Πέμπτη 14 Μαρτίου 2019
Ομιλία Ευ. Βενιζέλου στην Ολομέλεια κατά τη συζήτηση και λήψη απόφασης επί των προτάσεων για αναθεώρηση διατάξεων του Συντάγματος (δεύτερη ψηφοφορία)
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές, ολοκληρώνεται σήμερα η πρώτη φάση της αναθεωρητικής διαδικασίας και είμαι πραγματικά ικανοποιημένος επειδή επιβλήθηκε εν τέλει ο σεβασμός του αυστηρού χαρακτήρα του Συντάγματος και της αναθεωρητικής διαδικασίας, όπως αυτή οργανώνεται αποκλειστικά από το άρθρο 110 του Συντάγματος. Θυμίζω ότι το 2016 ξεκίνησε η συζήτηση αυτή εξωκοινοβουλευτικά, με κυβερνητική πρωτοβουλία, παρότι η αρμοδιότητα αναθεώρησης ανήκει αποκλειστικά στη Βουλή, ενώ στην πρώτη φάση αυτής της συζήτησης, την πρώιμη, κυριάρχησε το ζήτημα του συνταγματικού δημοψηφίσματος, το οποίο θα ήταν βάναυση προσβολή του άρθρου 110 του Συντάγματος. Χαίρομαι, λοιπόν, γιατί τελικά όλα οδήγησαν στο πλαίσιο του άρθρου 110 και στον σεβασμό του.
Το Σύνταγμα έδειξε ότι μπορεί να αναπτύσσει μηχανισμούς αυτοπροστασίας απέναντι σε διάφορες προσπάθειες καταστρατήγησής του. Αποδείχθηκε ή μάλλον καταδείχθηκε στη διαδικασία αυτή ότι το πρόβλημα της χώρας δεν είναι συνταγματικό. Γιατί, μακάρι να ήταν συνταγματικό το πρόβλημα της χώρας, θα μπορούσαμε να το λύσουμε εξωραΐζοντας, εκσυγχρονίζοντας, βελτιώνοντας τις διατυπώσεις του Συντάγματος. Όμως δεν είναι συνταγματικό το πρόβλημα της χώρας και δε λύνεται τόσο εύκολα το ελληνικό πρόβλημα. Η συζήτηση πρέπει να επανέλθει εντός θέματος. Το πρόβλημα της χώρας είναι κοινωνικό, οικονομικό, και ιδιαίτερα δημοσιονομικό, αναπτυξιακό, πολιτικό και είναι βεβαίως και θεσμικό, αλλά με την ευρύτερη έννοια του όρου. Είναι πρόβλημα ποιότητας της νομοθεσίας, διοίκησης, αυτοδιοίκησης, πολιτικού συστήματος, Δικαιοσύνης, οικονομικής διακυβέρνησης. Απέναντι σε αυτό το συνολικό και βαθύ ελληνικό πρόβλημα το Σύνταγμα λειτούργησε και άντεξε την περίοδο της κρίσης προσφέροντας ένα σταθερό και ισχυρό πλαίσιο αναφοράς. Μας βοήθησε το Σύνταγμα αυτά τα εννέα δύσκολα, επώδυνα, αντιφατικά χρόνια και θα έπρεπε αυτό να το σεβαστούμε και να το διακηρύξουμε.
Ούτως ή άλλως, βρισκόμαστε στην εποχή του λεγόμενου πολυεπίπεδου συνταγματισμού. Το κράτος δεν είναι το απλό, παραδοσιακό, κυρίαρχο κράτος, το Βεστφαλικό, είναι ένα κράτος-μέλος, μετέχει στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και στη διεθνή κοινότητα. Υπάρχει το φαινόμενο της παράλληλης ισχύος του Ευρωπαϊκού και του Διεθνούς Δικαίου, υπάρχει διεθνής και ευρωπαϊκός δικαστικός έλεγχος του ίδιου του εθνικού Συντάγματος, υπάρχουν πολλές έννομες τάξεις που διεκδικούν υπεροχή στο πεδίο εφαρμογής τους. Παρόλα αυτά, η διαδικασία της αναθεώρησης του εθνικού Συντάγματος, που συνδέεται με την εθνική συνταγματική ταυτότητα, είναι αναντικατάστατη. Κυριαρχούν βεβαίως οι λεγόμενες άτυπες συνταγματικές μεταβολές μέσα από τη συνταγματική πρακτική, την ευρωπαϊκή και τη διεθνή πρακτική και μέσα από τη δικαστική ερμηνεία του Συντάγματος στο πλαίσιο του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας. Αλλά τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει την μεταβολή του συνταγματικού κειμένου, γιατί κάθε ερμηνεία ξεκινά από γραμματική και καταλήγει σε γραμματική, γιατί ο συλλογισμός του ερμηνευτή, και ιδίως του δικαστή, διατυπώνεται γραμματικά σε αντικατάσταση ή σε υποκατάσταση του κειμένου του Συντάγματος.
