το Διεθνές Δίκαιο.
Αυτό όμως θα μπορούσε να μην μας το αφήσει κανείς ως ένα ανοικτό πρόβλημα, ως μία πληγή στο εθνικό σώμα, γιατί ήταν, λόγω του momentum και του συσχετισμού που εξήγησα, απολύτως εφικτό η Συμφωνία να προβλέπει πραγματικά σύνθετη ονομασία για όλες τις χρήσεις, erga omnes και όχι διπλή ονομασία, γιατί το άρθρο 7, που είναι η μοιραία διάταξη δίπλα στη σύνθετη ονομασία «Βόρεια Μακεδονία», επιτρέπει τη χρήση των όρων «Μακεδονία», «Μακεδονικός», με το αφήγημα και την ιδεολογική χρήση της ιστορίας που θέλει το δεύτερο μέρος της Σύμβασης. Βεβαίως θα μπορούσε και θα όφειλε, όπως συμβαίνει σε όλες τις χώρες, η ιθαγένεια –εγώ δέχομαι ότι το nationality είναι ιθαγένεια, η εξωτερική όψη της ιθαγένειας, αυτό το βλέπουμε πάρα πολύ καλά στο Ηνωμένο Βασίλειο που έχει μία nationality αλλά πολλές μορφές citizenship– πρέπει να είναι βορειομακεδονική. Τις διευκρινίσεις της ρηματικής διακοίνωσης τις ζήτησαν και τις επέβαλλαν οι Αλβανοί, ενώ έπρεπε να τις ζητήσει και να τις επιβάλλει η ελληνική κυβέρνηση. Το ίδιο και για τη γλώσσα, γιατί τους ενδιαφέρει τους Αλβανούς η χρήση της αλβανικής γλώσσας, η άλλη γλώσσα δεν είναι η γλώσσα του κράτους τους, είναι η γλώσσα της σλαβικής κοινότητας, της πλειονότητας, άρα είναι σλαβομακεδονική ή μακεδονοσλαβική, όπως τη λέγαμε σε όλες τις κρίσιμες απογραφές.
Για να μη μιλήσω για τις αφηγήσεις. Εγώ δέχομαι την καλύτερη ερμηνεία του άρθρου 7, ότι παραιτούνται του εξαρχαϊσμού και της διεκδίκησης της αρχαιοελληνικής κληρονομιάς, αλλά παίρνουν την ιστορική αφήγηση των μεσαιωνικών και νεώτερων χρόνων, που είναι η κρίσιμη, γιατί είναι αυτή που έχει εκβολές μέχρι το σήμερα.
Η κυβέρνηση, λοιπόν, δεν ήθελε εθνική συναίνεση από τους πολιτικούς αντιπάλους, ήθελε μόνον υποστηρικτές, χειροκροτητές και ουρές. Ήθελε να προκαλέσει εσωτερική ρήξη στη Νέα Δημοκρατία, υποταγή του ΚΙΝΑΛ διά μέσου πρόθυμων συνοδοιπόρων, εξαέρωση του Ποταμιού. Μεταχειρίσθηκε δε ο κ. Τσίπρας τον κ. Καμμένο όπως αρμόζει σε μία σχέση πολιτικών συνενόχων που αλληλοκαρφώνονται. Η μεταχείριση του κ. Καμμένου είναι πολύ διδακτική και προειδοποιητική για τους νέους συνοδοιπόρους.
Η ισορροπία της συμφωνίας είναι, δυστυχώς, ετεροβαρής, γιατί η Ελλάδα δίνει την ένταξη στο ΝΑΤΟ και την προοπτική ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μάλιστα άλλαξε ο συγχρονισμός των ενεργειών, ενώ έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί η αναθεώρηση και η κύρωση και η θέση σε ισχύ της Συμφωνίας από το πρώτο μέρος και να ακολουθήσει το δεύτερο, μάλλον αντίστροφα, το δεύτερο που είναι τα Σκόπια και να ακολουθήσει η Αθήνα, τώρα προηγείται η Αθήνα σε όλα, και στην πλήρη κύρωση και στην ένταξη στο ΝΑΤΟ, και ακολουθεί η έναρξη ισχύος του Συντάγματος. Αλλά τι πήραν; Πήραν την ιθαγένεια, τη γλώσσα και το αφήγημα του άρθρου 7 και, όπως είπαμε, η σύνθετη ονομασία έχει συνοπτική εκδοχή ή μονολεκτική του άρθρου 7, η δε πλήρης εφαρμογή, όπως μας λέει και ο εφαρμοστικός νόμος της αναθεώρησης του Συντάγματος, έχει μία μεγάλη μεταβατική περίοδο που για την εσωτερική χρήση συναρτάται με τις διαπραγματεύσεις ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δηλαδή επ’ αόριστον. Μιλάμε τώρα για πολλά χρόνια, για δεκαετίες, και δεν μιλώ για σήματα, ονομασίες προέλευσης, τον Διεθνή Οργανισμό Τυποποίησης και όλα τα άλλα.
Η ρηματική διακοίνωση βεβαίως και η αλλαγή του συγχρονισμού των ενεργειών δείχνει ότι, παρά τις επαγγελίες της Συμφωνίας, η Συμφωνία ήταν και είναι δεκτική βελτιώσεων και άρα και η εφαρμογή της, με βάση το Διεθνές Δίκαιο και τη Σύμβαση της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών.
