Από τον Μοράλες στο Brexit
Ναπολέων ΛιναρδάτοςAν θέλεις πρακτικά να καταλάβεις τη δήλωση «ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε την κυβέρνηση, αλλά δεν πήρε την εξουσία», δεν έχεις παρά να δεις τα πεπραγμένα του προέδρου Μοράλες της Βολιβίας. «Πριν από τρία χρόνια οι Βολιβιανοί απάντησαν “όχι” σε δημοψήφισμα που θα έδινε τη δυνατότητα στον πρόεδρο της χώρας Εβο Μοράλες να εκλεγεί για τέταρτη φορά. Ο Μοράλες αποφάσισε να αγνοήσει το “όχι” των συμπατριωτών του και θα είναι εκ νέου υποψήφιος τον Οκτώβριο του 2019». Η απόφαση για να παρακαμφθεί το ενοχλητικό δημοψήφισμα ελήφθη από το Συνταγματικό Δικαστήριο της χώρας, διορισμένο από τον κ. Μοράλες, που αποφασίζει ως κομματικό όργανο.
Μια άλλη περίπτωση είναι αυτή της Βενεζουέλας, όπου κάποιος μπορεί να δει, για παράδειγμα, την έναρξη την νέας περιόδου για το Ανώτατο Δικαστήριο να συμπεριλαμβάνει τους δικαστές όρθιους να τραγουδούν υπέρ του καθεστώτος και ο πρόεδρος του Ανώτατου Δικαστηρίου να θέτει ως στόχο του να κάνει την ουτοπία πραγματικότητα. Ο διαχωρισμός των εξουσιών είναι μια αστική «προκατάληψη». Βασίζεται στην ιδέα του περιορισμού της πολιτικής εξουσίας, σε ένα σημαντικό και σαφώς οριοθετημένο ελεύθερο πεδίο δράσης του ατόμου. Δεν υπάρχει απλά η αρχή του διαχωρισμού των εξουσιών, αλλά ταυτόχρονα υπάρχει και ένα οικοσύστημα θεσμών πέρα από το κράτος, όπως η οικογένεια, η Εκκλησία, οι τοπικές κοινωνίες, έξω και πάνω από τα στενά όρια της κρατικής εξουσίας.
Ο σκοπός κάθε Αριστεράς είναι η εξαφάνιση του διαχωρισμού των εξουσιών και του κοινωνικού οικοσυστήματος που συντηρεί την ελευθερία του πολίτη. Υπάρχει η λαϊκίστικη έκδοση, του Τσάβες, του Μοράλες και του Τσίπρα του '15. Υπάρχει, όμως, και η έκδοση της Αριστεράς ως πεφωτισμένης τεχνοκρατίας που έχει ως σκοπό να καθορίσει και να ελέγξει κάθε λεπτομέρεια της ζωής του πολίτη. Η διαφορά των λαϊκιστών και των «πεφωτισμένων» τεχνοκρατών δεν βρίσκεται στην ουσία, αλλά στο μάρκετινγκ και στα μέσα. Οι λαϊκιστές βασίζονται στην επαναστατική ρητορική και στον απευθείας και απόλυτο έλεγχο της πολιτικής εξουσίας σε καίριους κοινωνικούς και οικονομικούς θεσμούς.
Η «πεφωτισμένη» τεχνοκρατία σε μια ρητορική «αμερόληπτης τεχνογνωσίας», που όμως πάντα έχει ως αποτέλεσμα τη διαρκή διάβρωση όλων των θεσμών και τον έμμεσο έλεγχό τους από τη νομενκλατούρα. Η εξάρτηση του πολίτη από το κράτος και η νηπιοποίησή του είναι βασικό μέσο και σκοπός και των δύο εκδόσεων της Αριστεράς.