Οι προτάσεις της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας του ΣΥΡΙΖΑ και γενικότερα η στάση του, στη συντριπτική πλειονότητα των θεμάτων, θα μου επιτρέψετε να πω ότι είχε τα εξής χαρακτηριστικά. Πρώτον, ήταν για πολλά σημεία μικρόψυχη και αμυντική η στάση του. Αυτό αφορά τον αποκλεισμό της αναθεώρησης του άρθρου 16 παράγραφοι 5 και 8 για τα μη κρατικά Πανεπιστήμια και την απόρριψη της πρότασης για την επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης από Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή με αυξημένη πλειοψηφία και όχι από το Υπουργικό Συμβούλιο.
Δεύτερον, σε άλλα σημεία η πρόταση και η στάση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν υστερόβουλη, όπως η προσπάθεια εισαγωγής ως πάγιου εκλογικού συστήματος της απλής αναλογικής, ενώ πρέπει να υπάρχει ευχέρεια του εκλογικού νομοθέτη να προσδιορίζει το σύστημα μέσα στην εξέλιξη των γεγονότων, των καταστάσεων, των αναγκών, με τον περιορισμό βέβαια ότι το σύστημα θα ισχύει από τη μεθεπόμενη εκλογική αναμέτρηση, πλην ευρυτάτης συναίνεσης.
Τρίτον, άλλα πολλά σημεία των προτάσεων του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ρητορικά, έως δημαγωγικά, χωρίς πραγματικό κανονιστικό περιεχόμενο, ήταν ωμή έκφραση συνταγματικού λαϊκισμού. Τίποτα επιπλέον δεν χρειάζεται το Σύνταγμα στα κοινωνικά δικαιώματα, όλα υπάρχουν, όλα έχουν ερμηνευθεί, είναι πλήρες το κανονιστικό περιεχόμενο των άρθρων 21 και 22. Αλλά το ίδιο συμβαίνει και με πολλές άλλες διατάξεις όπου οι παρεμβάσεις είναι αμιγώς συνθηματικές, ρητορικές, δεν προσφέρουν τίποτα. Αναφέρομαι στο άρθρο 5 παράγραφος 2, στα άρθρα 101 και 102 για το αποκεντρωτικό σύστημα διοίκησης για τις ορεινές και νησιωτικές περιοχές και ούτω καθεξής.
Αλλά το ίδιο συμβαίνει και με το άρθρο 3 για το ουδετερόθρησκο κράτος, κάτι που δεν υπάρχει ούτε στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στο Στρασβούργο που είναι ο θεματοφύλακας της θρησκευτικής ελευθερίας και ισότητας και νομολογιακά χρησιμοποιεί την έννοια της θρησκευτικής ουδετερότητας, την θεμελιώνει στην διατύπωση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης που αναφέρεται στη θρησκευτική ελευθερία, όπως ακριβώς συμβαίνει με το δικό μας άρθρο 13. Το άρθρο 13 σε συνδυασμό με το άρθρο 4 για την ισότητα, κατοχυρώνουν πλήρως τη θρησκευτική ελευθερία και τη θρησκευτική ισότητα και το μόνο που χρειάζεται στο άρθρο 13 είναι η προσθήκη μίας ερμηνευτικής δήλωσης που λέει το προφανές και αυτονόητο, ότι το άρθρο 3 δεν θεμελιώνει περιορισμούς ή αποκλίσεις από την θρησκευτική ελευθερία και την θρησκευτική ισότητα.