Θα ήθελα, λοιπόν, όσοι απευθύνονται σε εμάς, και στον ομιλούντα, και θέτουν ζητήματα σύγχρονου πατριωτισμού και ευθύνης, να είναι πάρα-πάρα πολύ προσεκτικοί. Καταδικάζω απερίφραστα τις ύβρεις, τους προπηλακισμούς, τις βόμβες μολότοφ, τις απειλές, τις αφίσες. Δεν ξεχνώ όμως, κυρίες και κύριοι του ΣΥΡΙΖΑ και των Ανεξαρτήτων Ελλήνων, τις δικές σας ύβρεις, τους δικούς σας προπηλακισμούς, τις απειλές, τις βάρβαρες έως γελοιότητος απόπειρες δολοφονίας χαρακτήρων που αμετανόητοι συνεχίζετε μέχρι σήμερα, οδηγώντας σε βιασμό των θεσμών, όπως η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης όπου έχουμε πρωτοφανείς καταστάσεις διαδοχικών καταγγελιών εισαγγελικών λειτουργών για πιέσεις.
Διχάζετε την κοινωνία εν ψυχρώ, την κάνετε να νιώθει αποκομμένη από τους δημοκρατικούς και κοινοβουλευτικούς θεσμούς. Εκτρέφετε πάντα τον εθνολαϊκισμό, άλλοτε ως έκφρασή του και άλλοτε ως δήθεν αντίπαλός του. Εναλλάσσεστε στους ρόλους με εκπληκτική άνεση, την άνεση του κυνικού πολιτικού τυχοδιώκτη. Όχι λοιπόν μαθήματα πατριωτισμού και ευθύνης σε εμάς, και σε εμένα προσωπικά.
* Video https://vimeo.com/ 313143342
«Όμως φάνηκε από τη ρηματική διακοίνωση που μας έστειλαν ότι αλλάζουν το περιεχόμενο, το προσδιορίζουν και αυτό σημαίνει ότι και εμείς είχαμε τις δυνατότητες να το προσδιορίσουμε καλύτερα. Τώρα η ρηματική διακοίνωση την οποία έφερε με μεγάλη χαρά και ενθουσιασμό ο κ. Τσίπρας στη Βουλή λέγοντας «να εδώ δέχονται ότι είναι ιθαγένεια και όχι εθνικότητα». Ας μην μπούμε σε αυτή τη συζήτηση. Υπάρχει μια πολύ λεπτή διάκριση μεταξύ της διεθνούς και της εσωτερικής όψης της ιθαγένειας. Αυτή λοιπόν η nationality που είναι η διεθνής όψη της ιθαγένεια, λέει, είναι αποσαφηνισμένο το ζήτημα. Ποιοι το αποσαφήνισαν; Οι Αλβανοί. Δεν το αποσαφηνίσαμε εμείς. Διότι ο κ. Τσίπρας δεν ήθελε συναίνεση.Εμείς τον βοηθήσαμε. Τον βοηθήσαμε καθοριστικά. Φανταστείτε να μην είχαμε αντιδράσει - θυμάστε την ομιλία μου στη Βουλή- για τη «Δημοκρατία του Ίλιντεν» και να είχε συμφωνήσει ο κ. Τσίπρας, χωρίς επίγνωση, σε αυτή την επιτομή του αλυτρωτισμού, χωρίς να ξέρουν τι σημαίνει Ίλιντεν. Ή φανταστείτε να μην είχε θέσει η αντιπολίτευση το ζήτημα της αναθεώρησης του Συντάγματος, το οποίο δεν υπερτερεί του διεθνούς δικαίου, αλλά συνιστά απόδειξη ότι η άλλη πλευρά, αναθεωρώντας το Σύνταγμά της σέβεται το διεθνές δίκαιο. Διότι αν δεν το αναθεωρεί δεν σέβεται το διεθνές δίκαιο.»
«Εμείς αποφύγαμε από το 2010 και μετά να κάνουμε οποιαδήποτε ανάμειξη της οικονομικής πολιτικής με την εξωτερική πολιτική. Βεβαίως κάναμε κινήσεις αποφυγής προβλημάτων, αποφυγής κρίσεων, προστασίας των εθνικών συμφερόντων. Έχουμε κάνει πολύ συγκεκριμένες στρατηγικές κινήσεις στο πεδίο των ελληνοτουρκικών σχέσεων, για την προστασία της εθνικής κυριαρχίας και των εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων σε σχέση, για παράδειγμα, με τις θαλάσσιες ζώνες- υφαλοκρηπίδα, αποκλειστική οικονομική ζώνη, διερευνητικές επαφές- είχαμε καταφέρει να κρατήσουμε ζωντανό το Κυπριακό μέχρι την τελευταία φάση της κατάληξης που όλοι ξέρουμε στο Crans Montana και ούτω καθεξής. Δεν υπήρχε momentum για το ζήτημα του ονόματος, παρόλα αυτά είχαμε διατηρήσει ανοιχτή τη διαδικασία, τις επαφές με τον κύριο Νίμιτς, είχα πάει ο ίδιος στον κύριο Γκρουέφσκι και στον κύριο Ιβανόφ με την ιδιότητα του υπουργού Εξωτερικών και του Προέδρου του Συμβουλίου Υπουργών της Ευρωπαϊκής Ένωσης τον Μάρτιο του 2014 στα Σκόπια, υπό πολύ άσχημες συνθήκες για να κρατήσουμε ανοιχτή τη διαδικασία και την επαφή. Αλλά δεν είχαμε δεχτεί παρεμβάσεις, δεν είχαμε δεχτεί συστάσεις και δεν είχαμε κάνει καμία υποχώρηση σε σχέση με την εθνική αντίληψη, ούτε προσέλαβε η κοινωνία τέτοιο φαινόμενο. Θεωρούσε ότι εμείς κάνουμε υποχωρήσεις στην οικονομική πολιτική που απεδείχθη ό,τι όλα έπρεπε να γίνουν για να σωθεί η χώρα. Ο κ. Τσίπρας έκανε παραχωρήσεις άνευ λόγου, έτσι, ρητορεία σκληρή και πραγματικότητα απολύτως ενδοτική. Αλλά ποτέ δεν δεχθήκαμε, αυτό που δέχθηκε ο κ. Τσίπρας εξαρχής: να συνδέσει τη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών με την οικονομική πολιτική και να συνδέσει και ένα μείζον ζήτημα εξωτερικής πολιτικής με το περιβάλλον της οικονομικής πολιτικής. Εγώ δεν λέω με το ένα ή το άλλο μέτρο, αλλά με ένα περιβάλλον, το οποίο, νομίζω ότι το βλέπουμε και στα σχόλια του Τύπου.»
