Stevia leaf extract is both suitable and safe for people who have diabetes.

Some early studies suggested that stevia components had a blood-sugar lowering effect (hypoglycemic) on study participants. This development caught the attention global regulatory authorities and required assessment before the ingredient was deemed acceptable to be released into the global marketplace. The first randomized, controlled trial to directly answer these concerns demonstrated that highly purified stevia leaf extract did not impact the blood glucose levels of people with type 2 diabetes. The study was published in in 2008 in the journal of Food and Chemical Toxicology.

The study used a standard, randomized, double-blind, placebo-controlled trial. The 122 patients (all with type 2 diabetes mellitus) were divided into two groups and given either 1000mg of high purity stevia leaf extract or a placebo. Neither participants nor physicians knew which participants were receiving the randomly-prescribed stevia leaf extract or placebo. The participants kept their diet and exercise stable, and kept a log. The study regularly monitored the participants’ HbA1C levels, as HbA1C levels are a reliable indicator of glycemic (blood-sugar) control over time.

Study results showed that a daily dose of 1000mg stevia leaf extract did not alter blood glucose levels in study participants.

Read the full study findings here.

Το εκχύλισμα φύλλων Stevia είναι και κατάλληλο και ασφαλές για άτομα με διαβήτη.

Ορισμένες πρώτες μελέτες έδειξαν ότι τα συστατικά της στεβίας είχαν μείωση του σακχάρου στο αίμα (υπογλυκαιμικά) στους συμμετέχοντες στη μελέτη. Αυτή η εξέλιξη τράβηξε την προσοχή των παγκόσμιων ρυθμιστικών αρχών και απαιτούσε αξιολόγηση πριν κριθεί αποδεκτό το συστατικό να κυκλοφορήσει στην παγκόσμια αγορά. Η πρώτη τυχαιοποιημένη, ελεγχόμενη δοκιμή για άμεση απάντηση σε αυτές τις ανησυχίες έδειξε ότι το εξαιρετικά καθαρισμένο εκχύλισμα φύλλων στεβίας δεν επηρέασε τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα ατόμων με διαβήτη τύπου 2. Η μελέτη δημοσιεύθηκε το 2008 στο περιοδικό Food and Chemical Toxicology .

Η μελέτη χρησιμοποίησε μια τυπική, τυχαιοποιημένη, διπλή-τυφλή, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο δοκιμή. Οι 122 ασθενείς (όλοι με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2) χωρίστηκαν σε δύο ομάδες και έλαβαν είτε 1000 mg εκχύλισμα φύλλων stevia υψηλής καθαρότητας είτε ένα εικονικό φάρμακο. Ούτε οι συμμετέχοντες ούτε οι γιατροί ήξεραν ποιοι συμμετέχοντες έλαβαν το τυχαία συνταγογραφημένο εκχύλισμα φύλλων stevia ή εικονικό φάρμακο. Οι συμμετέχοντες διατήρησαν τη διατροφή και την άσκηση σταθερή, και τηρούσαν αρχείο καταγραφής. Η μελέτη παρακολούθησε τακτικά τα επίπεδα HbA 1C των συμμετεχόντων , καθώς τα επίπεδα HbA 1C είναι ένας αξιόπιστος δείκτης του γλυκαιμικού ελέγχου (σάκχαρο στο αίμα) με την πάροδο του χρόνου.

Τα αποτελέσματα της μελέτης έδειξαν ότι μια ημερήσια δόση εκχυλίσματος φύλλων stevia 1000 mg δεν άλλαξε τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα στους συμμετέχοντες στη μελέτη.

Διαβάστε τα πλήρη ευρήματα της μελέτης εδώ .




ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΟ Ι∆ΡΥΜΑ ΚΡΗΤΗΣ

ΤΜΗΜΑ ΤΕΧΝΟΛΟΓΩΝ ΓΕΩΠΟΝΩΝ 

TECHNOLOGICAL EDUCATIONAL INSTITUTE of CRETE

DEPARTMENT of AGRICULTURAL TECHNOLOGY

ΠΤΥΧΙΑΚΗ ∆ΙΑΤΡΙΒΗ «ΧΗΜΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ, ΒΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΚΑΙ ∆ΙΑΤΡΟΦΙΚΕΣ ΧΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΦΥΤΟΥ STEVIA REBAUDIANA BERTONI» 

ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΟΠΙ∆ΑΚΗ 

ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΚΟΥΤΕΛΙ∆ΑΚΗΣ




Αποσπάσματα απο την ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΤΗΣ κ. ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΚΟΠΙΔΑΚΗ την οποία και ευχαριστούμε θερμά


" .....Η Στέβια είναι το µοναδικό γλυκαντικό που έχει αντί-διαβητικές ιδιότητες (Hossain et.al, 2011). Αρκετές µελέτες in vitro, έδειξαν ότι οι γλυκοζίτες Στεβιόλης µπορούν να διεγείρουν την έκκριση ινσουλίνης από αποµονωµένα παγκρεατικά κύτταρα, απορυθµίζοντας βασικά γονίδια που ελέγχουν την έκκριση της ινσουλίνης και έχουν επιπτώσεις στο σύστηµα σήµανσης και απελευθέρωσης της ινσουλίνης. Μελέτη που έγινε χρησιµοποιώντας Στεβιοσίδη και Ρεµπαουδιοσίδη Α (σε χιλιοστοµοριακές συγκεντρώσεις) και Στεβιόλη (σε µικροµοριακές συγκεντρώσεις) έδειξαν ότι διεγείρουν την έκκριση ινσουλίνης από αποµονωµένα κύτταρα παγκρέατος (EFSA, 2010). Μια σειρά από in vivo µελέτες που χρησιµοποίησαν παρασκευάσµατα γλυκοζιτών Στεβιόλης και σύµφωνα µε τις προδιαγραφές που προτείνονται, έχουν δείξει επιδράσεις στην ευαισθησία της ινσουλίνης και στα επίπεδα γλυκόζης στο πλάσµα, σε διαβητικούς τύπου 2 ή παχύσαρκους αρουραίους. Συνολικά οι µελέτες έχουν δείξει ότι η χορήγηση γλυκοζιτών Στεβιόλης έχει αποτελέσµατα στη µείωση των επιπέδων γλυκόζης στο αίµα, πιθανώς ενισχύοντας την έκκριση ινσουλίνης και ρυθµίζοντας την γλυκονεογένεση (EFSA, 2010). Σε πείραµα που έγινε σχετικά µε τα επίπεδα γλυκόζης στο αίµα και πως επηρεάζεται από τη Στέβια, χρησιµοποιήθηκαν αρουραίοι που τους χορηγήθηκαν συγκεντρώσεις Στεβιοσίδης ίσες µε 0(µάρτυρας), 05, 1 και 5mg/kg σωµατικού βάρους (δηλαδή περίπου 0, 0.2, 0.4 και 2 mg/kg ΣΒ ισοδύναµα Στεβιόλης αντίστοιχα) και υποβλήθηκαν σε µια δοκιµασία ανοχής σε γλυκόζη µε έγχυση 0.5gr γλυκόζης/kg ΣΒ στη φλέβα της ουράς µετά από 60 λεπτά που είχε χορηγηθεί η Στεβιοσίδη χωρίς να έχει υπάρξει κατανάλωση τροφής. Τα επίπεδα γλυκόζης στο αίµα µετρήθηκαν 5,10,20,30,60,90 και 120 λεπτά µετά την ένεση γλυκόζης. Σε όλες τις οµάδες τα επίπεδα σακχάρου κορυφώθηκαν µέσα σε 5 λεπτά µετά την ένεση. Ωστόσο, τα επίπεδα γλυκόζης ήταν σηµαντικά χαµηλότερα στους αρουραίους που χορηγήθηκε Στεβιοσίδη από