Τέταρτον, άλλα σημεία των προτάσεων του ΣΥΡΙΖΑ ήταν αλλοιωτικά του πολιτεύματος, της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Η πρόταση για την άμεση εν τέλει εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, η ευκολία των δημοψηφισμάτων με συλλογή υπογραφών, η δημαγωγική πρόταση Πρωθυπουργός να είναι μόνον κάποιος που έχει τη βουλευτική ιδιότητα, ακόμη κι όταν επιλέγουν έναν Πρωθυπουργό όλοι οι Βουλευτές ή η συντριπτική πλειοψηφία της Βουλής, το κώλυμα εκλογιμότητας μετά τρεις βουλευτικές θητείες, εξαιρουμένων των αρχηγών των κομμάτων και των πρώην Πρωθυπουργών, δηλαδή αυτών που έχουν την πολιτική εξουσία και την πολιτική επιρροή. Το πρόβλημα είναι ο αποκλεισμός του απλού Βουλευτή, αλλά η διατήρηση της παρουσίας των ισχυρών πολιτικών παραγόντων. Τι άλλο να προσθέσει κανείς;
Πέμπτον, υπήρξαν και προτάσεις απολύτως ανεύθυνες, μετά την εμπειρία της κρίσης, απολύτως ανεύθυνες σε σχέση με την ευρωπαϊκή ταυτότητα της χώρας. Η πρόταση να διεξάγεται δημοψήφισμα σε κάθε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 28 παράγραφος 2, δηλαδή για κύρωση Συνθήκης, με την οποία μεταφέρονται αρμοδιότητες σε όργανα διεθνών οργανισμών, θέτει την Ελλάδα εκτός διεθνούς συστήματος και την καθιστά προπύργιο του διεθνούς συνταγματικού λαϊκισμού.
Βέβαια σε αυτήν την ανεύθυνη στάση πρέπει να ενταχθεί και η απόρριψη του δημοσιονομικού κανόνα, ο οποίος προβλέπεται στην ισχύουσα Σύμβαση για το συντονισμό, τη συνεργασία και τη διακυβέρνηση, στο Σύμφωνο Σταθερότητας. Η Ελλάδα παραβιάζει διεθνή υποχρέωσή της, η οποία προβλέπεται ρητά από το 2012, η οποία έχει ψηφιστεί από τη Βουλή των Ελλήνων, η οποία υπερισχύει κάθε τυπικού νόμου. Και βεβαίως όλα αυτά αντιβαίνουν με τις συμφωνίες που έχει κάνει ο κ. Τσίπρας για το πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022 και 2,2% μέχρι το 2060. Ένα ωμό ψέμα απευθυνόμενο προς τον ελληνικό λαό που υφίσταται τις συνέπειες, όχι της δημοσιονομικής ισορροπίας, αλλά της δημοσιονομικής υπερπειθαρχίας και του καταστροφικού υπερπλεονάσματος το οποίο λειτουργεί αντιαναπτυξιακά.
Βεβαίως και στις προτάσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης υπάρχουν προβλήματα, γιατί στη μεγάλη τους πλειονότητα είχαν μία πληθωριστική τάση σε αντίθεση με τις διακηρύξεις για λιτό Σύνταγμα και οικονομία του συνταγματικού κειμένου. Ανοίχτηκαν θέματα που θέλουν πολύ μεγαλύτερη επεξεργασία και ωρίμανση, όπως η αλλαγή του συστήματος του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, με την αύξηση των αρμοδιοτήτων του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, και η αναθεώρηση της ίδιας της αναθεωρητικής διαδικασίας, δηλαδή του ίδιου του άρθρου 110. Ήταν όμως κρίσιμες οι προτάσεις της Νέας Δημοκρατίας για το άρθρο 16 και για την αλλαγή του τρόπου εκλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης και είναι κρίμα που αυτές δεν εισάγονται καν στην επόμενη Βουλή.
Η ανούσια σύγκρουση ως προς τη δέσμευση της δεύτερης Βουλής από τις κατευθύνσεις της πρώτης και το πέσιμο του ΣΥΡΙΖΑ στην παγίδα του Συντάγματος είναι το άμεσο πολιτικό αποτέλεσμα αυτής της αναθεωρητικής διαδικασίας. Αποδείχτηκε ότι το μόνο που έχει σημασία είναι ο αριθμός των ψήφων με τον οποίο διαπιστώνεται η ανάγκη αναθεώρησης, 180 κι επάνω, οπότε είναι ελεύθερη η απλή πλειοψηφία της επόμενης Βουλής, ή 151 έως 179 που είναι το κρίσιμο όριο. Δεν μπορεί να αγνοηθεί η βούληση του εκλογικού σώματος που εκφράζεται στις εκλογές που παρεμβάλλονται και για αυτό είναι ισχυρή και κυρίαρχη η δεύτερη Βουλή η αναθεωρητική. Δεν μπορεί η απλή πλειοψηφία της πρώτης Βουλής να δεσμεύσει ως προς το περιεχόμενο της αναθεώρησης την αυξημένη πλειοψηφία της δεύτερης Βουλής που έχει και νωπή νομιμοποίηση από τον ελληνικό λαό και βεβαίως έχει και σαφή εντολή την οποία έλαβε επί των κατευθύνσεων που έθεσε υπόψη του ελληνικού λαού.