«Αυτό είναι μια αντίθεση που αφορά τη συνεπή, με βάση τη δική του αντίληψη, στάση του κ. Σαμαρά. Εγώ δεν είχα ανάγκη από κάποιες εγκρίσεις του Πρωθυπουργού, υπό την έννοια, ότι ήμουνα εταίρος κυβερνητικός και υπήρχε μια γραμμή την οποία την ακολουθούσε η κυβέρνησή μας και πριν την συνεργασία με την Νέα Δημοκρατία, η οποία έγινε, να σας θυμίσω, σε δυο φάσεις. Μια φορά τον Νοέμβριο του 2011 επί Γιώργου Παπανδρέου με Πρωθυπουργό τον Λουκά Παπαδήμο, με πρωτοβουλία, μάλιστα, του κ. Παπανδρέου και με την συμμετοχή του Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού του κ. Καρατζαφέρη. Και δεύτερη φορά τον Ιούνιο, όταν είχε ήδη προηγηθεί η ΔΗΜΑΡ η οποία είχε πει ότι συνεργάζεται με την Νέα Δημοκρατία και φυσικά το ΠΑΣΟΚ έπρεπε να τιμήσει τους αγώνες του για να διατηρηθεί η χώρα όρθια. Διότι στη δική μας πολιτική προσχώρησαν όλοι αυτοί σταδιακά, οι πάντες. Και εντέλει, προσχώρησε και ο κ. Τσίπρας με τον κ. Καμμένο στην πολιτική μας, όλες οι παρεμβάσεις τους βασίζονται στη δική μας πολιτική και στα όσα κάναμε, κυρίως με το δεύτερο πρόγραμμα στην παρέμβαση στο χρέος. Αλλά η θέση που είχε η κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή, η Νέα Δημοκρατία ως Κυβέρνηση και την οποία είχε διατυπώσει κατ΄ επανάληψη στις προγραμματικές δηλώσεις, ήταν η θέση της σύνθετης ονομασίας. Και η Κυβέρνηση η τρικομματική είχε προγραμματικές δηλώσεις, τις οποίες είχε διατυπώσει τότε ο κ. Αβραμόπουλος ως υπουργός Εξωτερικών, πριν γίνω εγώ υπουργός Εξωτερικών τον Ιούνιο του 2013.»
«Αυτό είναι μια καρικατούρα, η οποία περιγράφεται πάρα πολύ εύκολα. Οικοδομεί ο κύριος Τσίπρας τη νέα κεντροαριστερά με ηγεμονία Σύριζα πάνω στις ψήφους τεσσάρων βουλευτών των ΑΝΕΛ και της κυρίας Παπακώστα.
Αποσπάσματα από τη συζήτηση Ευάγγελου Βενιζέλου με τον Δημήτρη Καιρίδη στην εκπομπή «Ω, τι κόσμος μπαμπά!» στο Action24, στις 25.1.2019
«Περιμέναμε πάρα πολλά χρόνια να έρθει το μομέντουμ που θα μας επέτρεπε να λύσουμε το ζήτημα. Είχαμε προετοιμαστεί ως χώρα και είχαμε διαμορφώσει, με πολλούς κόπους και πολλές αντιφάσεις, μία ενιαία εθνική γραμμή. Δεν ήταν εύκολο να καταλήξουμε σε αυτήν τη γραμμή της σύνθετης ονομασίας, με γεωγραφικό προσδιορισμό, για κάθε χρήση, εσωτερική και εξωτερική, έναντι πάντων, το περιβόητο erga omnes. Διότι, όπως ξέρετε καλύτερα από μένα και όπως θυμόμαστε όλοι, στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 τα πράγματα ήταν πάρα πολύ δύσκολα, όμως τον Απρίλιο του 1993 η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, αποφάσισε να προχωρήσει στην αποδοχή της ένταξης των Σκοπίων με το προσωρινό όνομα πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, σύνθετο όνομα, στον ΟΗΕ. Στη συνέχεια η κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου, της οποίας ήμουν υπουργός Τύπου και κυβερνητικός εκπρόσωπος, αποφάσισε την επιβολή του εμπάργκο γιατί έπρεπε να δημιουργηθεί ένας νέος συσχετισμός και μια νέα αφετηρία και καταλήξαμε, λίγους μήνες μετά, στην Ενδιάμεση Συμφωνία του 1995 με την οποία πορευτήκαμε επί 27 περίπου χρόνια. Και, για να πάω κατευθείαν στο Βουκουρέστι το 2008, η κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή απεδέχθη τη λύση της σύνθετης ονομασίας και επανέφερε το ζήτημα όχι προβάλλοντας βέτο, όπως κακώς έχει ειπωθεί δημόσια, αλλά ζητώντας την εφαρμογή των κριτηρίων εισδοχής στο ΝΑΤΟ κάθε χώρας που διεκδικεί να μπει στη συμμαχία.