ότι στον µάρτυρα, και οι µειώσεις ήταν δοδοεξαρτώµενες. Τα επίπεδα γλυκόζης άρχισαν να πλησιάζουν κανονικές τιµές 30 λεπτά µετά την ένεση γλυκόζης, αλλά συνέχισαν να είναι σηµαντικά χαµηλότερα στην οµάδα υψηλής δόσης Στεβιοσίδης µέχρι και 90 λεπτά µετά από την ένεση (EFSA, 2010). Σε µια άλλη µελέτη, οι ερευνητές µελέτησαν τις οξείες επιδράσεις της Στεβιοσίδης σε ασθενείς µε διαβήτη τύπου 2. Έγινε ένα πρότυπο γεύµα για τη δοκιµασία και προστέθηκε σε αυτό 1gr Στεβιοσίδης ή 1gr αµύλου αραβόσιτου (οµάδα ελέγχου). Ελήφθησαν δείγµατα αίµατος 30 λεπτά πριν και 240 λεπτά µετά το γεύµα. Σε σύγκριση µε την οµάδα ελέγχου, η Στεβιοσίδη µείωσε σηµαντικά την περιοχή κάτω από την καµπύλη απόκρισης της ινσουλίνης κατά 18%. Ο ινσουλινογόνος δείκτης αυξήθηκε κατά περίπου 40% από της Στεβιοσίδη σε σύγκριση µε τους µάρτυρες. Η Στεβιοσίδη έτεινε νε µειώνει τα επίπεδα γλυκογόνου. Συµπερασµατικά η Στεβιοσίδη µειώνει τα µεταγευµατικά επίπεδα γλυκόζης στο αίµα σε ασθενείς µε διαβήτη τύπου 2, και δείχνει ευεργετικά αποτελέσµατα επί του µεταβολισµού της γλυκόζης (EFSA, 2010). Τονώνει επίσης την έκκριση ινσουλίνης µέσω άµεσης δράσης στα βκύτταρα του παγκρέατος (Arora et.al, 2010). Πτυχιακή διατριβή Κοπιδάκη Γεωργία 92 Η προαναφερόµενη µείωση της γλυκόζης στο αίµα από τη Στέβια, οφείλεται στην αναστολή αλλά όχι στην παρεµπόδιση της απορρόφησης της γλυκόζης από τα εντερικά κύτταρα, κάτι που όµως µπορεί να µην είναι επιθυµητό από υγιή άτοµα. Επίσης, η Στεβιοσίδη επιβραδύνει την γλυκονεογένεση στο ήπαρ µέσω καταστολής της έκφρασης του γονιδίου που ρυθµίζει την παραγωγή γλυκόζης στο ήπαρ, κι έτσι οδηγεί σε µείωση του επιπέδου γλυκόζης στο πλάσµα σε διαβητικούς τύπου 1 και τύπου 2 αρουραίους (Chatsudthipong & Muanprasat, 2008). 6.2 Αντί-υπερλιπιδαιµική δράση της Στέβιας Υπερλιπιδαιµία ή υπερλιποπρωτεϊναιµία, χαρακτηρίζεται από ασυνήθιστα αυξηµένα επίπεδα οποιονδήποτε ή όλων των λιπιδίων ή και των λιποπρωτεϊνών στο αίµα. Είναι η πιο κοινή µορφή της δυσλιπιδαιµίας, η οποία περιλαµβάνει οποιαδήποτε µη φυσιολογικά επίπεδα λιπιδίων. Τα λιπίδια µεταφέρονται σε µια κάψουλα πρωτεΐνης ή αλλιώς λιποπρωτεΐνη, το µέγεθος της οποίας εξαρτάται από την πυκνότητα του. Η πυκνότητα λιποπρωτεΐνης και το είδος των απολιποπρωτεϊνών που περιέχει καθορίζει την τύχη του σωµατιδίου και της επιρροής του στο µεταβολισµό. Η υπερλιπιδαιµία χωρίζεται σε πρωτοβάθµιους και δευτεροβάθµιους τύπους. Η πρωτοβάθµια υπερλιπιδαιµία οφείλεται συνήθως σε γενετικά αίτια, όπως µια µετάλλαξη σε µια πρωτεΐνη υποδοχέα, ενώ η δευτεροβάθµια οφείλεται σε άλλες αιτίες όπως ο διαβήτης. Οι ανωµαλίες των λιπιδίων και των λιποπρωτεϊνών είναι κοινά στο γενικό πληθυσµό και