Οταν γράφεις για τον Μοράλες ότι είναι «ένας πρόεδρος στα όρια του δικτάτορα», επειδή αγνόησε ένα δημοψήφισμα, αλλά ταυτόχρονα δεν βλέπεις τα πολλά δημοψηφίσματα που η πολιτική ελίτ της Ευρώπης επιλέγει να αγνοήσει προκειμένου να επιβάλει στα έθνη της Ευρώπης το «πεφωτισμένο» ιερατείο των Βρυξελλών, είσαι είτε άσχετος είτε υποκριτής.
Ναπολέων ΛιναρδάτοςAν θέλεις πρακτικά να καταλάβεις τη δήλωση «ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε την κυβέρνηση, αλλά δεν πήρε την εξουσία», δεν έχεις παρά να δεις τα πεπραγμένα του προέδρου Μοράλες της Βολιβίας. «Πριν από τρία χρόνια οι Βολιβιανοί απάντησαν “όχι” σε δημοψήφισμα που θα έδινε τη δυνατότητα στον πρόεδρο της χώρας Εβο Μοράλες να εκλεγεί για τέταρτη φορά. Ο Μοράλες αποφάσισε να αγνοήσει το “όχι” των συμπατριωτών του και θα είναι εκ νέου υποψήφιος τον Οκτώβριο του 2019». Η απόφαση για να παρακαμφθεί το ενοχλητικό δημοψήφισμα ελήφθη από το Συνταγματικό Δικαστήριο της χώρας, διορισμένο από τον κ. Μοράλες, που αποφασίζει ως κομματικό όργανο.
Μια άλλη περίπτωση είναι αυτή της Βενεζουέλας, όπου κάποιος μπορεί να δει, για παράδειγμα, την έναρξη την νέας περιόδου για το Ανώτατο Δικαστήριο να συμπεριλαμβάνει τους δικαστές όρθιους να τραγουδούν υπέρ του καθεστώτος και ο πρόεδρος του Ανώτατου Δικαστηρίου να θέτει ως στόχο του να κάνει την ουτοπία πραγματικότητα. Ο διαχωρισμός των εξουσιών είναι μια αστική «προκατάληψη». Βασίζεται στην ιδέα του περιορισμού της πολιτικής εξουσίας, σε ένα σημαντικό και σαφώς οριοθετημένο ελεύθερο πεδίο δράσης του ατόμου. Δεν υπάρχει απλά η αρχή του διαχωρισμού των εξουσιών, αλλά ταυτόχρονα υπάρχει και ένα οικοσύστημα θεσμών πέρα από το κράτος, όπως η οικογένεια, η Εκκλησία, οι τοπικές κοινωνίες, έξω και πάνω από τα στενά όρια της κρατικής εξουσίας.
Ο σκοπός κάθε Αριστεράς είναι η εξαφάνιση του διαχωρισμού των εξουσιών και του κοινωνικού οικοσυστήματος που συντηρεί την ελευθερία του πολίτη. Υπάρχει η λαϊκίστικη έκδοση, του Τσάβες, του Μοράλες και του Τσίπρα του '15. Υπάρχει, όμως, και η έκδοση της Αριστεράς ως πεφωτισμένης τεχνοκρατίας που έχει ως σκοπό να καθορίσει και να ελέγξει κάθε λεπτομέρεια της ζωής του πολίτη. Η διαφορά των λαϊκιστών και των «πεφωτισμένων» τεχνοκρατών δεν βρίσκεται στην ουσία, αλλά στο μάρκετινγκ και στα μέσα. Οι λαϊκιστές βασίζονται στην επαναστατική ρητορική και στον απευθείας και απόλυτο έλεγχο της πολιτικής εξουσίας σε καίριους κοινωνικούς και οικονομικούς θεσμούς.
Η «πεφωτισμένη» τεχνοκρατία σε μια ρητορική «αμερόληπτης τεχνογνωσίας», που όμως πάντα έχει ως αποτέλεσμα τη διαρκή διάβρωση όλων των θεσμών και τον έμμεσο έλεγχό τους από τη νομενκλατούρα. Η εξάρτηση του πολίτη από το κράτος και η νηπιοποίησή του είναι βασικό μέσο και σκοπός και των δύο εκδόσεων της Αριστεράς.