Κακώς τέθηκε το ζήτημα του βέτο, γιατί το ζήτημα του βέτο μας έφερε ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης και καταδικαστήκαμε στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, γιατί δεν είχαμε τη δυνατότητα επί τη βάσει της Ενδιάμεσης Συμφωνίας να παρεμποδίσουμε την ένταξη στο ΝΑΤΟ εμείς ως Ελλάδα λόγω του ονόματος.
Η πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδόνας δεν εκλήθη να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ το 2008 επειδή αυτό συμφώνησαν όλοι οι σύμμαχοι και επειδή συνέτρεχαν ζητήματα σχετικά με τα κριτήρια εισδοχής και κυρίως θέματα περιφερειακής σταθερότητας. Εν πάσει περιπτώσει, μπορεί να υπεκρύπτετο το ζήτημα του ονόματος, ως ζήτημα που αφορά τη συμμαχία και όχι διμερώς τις δύο χώρες. Η αλήθεια είναι ότι απ΄όλη αυτή τη διεργασία έμεινε η ενιαία εθνική θέση για τη σύνθετη ονομασία.
Άρα ο κ. Τσίπρας και ο κ. Καμμένος, όταν ξεκίνησε αυτή η συζήτηση, είχαν μπροστά τους ένα πάρα πολύ καλό μομέντουμ και μία εθνική συναίνεση. Το μομέντουμ ήταν εξαιρετικό για τους λόγους που ξέρετε καλύτερα από μένα. Διότι μετά από πολλά χρόνια ηττήθηκε η λογική Γκρουέφσκι που ήταν η αδιαλλαξία, ο εξαρχαϊσμός, η υπερβολή και η συναλλαγή με το κοινό έγκλημα. Είχαμε μια νέα κυβέρνηση, μια νέα κυβέρνηση πρόθυμη να προχωρήσει στους ευρωατλαντικούς θεσμούς. Και μία αναβαθμισμένη θέση των Αλβανών. Έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία αυτό. Το αλβανικό κόμμα του κ. Αχμέτι μετείχε και στην κυβέρνηση Γκρουέφσκι, αλλά μετέχει με πολύ πιο καθοριστικό ρόλο στην κυβέρνηση κ. Ζάεφ, όπως είναι κρίσιμος – απεδείχθη τώρα – και ο ρόλος του δεύτερου και μικρότερου αλβανικού κόμματος.
Ύστερα είχαμε ζήσει την περιπέτεια του Μαυροβουνίου. Λίγες χώρες των δυτικών Βαλκανίων δεν είναι στο ΝΑΤΟ. Οι περισσότερες είναι. Οι χώρες που απομένουν είναι στην πραγματικότητα η πΓΔΜ και η Σερβία. Η Σερβία ξέρουμε ότι δεν θέλει. Είναι σαφής η θέση της. Θέλει την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά όχι στο ΝΑΤΟ. Η Ρωσία αντέδρασε πάρα πολύ έντονα στην ένταξη του μικρού Μαυροβουνίου. Η αντίδραση προκάλεσε τεράστιους τριγμούς στο εσωτερικό του Μαυροβουνίου και έχει δηλώσει η Ρωσία την σαφή αντίθεσή της και στην ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ. Άρα υπήρχε ένα έκδηλο δυτικό ενδιαφέρον, ευρωαμερικανικό, πρωτίστως αμερικανικό, για την ένταξη στο ΝΑΤΟ και την προοπτική ένταξη στην ΕΕ και αυτό επέτρεπε σε εμάς να ασκήσουμε τη μεγίστη δυνατή πίεση. Εμείς είμαστε μία χώρα- παλαιό μέλος του ΝΑΤΟ, από το 1952, μία χώρα -μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης και μπορούσαμε να κάνουμε κάλλιστα μία συμφωνία η οποία να αποδέχεται πλήρως τη σύνθετη ονομασία και το erga omnes χωρίς υπαναχωρήσεις και χωρίς αντιφάσεις.
Αυτό δυστυχώς δεν επιτεύχθηκε και δεν επιτεύχθηκε, ενώ το ενδιαφέρον της Δύσης είναι πάρα πολύ μεγάλο, λόγω και των εκκρεμοτήτων που υπάρχουν σε σχέση με το Κοσσυφοπέδιο. Της εκκρεμότητας ανταλλαγής εδαφών, μεταξύ Σερβίας και Κοσόβου. Προσθέτω και τη νέα κατάσταση που υπάρχει με την de facto ομοσπονδοποίηση Αλβανίας και Κοσόβου. Τα σύνορα δεν υπάρχουν. Ξέρετε ότι υπάρχει μεγάλη εκκρεμότητα στην Αλβανία μετά την αλλαγή που επήλθε στο Υπουργείο εξωτερικών, όπου απεχώρησε ο κ. Μπουσάτι και θέλει να διορίσει ο πρωθυπουργός ο κ. Ράμα κοσοβάρο υπουργό Εξωτερικών με αντίθεση του προέδρου της Αλβανίας κ. Μέτα. Άρα τα προβλήματα είναι πάρα πολύ ανοικτά και έντονα στην περιοχή. Αυτό αναβάθμιζε τις δυνατότητες.