Αλλά και κάτι ακόμη, η αυξημένη πλειοψηφία της πρώτης Βουλής ως προς την ανάγκη αναθεώρησης, δεν μπορεί να αποκρύψει τις εσωτερικές αντιθέσεις που υπάρχουν μεταξύ των κομμάτων που ψήφισαν για να συγκροτηθεί η αυξημένη αυτή πλειοψηφία και αυτές οι αντιθέσεις τίθενται υπ’ όψιν του εκλογικού σώματος για να επιλυθεί η διαφορά. Άρα δεν υπάρχει κανένα απολύτως ζήτημα, κάποιοι που ψηφίζουν από κοινού μία διάταξη με διαφορετική αντίληψη, θέτουν υπό την κρίση του εκλογικού σώματος τη διαφορά των αντιλήψεών τους.
Αλλά, ούτως ή άλλως, αυτά που λέω ξεπεράστηκαν από την ίδια τη διαδικασία και τις αποφάσεις που έλαβε η Βουλή με την ψήφο ή τη μην ψήφο του ΣΥΡΙΖΑ. Διότι στη δέσμη των διατάξεων περί Προέδρου της Δημοκρατίας, από τις διατάξεις που τέθηκαν υπό συζήτηση με πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, τελικά οδεύουν στην επόμενη Βουλή, εάν οδεύσουν, μόνον δύο, το άρθρο 32 παράγραφοι 4 και 5. Δηλαδή η απειλή διάλυσης της Βουλής, αλλά απορρίφθηκε τελικά η προταθείσα από τον ΣΥΡΙΖΑ αναθεώρηση του άρθρου 30 παράγραφος 1, άρα επιβάλλεται η εκλογή από τη Βουλή, άρα δεν υπάρχει καμία αντιδικία ως προς την κατεύθυνση. Διότι η απόρριψη της αναθεώρησης του άρθρου 30, με τη δική σας καταψήφιση της δικής σας πρότασης, επιλύει το ζήτημα της κατεύθυνσης. Η εκλογή θα γίνεται από τη Βουλή.
Το ερώτημα είναι εάν θα πρέπει να προβλέπεται σε ακραίες περιπτώσεις η διάλυση της Βουλής εάν δεν συγκεντρωθεί ούτε η απλή πλειοψηφία για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας. Αυτό ψηφίσατε. Ψηφίσατε να τεθεί ενώπιον του εκλογικού σώματος και της επόμενης Βουλής μόνο αυτό το ερώτημα, εάν θα εκλέγεται ο ΠΔ χωρίς καθόλου απειλή διάλυσης ή με απειλή διάλυσης εάν δεν συγκεντρώνεται ούτε η πλειοψηφία των 151. Άρα πέσατε θύματα αυτής της αμυντικής λειτουργίας του Συντάγματος που προστατεύει τον αυστηρό του χαρακτήρα και προστατεύει και τον χαρακτήρα του Αρχηγού του Κράτους, δεν επιτρέπει την αλλοίωσή του.
Το ίδιο συνέβη και με τις διατάξεις για τις σχέσεις Κράτους και Εκκλησιάς, δεν υπάρχει καμία περίπτωση τώρα, με την οριακή πλειοψηφία των 151 στην παρούσα Βουλή, να αναθεωρηθούν οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 3. Μπορεί να αναθεωρηθεί η παράγραφος 3 για το κείμενο της Αγίας Γραφής που ανήκει στα δογματικά θέματα της ίδιας της Εκκλησίας και στη θρησκευτική της ελευθερία, ή το πολύ-πολύ μπορεί να εισαχθεί η ερμηνευτική δήλωση που έχω προτείνει από το 2006 ως προς τη σχέση του άρθρου 3 με το άρθρο 13, άρα άνθρακες ο θησαυρός. Αλλά δεν υπάρχει και ανταλλαγή να κάνετε για την περιβόητη συμφωνία Πρωθυπουργού-Αρχιεπισκόπου σε σχέση με την περιουσία και τη μισθοδοσία. Διότι αυτό όλο προϋπέθετε μία συζήτηση και μία συμφωνία σε σχέση με την αναθεώρηση του άρθρου 3 η οποία απερρίφθη ήδη από την Βουλή.