Οταν γράφεις για τον Μοράλες ότι είναι «ένας πρόεδρος στα όρια του δικτάτορα», επειδή αγνόησε ένα δημοψήφισμα, αλλά ταυτόχρονα δεν βλέπεις τα πολλά δημοψηφίσματα που η πολιτική ελίτ της Ευρώπης επιλέγει να αγνοήσει προκειμένου να επιβάλει στα έθνη της Ευρώπης το «πεφωτισμένο» ιερατείο των Βρυξελλών, είσαι είτε άσχετος είτε υποκριτής.
Ένα έθνος επιδοματούχων
Ναπολέων Λιναρδάτος
Κάνατε δήλωση για το επίδομα ενοικίου; Για το επίδομα παιδιού; Εχετε κάνει αίτηση για το κοινωνικό τιμολόγιο της ΔΕΗ ή το επίδομα στέγασης; Για κοινωνικό τουρισμό; Αν στα χρόνια της επί πιστώσει ευημερίας αναπτύχθηκε το μοντέλο των διορισμών και των παροχών, στα χρόνια της χρεοκοπίας αναπτύσσεται με γοργούς ρυθμούς το μοντέλο των επιδοματούχων Ελλήνων. Η παροχολογία αντικαταστάθηκε από την επιδοματολογία. Για την ελληνική πολιτική τάξη ισχύει η γνωστή φράση του Ταλεϊράνδου: «Δεν έμαθαν τίποτα, δεν ξέχασαν τίποτα».
Ναπολέων Λιναρδάτος
Κάνατε δήλωση για το επίδομα ενοικίου; Για το επίδομα παιδιού; Εχετε κάνει αίτηση για το κοινωνικό τιμολόγιο της ΔΕΗ ή το επίδομα στέγασης; Για κοινωνικό τουρισμό; Αν στα χρόνια της επί πιστώσει ευημερίας αναπτύχθηκε το μοντέλο των διορισμών και των παροχών, στα χρόνια της χρεοκοπίας αναπτύσσεται με γοργούς ρυθμούς το μοντέλο των επιδοματούχων Ελλήνων. Η παροχολογία αντικαταστάθηκε από την επιδοματολογία. Για την ελληνική πολιτική τάξη ισχύει η γνωστή φράση του Ταλεϊράνδου: «Δεν έμαθαν τίποτα, δεν ξέχασαν τίποτα».
Βασικά, αυτό που άλλαξε για την πολιτική τάξη είναι τα ποσά, και έτσι οι αθρόες προσλήψεις και οι πρόωρες και μεγάλες συντάξεις -όλα με δανεικά, φυσικά- έδωσαν τη θέση τους σε μια σειρά επιδομάτων που έχουν, όπως λέγεται δημοσιογραφικά, μικρότερο δημοσιονομικό εκτόπισμα. Αυτό που δεν έχει αλλάξει είναι ο τρόπος που βλέπουν οι πολιτικοί τον μέσο πολίτη, δηλαδή ως κάποιον που είναι τόσο μωρόπιστος, που μπορεί να εξαγοραστεί με τα χρήματα που ήδη του έχει δημεύσει το κράτος. Ο μέσος Ελληνας το 2018 δούλεψε από την 1η Ιανουαρίου έως τις 18 Ιουλίου για να πληρώσει φόρους, που τους αποκαλούμε εισφορές στο κράτος. Για καθένα ευρώ που βγάζεις τα 55 λεπτά καταλήγουν στο κράτος και σου μένουν τα 45 λεπτά. Τώρα που ο δανεισμός έχει περιοριστεί, η διαδικασία για την αφαίμαξη των 55 λεπτών ανά ευρώ στηρίζεται στη λεηλασία της ιδιωτικής εργασίας και παραγωγής.