Για αυτό είπα, τα συμφέροντα ήταν προστατεύσιμα και εν μέρει εξακολουθούν να είναι, διότι τώρα κυρώθηκε η συμφωνία, παρά την αντίθεσή μας, κυρώθηκε με την ευθύνη αυτών που ψήφισαν. Εντούτοις η χώρα είναι χώρα. Έχει διεθνή υπόσταση, έχει διεθνή νομική προσωπικότητα, έχει συνέχεια. Τώρα λοιπόν εμείς ως Ελληνική Δημοκρατία, η επόμενη κυβέρνηση, η μεθεπόμενη κυβέρνηση, οι επόμενες γενιές πρέπει να ερμηνεύσουν μία συμφωνία, εφόσον αυτή ισχύει. Και πρέπει να την ερμηνεύσουν με έναν ορθό τρόπο και με έναν τρόπο που να προστατεύει στο μέγιστο δυνατό βαθμό τα συμφέροντα της χώρας και τα συμφέροντα της περιοχής. Δηλαδή την σταθερότητα και την ασφάλεια στην ευρύτερη περιοχή. Γι αυτό είπα και στη Βουλή ότι πρέπει να έχουμε υπόψιν μας τώρα κανόνες ερμηνείας της σύμβασης αυτής, οι οποίοιλειτουργούν κάπως διορθωτικά και δεν πρέπει να κάνουμε και παραδοχές οι οποίες αποδέχονται την ερμηνευτική λογική της άλλης πλευράς και μάλιστα των μη μετριοπαθών στοιχείων της άλλης πλευράς.»
«Λέει η κυβέρνηση Τσίπρα: «Μα κοιτάξτε εδώ έχουμε κάνει μια πολύ καλή συμφωνία. Πήραμε το όνομα και δώσαμε την ιθαγένεια που λέγεται μακεδονική και τη γλώσσα που λέγεται μακεδονική, κάτι που το είχαμε δώσει από το 1977. Άρα εντάξει. Ιδού η ισορροπία». Αυτή είναι η ισορροπία; Εμείς κάναμε μία συμφωνία και δώσαμε:την ένταξη στο ΝΑΤΟ, την προοπτική επιτάχυνσης της διαδικασίας ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Δώσαμε την αναγνώριση μας και την αποδοχή μας. Η ελληνική αναγνώριση και αποδοχή ήταν η κρίσιμη, γιατί η Ελλάδα είναι η διπλανή χώρα, ο γείτονας, ο προνομιακός εταίρος, η χώρα που ανοίγει στη θάλασσα, η χώρα που είναι μέλος της Ατλαντικής Συμμαχίας και της ΕΕ. Και τη σύνθετη ονομασία δεν την πήραμε δυστυχώς - erga omnes-, διότι μέσα από τις διευθετήσεις για ιθαγένεια μακεδονική, για γλώσσα μακεδονική και κυρίως μέσα από τις ρυθμίσεις του άρθρου 7 -το κρίσιμο άρθρο 7, τη μήτρα όλων των προβλημάτων, το άρθρο 7 θα μπορούσε να μην υπάρχει καν, διότι δεν ήταν αντικείμενο της διαφοράς, όπως την είχε προσδιορίσει το Συμβούλιο Ασφαλείας από το 1993. Στο άρθρο λοιπόν 7 τους επιτρέπουμε τη χρήση του όρου «Μακεδονία», «Μακεδονικός» με βάση το δικό τους αφήγημα, τη δική τους αντίληψη. Άρα ο καθένας μπορεί να λέει ότι «είμαι Μακεδόνας», «αυτός είναι ο λαός μου που είναι μακεδονικός». Όταν λένε «μακεδονικός λαός» εννοούν και ο λαός μου, και η διαχρονία του, άρα το «μακεδονικό έθνος». Και τι πήραμε; Πήραμε κατά την καλύτερη εκδοχή- την οποία ας τη δεχθώ εγώ πλήρως, δέχομαι την καλύτερη εκδοχή - πήραμε την απαγόρευση να επικαλούνται το Μέγα Αλέξανδρο, την απαγόρευση του εξαρχαϊσμού. Αλλά τους δώσαμε τη μεσαιωνική και νεότερη ιστορία, τη δική τους αφήγηση με βάση τα όσα κατά την εκδοχή τους - που είναι μια ιδεολογική χρήση της Ιστορίας πάντα τα θέματα αυτά- από τους μεσαιωνικούς χρόνους και μετά.»