θεωρούνται ως ιδιαίτεροι τροποποιήσιµοι παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακή νόσο εξαιτίας της επίδρασης της χοληστερόλης που σχετίζεται µε την αρτηριοσκλήρυνση. Επιπλέον ορισµένες µορφές µπορεί να προδιαθέτουν οξεία παγκρεατίτιδα. Εκτός από την πρωτοβάθµια και δευτεροβάθµια ταξινόµηση, ταξινοµούνται ακόµα και µε το ποιο τύπος λιπιδίων είναι αυξηµένος, δηλαδή υπερχοληστεριναιµία, υπερτριγλυκεριδαιµία ή ο συνδυασµός τους που ονοµάζεται υπερλιπιδαιµία. Η πρωτοβάθµια υπερλιπιδαιµία έχει 5 τύπους που σχετίζονται µε την λιποπρωτεϊνική λιπάση (LPL), την χαµηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη (LDL) και την πολύ χαµηλής πυκνότητα λιποπρωτεΐνη (VLDL). Οι πιο κοινές αιτίες της δευτεροβάθµιας υπερλιπιδαιµίας είναι ο σακχαρώδης διαβήτης, ο υποθυρεοειδισµός, η νεφρική ανεπάρκεια, το νεφρωσικό σύνδροµο, η χρήση αλκοόλ, η χρήση φαρµάκων όπως διουρητικά, οιστρογόνα κ.α. και µερικές σπάνιες Στέβια, η ζάχαρη του µέλλοντος 93 ενδοκρινικές και µεταβολικές διαταραχές (Wikipedia, 2013). Σε πείραµα που έγινε in vivo, µελετήθηκε η αντιυπερλιπιδαιµική επίδραση της από του στόµατος χορήγησης Στεβιοσίδης. Χρησιµοποιήθηκε µίγµα Στεβιοσίδης (70% Στεβιοσίδη, 20% Ρεµπαουδιοσίδη Α κ.α.) και συµµετείχαν 49 άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες, ηλικίας 20-70 ετών. Οι άνθρωποι αυτοί δεν είχαν υποστεί ποτέ θεραπεία κατά της υπερλιπιδαιµίας. Αποκλείστηκαν όσοι είχαν υπέρταση, καρδιαγγειακές παθήσεις, όσοι είχαν λάβει αντιυπεριλιπιδιαµική αγωγή, εγκυµονούσες, άτοµα µε ηπατική και νεφρική δυσλειτουργία, κακοήθειες και σακχαρώδη διαβήτη. Χωρίστηκαν σε δύο οµάδες: Η πρώτη οµάδα (24 άτοµα) έλαβαν κάψουλες που περιείχαν talk και η δεύτερη οµάδα (25 άτοµαοµάδα ελέγχου, placabo) έλαβαν κάψουλες που περιείχαν 2,75mg/kg/ηµέρα Στεβιοσίδη. Τις κάψουλες τιε έπαιρναν 2 φορές την ηµέρα για 90 ηµέρες ακλουθώντας τις ίδιες διατροφικές συνήθειες που είχαν οι ασθενείς πριν τη µελέτη. Πριν ξεκινήσουν την θεραπεία, µετρήθηκε ο δείκτης µάζας του κάθε ατόµου και πήραν δείγµα αίµατος µετά από ολονύκτια νηστεία. Από το αίµα µετρήθηκαν η περιεκτικότητα της γλυκόζης, η αµινοτρανσφεράση αλανίνης (ALT), η ασπαρτική αµινοτρανσφεράση (AST), η γάµµα-γλουταµυλοτρανσφεράση (GGT), η ολική χοληστερόλη, η υψηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη (HDL), η χαµηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη (LDL), η πολύ χαµηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη (VLDL) και τα τριγλυκερίδια. Μετά από 90 µέρες που πάρθηκαν ξανά δείγµατα αίµατος, δεν βρέθηκε αλλαγή στα επίπεδα των AST, ALT και GGT στην οµάδα της Στεβιοσίδης (Πιν. 21) (Cavalcante da Silva et.al, 2006).