Ετσι, το πολιτικό προσωπικό της χώρας έχει καταφέρει να δημιουργήσει μια παγίδα φτώχειας για την Ελλάδα. Ενας πολίτης που θέλει να εργαστεί τιμωρείται φορολογικά. Αν θέλει να δημιουργήσει μια επιχείρηση, μικρή ή μεγάλη, τιμωρείται φορολογικά. Και στις δύο περιπτώσεις η φορολογική επιβάρυνση είναι άγρια και εξοντωτική. Για ένα αυξανόμενο κομμάτι του πληθυσμού η εξάρτηση από τα επιδόματα σε συνδυασμό με τη λεγόμενη μαύρη εργασία είναι η μόνη λογική διέξοδος επιβίωσης.
Ως πολίτης, αντιμετωπίζεις όλα τα αντικίνητρα για να παράγεις και να συσσωρεύεις πλούτο. Εχεις, επίσης, όλα τα κίνητρα για να στηθείς σε μια ουρά και ως επαίτης να αιτηθείς κάποιο επίδομα. Μια χώρα που αποτελείται κυρίως από δημοσίους υπαλλήλους, συνταξιούχους και επιδοματούχους δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα απέραντο πτωχοκομείο. Αναδιακατανέμει τη μιζέρια, προσπαθώντας να ξεγελάσει το πόπολο και την πραγματικότητα. Μια κοινωνία που δεν παράγει πλούτο είναι μια κοινωνία που πεθαίνει.
Η πολιτική τάξη, αντί να ασχολείται με το πώς θα αρχίσουμε να παράγουμε πλούτο για να ξεφύγουμε από τον φαύλο κύκλο της φτωχοποίησης, συνεχίζει να ζει στη μεταπολιτευτική φαντασίωσή της του κράτους ως πηγής εισοδήματος και πλούτου. «Δεν έμαθαν τίποτα, δεν ξέχασαν τίποτα».
Ετσι, το πολιτικό προσωπικό της χώρας έχει καταφέρει να δημιουργήσει μια παγίδα φτώχειας για την Ελλάδα. Ενας πολίτης που θέλει να εργαστεί τιμωρείται φορολογικά. Αν θέλει να δημιουργήσει μια επιχείρηση, μικρή ή μεγάλη, τιμωρείται φορολογικά. Και στις δύο περιπτώσεις η φορολογική επιβάρυνση είναι άγρια και εξοντωτική. Για ένα αυξανόμενο κομμάτι του πληθυσμού η εξάρτηση από τα επιδόματα σε συνδυασμό με τη λεγόμενη μαύρη εργασία είναι η μόνη λογική διέξοδος επιβίωσης.
Ως πολίτης, αντιμετωπίζεις όλα τα αντικίνητρα για να παράγεις και να συσσωρεύεις πλούτο. Εχεις, επίσης, όλα τα κίνητρα για να στηθείς σε μια ουρά και ως επαίτης να αιτηθείς κάποιο επίδομα. Μια χώρα που αποτελείται κυρίως από δημοσίους υπαλλήλους, συνταξιούχους και επιδοματούχους δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα απέραντο πτωχοκομείο. Αναδιακατανέμει τη μιζέρια, προσπαθώντας να ξεγελάσει το πόπολο και την πραγματικότητα. Μια κοινωνία που δεν παράγει πλούτο είναι μια κοινωνία που πεθαίνει.
Η πολιτική τάξη, αντί να ασχολείται με το πώς θα αρχίσουμε να παράγουμε πλούτο για να ξεφύγουμε από τον φαύλο κύκλο της φτωχοποίησης, συνεχίζει να ζει στη μεταπολιτευτική φαντασίωσή της του κράτους ως πηγής εισοδήματος και πλούτου. «Δεν έμαθαν τίποτα, δεν ξέχασαν τίποτα».