«Όμως φάνηκε από τη ρηματική διακοίνωση που μας έστειλαν ότι αλλάζουν το περιεχόμενο, το προσδιορίζουν και αυτό σημαίνει ότι και εμείς είχαμε τις δυνατότητες να το προσδιορίσουμε καλύτερα. Τώρα η ρηματική διακοίνωση την οποία έφερε με μεγάλη χαρά και ενθουσιασμό ο κ. Τσίπρας στη Βουλή λέγοντας «να εδώ δέχονται ότι είναι ιθαγένεια και όχι εθνικότητα». Ας μην μπούμε σε αυτή τη συζήτηση. Υπάρχει μια πολύ λεπτή διάκριση μεταξύ της διεθνούς και της εσωτερικής όψης της ιθαγένειας. Αυτή λοιπόν η nationality που είναι η διεθνής όψη της ιθαγένεια, λέει, είναι αποσαφηνισμένο το ζήτημα. Ποιοι το αποσαφήνισαν; Οι Αλβανοί. Δεν το αποσαφηνίσαμε εμείς. Διότι ο κ. Τσίπρας δεν ήθελε συναίνεση.Εμείς τον βοηθήσαμε. Τον βοηθήσαμε καθοριστικά. Φανταστείτε να μην είχαμε αντιδράσει - θυμάστε την ομιλία μου στη Βουλή- για τη «Δημοκρατία του Ίλιντεν» και να είχε συμφωνήσει ο κ. Τσίπρας, χωρίς επίγνωση, σε αυτή την επιτομή του αλυτρωτισμού, χωρίς να ξέρουν τι σημαίνει Ίλιντεν. Ή φανταστείτε να μην είχε θέσει η αντιπολίτευση το ζήτημα της αναθεώρησης του Συντάγματος, το οποίο δεν υπερτερεί του διεθνούς δικαίου, αλλά συνιστά απόδειξη ότι η άλλη πλευρά, αναθεωρώντας το Σύνταγμά της σέβεται το διεθνές δίκαιο. Διότι αν δεν το αναθεωρεί δεν σέβεται το διεθνές δίκαιο.»
«Είχαμε κάνει και μία εκδήλωση με την κα Μπακογιάννη, του Κύκλου ιδεών, μια πολύ ωραία εκδήλωση με τον κ. Σαββαϊδη και τον κ. Καραϊτίδη, τους πρέσβεις, οι οποίοι έχουν προσωπική εμπειρία. Με τον κ. Καραϊτίδη, είχαμε πολύ στενή συνεργασία, ήταν διπλωματικός σύμβουλος του Ανδρέα Παπανδρέου και στα θέματα του εμπάργκο και της Ενδιάμεσης Συμφωνίας. Ο κ. Σαββαϊδης επίσης έχει διατελέσει γενικός γραμματέας του υπουργείου και έχει χειριστεί την υπόθεση στη Χάγη. Η εκδήλωση ήταν η πλατφόρμα της εθνικής συναίνεσης. Συναίνεση μεταξύ πολιτικών αντιπάλων χάριν ενός εθνικού σκοπού. Ο κ. Τσίπρας δεν ήθελε αυτό. Ήθελε να διεμβολίσει τη Νέα Δημοκρατία ει δυνατόν, να φέρει σε δύσκολη θέση τον κ. Μητσοτάκη, να διαλύσει τα μικρότερα κόμματα συμπεριλαμβανομένων και των ΑΝΕΛ, να πλαγιοκοπήσει το ΚΙΝΑΛ, να εξαερώσει το Ποτάμι και να φτιάξει τη δική του νέα δήθεν κεντροαριστερά για να αλλάξει αφήγημα. Να πάει από το αντιμνημονιακό αφήγημα το οποίο ο ίδιος εξευτέλισε γιατί έχει γίνει το delivery boy του μνημονίου και να πάει δήθεν στη νέα πλατφόρμα, όπου ψηφίζουν για τις Πρέσπες οι προοδευτικοί ενώ καταψηφίζουν οι συντηρητικοί! Παίζοντας με την κοινωνία. Ποια κοινωνία; Την ευαίσθητη, την κουρασμένη την τραυματισμένη που αναζητάει ταυτότητα και αξιοπρέπεια και λέει «όχι και τα Σκόπια».
Δεν είναι εξίσου εύκολη αντίδραση όταν αναφέρεσαι στα θέματα των ελληνοτουρκικών σχέσεων ή στα θέματα του Κυπριακού, γιατί εκεί υπάρχει στρατιωτικός κίνδυνος. Υπάρχει συσχετισμός δυνάμεων στρατιωτικών. Η κοινωνία όμως η οποία αντιδρά και θυμικά, αντιδρά όπως νιώθει. Νιώθει έτσι και λόγω της οικονομικής κρίσης και λόγω των προσβολών. Θα μου πείτε η αντίδραση υπήρχε και το 1992 πριν από την οικονομική κρίση, όταν «δέναμε τα σκυλιά με τα λουκάνικα» σύμφωνα με την παλιά έκφραση. Ήταν η περίοδος της απόλυτης ευημερίας, χωρίς επίγνωση ίσως ευημερίας, αλλά τώρα οι αντιδράσεις σχετίζονται και με το τραυματισμένο ήθος και την κόπωση της κοινωνίας. Με αυτή την κοινωνία όμως «έπαιξε» ο κ. Τσίπρας. Πάνω σε αυτήν την κοινωνία πήγαν να στήσουν το επιχείρημα τους του εθνικολαϊκισμού, του αντιμνημονιακού εθνικολαϊκισμού και τώρα λένε: «Α! Οι εθνικολαϊκιστές, οι υπερβολικοί. Αυτοί που δεν είναι ορθολογικοί, δεν είναι σύγχρονοι , είναι η αρχαϊκή Ελλάδα και εμείς είμαστε η σύγχρονη Ελλάδα, η φιλοευρωπαϊκή, η φιλοαμερικανική» Ποιοι; Η Ελλάδα της κεντροαριστεράς η οποία είναι συγχρόνως και δυτικόφιλη και αμερικανόφιλη και έτοιμη να τα δώσει όλα για να μας επαινέσει ο διεθνής τύπος.»