........Τα οφέλη της Στέβιας είναι πολλαπλά και τα εκχυλίσµατα της µπορούν να βοηθήσουν ανθρώπους που έχουν σοβαρά προβλήµατα υγείας. Ακόµα και οι άνθρωποι που πάσχουν από διαβήτη µπορούν πλέον να απολαµβάνουν τη γλυκιά της γεύση χωρίς να τους επιβαρύνει. Αντιθέτως µπορούν να ωφεληθούν από την αντιδιαβητική της δράση. Εκτός από τους διαβητικούς, παχύσαρκοι άνθρωποι µπορούν να τη χρησιµοποιούν άφοβα, βοηθώντας τους να ελέγξουν το βάρος τους ή να εµφανίσουν απώλεια βάρους. Επιπρόσθετα, η Στέβια έχει αντιοξειδωτική δράση, µε ότι αυτό συνεπάγεται για την υγεία, καθώς βοηθάει σε κάθε ασθένεια που προκαλείται ή επιδεινώνεται µε την απελευθέρωση των ελεύθερων και καταστροφικών ριζών από τον οργανισµό του ανθρώπου. Η αντιµικροβιακή δράση της Στέβιας βοηθάει σε σοβαρές ασθένειες που εµφανίζονται από τροφιµογενή παθογόνα που προκαλούν προβλήµατα στο έντερο µε συµπτώµατα όπως έµετος, διάρροια κ.α. που εξασθενούν τον οργανισµό. Η αντιµυκητιακή και αντιπαρασιτική δραστηριότητα της δεν έχει οφέλη µόνο για τους ανθρώπους, αλλά µπορεί να βοηθήσει σε ασθένειες ζώων αλλά και να ενταχθεί στην παρασκευή φαρµάκων βοηθώντας στην καταπολέµηση των ασθενειών στα φυτά. Η δράση της κατά των παραγόντων που προκαλούν φλεγµονές είναι σαφής, και µπορεί Στέβια, η ζάχαρη του µέλλοντος 103 να απαλύνει τα συµπτώµατα πόνου. Επίσης, µπορεί να συµβάλει στη µείωση της πίεσης σε υπερτασικούς ανθρώπους χωρίς να δηµιουργεί προβλήµατα σε άλλα ζωτικά όργανα. Έχει καλά αποτελέσµατα στη µείωση της χοληστερόλης και της LDL λιποπρωτεΐνης, αλλά αυτές οι ιδιότητες δεν µπορούν να την χαρακτηρίσουν 100% ως αντιυπερλιπιδαιµικό προστατευτικό. Έχει αποδειχθεί ότι πιθανόν να προλαµβάνει κάποιες µορφές καρκίνου. Έχει αναφερθεί η διουρητική της δράση, που ωφελεί και την µείωση της υπέρτασης. Επίσης έχει αναφερθεί η επουλωτική, καρδιοτονωτική και αντιγηραντική της δραστηριότητα. Τέλος, σε άλλες χώρες χρησιµοποιείται ως συστατικό σε οδοντόκρεµες για µείωση της τερηδόνας και γενικά των βακτηριδίων που βρίσκονται στη στοµατική κοιλότητα του ανθρώπου. Όσον αφορά την ασθένεια της τερηδόνας, που όλο και πιο συχνά µικρά παιδιά πάσχουν από αυτήν, θα ήταν θεµιτό στα προϊόντα που απευθύνονται σε παιδιά να αντικαθίστανται η ζάχαρη µε Στέβια.... 


....Όσον αφορά την ασφάλεια της Στέβιας, έχουν γίνει πάρα πολλές µελέτες για αυτήν. Το επιτρεπτό όριο κατανάλωσης της είναι 4mg/kg σωµατικού βάρους ηµερησίως, όπου έχει οριστεί ως ασφαλές όριο. Όµως µελέτες που έχουν χρησιµοποιήσει πολύ µεγαλύτερες δόσεις από αυτήν δεν παρατηρούσαν πάντα αρνητικές επιδράσεις. Βέβαια πρέπει να υπάρχει γνώση και συνέπεια όπως συµβαίνει µε όλα τα γλυκαντικά και όλες τις τροφές. Έχει αποδειχθεί λοιπόν επαρκώς επιστηµονικά ότι η Στέβια είναι µη τοξική, µη γονοτοξική, µη τερατογόνος, µη µεταλλαξιγόνος, µη καρκινική και δεν προκαλεί αλλεργίες.