«Υπάρχει μια αντίληψη που κυριαρχεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στις Ηνωμένες Πολιτείες, στον ευρωαμερικανικό χώρο. Ότι, εφόσον υπάρχουν κυβερνήσεις και πρωθυπουργοί οι οποίοι εναρμονίζονται με την πολιτική μας και εφόσον χωρίς να δημιουργούνται προβλήματα, η πολιτική μας αυτή προωθείται, λέμε και καλά λόγια, έχουμε μια εντύπωση γι αυτούς η οποία είναι θετική, την καταγράφουμε, τους ενισχύουμε συναισθηματικά, ψυχολογικά σε επιλογές οι οποίες μπορεί να είναι επιλογές καταστροφικές με βάση τους εσωτερικούς πολιτικούς συσχετισμούς.
Εμείς, όταν αναλάβαμε τα τεράστια βάρη και το τεράστιο πολιτικό κόστος της διάσωσης της χώρας, δεν το κάναμε αυτό επειδή μας επαινούσαν με δημοσιεύματα στον βρετανικό τύπο ή στον γερμανικό τύπο ή στον αμερικανικό τύπο. Το κάναμε επειδή δεν θέλαμε να δούμε τη χώρα να καταστρέφεται, να πτωχεύει, να εξανδραποδίζεται και το πληρώσαμε αυτό. Ο καθένας αναλαμβάνει το κόστος των επιλογών του.
Ο κ. Τσίπρας, έχει οδηγήσει τη χώρα σε μια μεγάλη περιπέτεια, σε μια δευτερογενή κρίση. Η χώρα θα μπορούσε το 2015, στα μέσα, στο τέλος, να είναι εκτός μνημονίων, να έχει μπει σε μια κανονική ροή, να έχει θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, να έχει επενδυτικές προοπτικές, να είναι στο κλίμα που ήταν η χώρα από το δεύτερο εξάμηνο του 2014, μια εικόνα που την θυμάται η αγορά. Λοιπόν, αυτό το πληρώνουμε, είναι τεράστιο κόστος, αναπτυξιακό, οικονομικό, κόστος που αφορά τις τράπεζες, το ασφαλιστικό σύστημα, την αναιμική παρουσία επενδύσεων, την κακή προοπτική για το χρέος, διότι η προβολή που κάνουν όλοι οι αναλυτές μέχρι το 2060 μας δίνει έναν ρυθμό ετήσιο πραγματικής ανάπτυξης της τάξης του 1%, που είναι ανεπαρκές και επικίνδυνο και απογοητευτικό. Άρα λοιπόντέτοια λόγια εγώ τα ακούω ως σειρήνες και ο κ. Τσίπρας δεν είναι Οδυσσέας δεμένος στο κατάρτι.»
«Εμείς αποφύγαμε από το 2010 και μετά να κάνουμε οποιαδήποτε ανάμειξη της οικονομικής πολιτικής με την εξωτερική πολιτική. Βεβαίως κάναμε κινήσεις αποφυγής προβλημάτων, αποφυγής κρίσεων, προστασίας των εθνικών συμφερόντων. Έχουμε κάνει πολύ συγκεκριμένες στρατηγικές κινήσεις στο πεδίο των ελληνοτουρκικών σχέσεων, για την προστασία της εθνικής κυριαρχίας και των εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων σε σχέση, για παράδειγμα, με τις θαλάσσιες ζώνες- υφαλοκρηπίδα, αποκλειστική οικονομική ζώνη, διερευνητικές επαφές- είχαμε καταφέρει να κρατήσουμε ζωντανό το Κυπριακό μέχρι την τελευταία φάση της κατάληξης που όλοι ξέρουμε στο Crans Montana και ούτω καθεξής. Δεν υπήρχε momentum για το ζήτημα του ονόματος, παρόλα αυτά είχαμε διατηρήσει ανοιχτή τη διαδικασία, τις επαφές με τον κύριο Νίμιτς, είχα πάει ο ίδιος στον κύριο Γκρουέφσκι και στον κύριο Ιβανόφ με την ιδιότητα του υπουργού Εξωτερικών και του Προέδρου του Συμβουλίου Υπουργών της Ευρωπαϊκής Ένωσης τον Μάρτιο του 2014 στα Σκόπια, υπό πολύ άσχημες συνθήκες για να κρατήσουμε ανοιχτή τη διαδικασία και την επαφή. Αλλά δεν είχαμε δεχτεί παρεμβάσεις, δεν είχαμε δεχτεί συστάσεις και δεν είχαμε κάνει καμία υποχώρηση σε σχέση με την εθνική αντίληψη, ούτε προσέλαβε η κοινωνία τέτοιο φαινόμενο. Θεωρούσε ότι εμείς κάνουμε υποχωρήσεις στην οικονομική πολιτική που απεδείχθη ό,τι όλα έπρεπε να γίνουν για να σωθεί η χώρα. Ο κ. Τσίπρας έκανε παραχωρήσεις άνευ λόγου, έτσι, ρητορεία σκληρή και πραγματικότητα απολύτως ενδοτική. Αλλά ποτέ δεν δεχθήκαμε, αυτό που δέχθηκε ο κ. Τσίπρας εξαρχής: να συνδέσει τη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών με την οικονομική πολιτική και να συνδέσει και ένα μείζον ζήτημα εξωτερικής πολιτικής με το περιβάλλον της οικονομικής πολιτικής. Εγώ δεν λέω με το ένα ή το άλλο μέτρο, αλλά με ένα περιβάλλον, το οποίο, νομίζω ότι το βλέπουμε και στα σχόλια του Τύπου.»
«Αυτό είναι μια αντίθεση που αφορά τη συνεπή, με βάση τη δική του αντίληψη, στάση του κ. Σαμαρά. Εγώ δεν είχα ανάγκη από κάποιες εγκρίσεις του Πρωθυπουργού, υπό την έννοια, ότι ήμουνα εταίρος κυβερνητικός και υπήρχε μια γραμμή την οποία την ακολουθούσε η κυβέρνησή μας και πριν την συνεργασία με την Νέα Δημοκρατία, η οποία έγινε, να σας θυμίσω, σε δυο φάσεις. Μια φορά τον Νοέμβριο του 2011 επί Γιώργου Παπανδρέου με Πρωθυπουργό τον Λουκά Παπαδήμο, με πρωτοβουλία, μάλιστα, του κ. Παπανδρέου και με την συμμετοχή του Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού του κ. Καρατζαφέρη. Και δεύτερη φορά τον Ιούνιο, όταν είχε ήδη προηγηθεί η ΔΗΜΑΡ η οποία είχε πει ότι συνεργάζεται με την Νέα Δημοκρατία και φυσικά το ΠΑΣΟΚ έπρεπε να τιμήσει τους αγώνες του για να διατηρηθεί η χώρα όρθια. Διότι στη δική μας πολιτική προσχώρησαν όλοι αυτοί σταδιακά, οι πάντες. Και εντέλει, προσχώρησε και ο κ. Τσίπρας με τον κ. Καμμένο στην πολιτική μας, όλες οι παρεμβάσεις τους βασίζονται στη δική μας πολιτική και στα όσα κάναμε, κυρίως με το δεύτερο πρόγραμμα στην παρέμβαση στο χρέος. Αλλά η θέση που είχε η κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή, η Νέα Δημοκρατία ως Κυβέρνηση και την οποία είχε διατυπώσει κατ΄ επανάληψη στις προγραμματικές δηλώσεις, ήταν η θέση της σύνθετης ονομασίας. Και η Κυβέρνηση η τρικομματική είχε προγραμματικές δηλώσεις, τις οποίες είχε διατυπώσει τότε ο κ. Αβραμόπουλος ως υπουργός Εξωτερικών, πριν γίνω εγώ υπουργός Εξωτερικών τον Ιούνιο του 2013.»
«Αυτό είναι μια καρικατούρα, η οποία περιγράφεται πάρα πολύ εύκολα. Οικοδομεί ο κύριος Τσίπρας τη νέα κεντροαριστερά με ηγεμονία Σύριζα πάνω στις ψήφους τεσσάρων βουλευτών των ΑΝΕΛ και της κυρίας Παπακώστα.
Δηλαδή, εδώ, το «κεντροαριστερό αφήγημα» του κ. Τσίπρα βασίζεται στις ψήφους που έδωσε ο κ. Ζουράρις, ο κ. Παπαχριστόπουλος, η κα. Κουντουρά, ο κ. Κόκκαλης και η κα Παπακώστα. Προστέθηκε και ο κ. Δανέλλης. Ένας προερχόμενος από τον περίγυρο, και όταν λέω περίγυρο εννοώ όλη τη τεράστια διαδρομή της ευρύτερης κεντροαριστεράς. Άρα ο κ. Τσίπρας ούτε ήταν ούτε είναι κεντροαριστερά. Είναι ένας ριζοσπάστης στην καταγωγή από την κομμουνιστική αριστερά προερχόμενος, ο οποίος έχει γίνει ένας «ρεαλιστής» ίσον κυνικός διαχειριστής της εξουσίας χωρίς καμία αξία και χωρίς καμία συστολή. Με την ίδια ευκολία που αγκαλιάζεται και φιλιέται με τον κ. Καμμένο με την ίδια ευκολία τον καταγγέλλει ή αλληλοκαταγγέλλονται λόγω συνενοχής και αυτό, βέβαια, δεν έχει καμία σχέση με αυτό που λέγεται σοσιαλδημοκρατία, κεντροαριστερά, υπευθυνότητα και λοιπά.
Αν το ερώτημά σας είναι «θα υπάρξει πόλωση και όξυνση και θα πιεστούν τα κόμματα που είναι μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ;» Η απάντηση είναι ναι, βεβαίως. Γι’ αυτό και τα κόμματα αυτού του δημοκρατικού χώρου, του προοδευτικού, του ευρωπαϊκού και πρωτίστως το ΚΙΝΑΛ που καλύπτει αυτόν τον χώρο, πρέπει να έχουν καθαρή γραμμή. Η καθαρή γραμμή, δηλαδή, είναι η γραμμή της σταθερότητας, της προοδευτικότητας, της κοινωνικής ευαισθησίας, της ανάπτυξης, του ευρωπαϊκού εκσυγχρονισμού, της ανταγωνιστικότητας, της ανάκαμψης της χώρας. Και πρέπει να είναι οι εγγυητές αυτές οι δυνάμεις, πρέπει να είναι οι εγγυήτριες της ανάκαμψης της χώρας.
Αυτή η γραμμή είναι εκ των πραγμάτων η μόνη η οποία μπορεί να σώσει τη χώρα και το χώρο. Τη χώρα και το χώρο. Γιατί και μία τεχνικά αυτοδύναμη Νέα Δημοκρατία θα είναι αιχμάλωτη των σκληρότερων απόψεων στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας και κυρίως αιχμάλωτη μιας τάσης της συντηρητικής παράταξης που συνεργάστηκε και συνεργάζεται με τον ΣΥΡΙΖΑ με τον πιο απροκάλυπτο τρόπο σε σχέση με το βαθύ κράτος, αυτό μη το ξεχνάμε.»