Αλλά ακόμη και στο ζήτημα της ευθύνης των Υπουργών, όπου η μεγάλη πλειοψηφία του σώματος αποδέχεται την ανάγκη αναθεώρησης του άρθρου 86 παράγραφος 3. Έχετε συνειδητοποιήσει τι κάνατε; Δεν σας έφτασε η παρερμηνεία του άρθρου που κάνατε στην υπόθεση Novartis ώστε να ξανασταλεί ο φάκελος στη δικαιοσύνη, που δεν έχει δικαιοδοσία να ασχοληθεί με την υπόθεση και θελήσατε την συγκυριακή παρερμηνεία του Συντάγματος να την καταστήσετε οριστική, αυθεντική ερμηνεία με τη μορφή ερμηνευτικής δήλωσης. Αυτή η ερμηνευτική δήλωση δεν θα γίνει δεκτή από την επόμενη Βουλή, γιατί πρέπει να συγκεντρώσει πλειοψηφία 180, άρα απερρίφθη η παρερμηνεία του Συντάγματος και αυτό πια το λέει επισήμως η Βουλή και άρα πρέπει όλοι οι εμπλεκόμενοι να καταλάβουν ότι ενεργούν επί τη βάσει μίας αντισυνταγματικής απόφασης που έλαβε η Βουλή για το θέμα αυτό. Γιατί εσείς οι ίδιοι με την υπερβολή σας, θέλοντας να κατοχυρώσετε αναδρομικά και να θεραπεύσετε την παρερμηνεία σας, τελικά οδηγηθήκατε στην απόρριψη αυτής της παρερμηνείας σας και στην κατίσχυση της ερμηνείας των Δικαστικών Συμβουλίων, της έως τώρα ισχύουσας νομολογίας. Και ελπίζω το μήνυμα αυτό να το λάβουν όλοι όσοι οφείλουν να ενεργούν στο όνομα της νομιμότητας και του κράτους δικαίου, διότι η Βουλή απεφάνθη επί του ζητήματος αυτού.
Ως προς τα μη κρατικά πανεπιστήμια, εάν και το μείζον ζήτημα δεν είναι τα μη κρατικά πανεπιστήμια, το μείζον ζήτημα είναι η απελευθέρωση, η χειραφέτηση, η αποκομματικοποίηση, η απογραφειοκρατικοποίηση του δημόσιου πανεπιστήμιου, ο εκσυγχρονισμός και η προώθηση των δημοσίων πανεπιστημίων. Αλλά, τώρα που δεν εισάγεται για αναθεώρηση το άρθρο 16 παράγραφος 5 και παράγραφος 8, παύει να ισχύει το Ευρωπαϊκό Δίκαιο; Το άρθρο 16 ισχύει στην έννομη τάξη την ελληνική, αλλά ισχύουν τα εκπαιδευτικά συστήματα και των άλλων 27 κρατών-μελών σε κάθε κράτος-μέλος. Άρα, η Ελλάδα έχει κάθε ευχέρεια, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Ενωσιακού Δικαίου, να προωθήσει συνεργασίες με ξένα πανεπιστήμια, να προωθήσει συνεργασίες με χώρες όπου επιτρέπεται και η ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων και, γενικά, να οργανώσει το σύστημα έτσι ώστε τα παιδιά να έχουν τις μεγαλύτερες δυνατές ευχέρειες, η ισότητα ευκαιριών να αποκτήσει πραγματικό νόημα και το πανεπιστήμιο, ως κέντρο αριστείας, έρευνας και διδασκαλίας, να αποκτήσει χαρακτηριστικά σύγχρονα, ολοκληρωμένα και βεβαίως απολύτως ανταγωνιστικά σε σχέση με την Ευρώπη και γενικότερα τον δυτικό κόσμο, αρκεί να ενεργοποιηθούν οι δωρητές, οι χορηγοί, τα ιδρύματα και οι διεθνείς συνεργασίες.
Ευτυχώς διατηρείται αλώβητο το αναθεωρητικό κεκτημένο του 2001. Γιατί η μόνη πραγματική, φιλόδοξη, ολική, συναινετική αναθεώρηση της μεταπολίτευσης είναι η αναθεώρηση του 2001. Και συνάγεται από τη διαδικασία αυτή, των τελευταίων μηνών, ένα βασικό ιστορικό και θεσμικό δίδαγμα: χωρίς συναίνεση και χωρίς πολιτικό πολιτισμό η αναθεώρηση δεν είναι ούτε αναγκαία ούτε εφικτή. Το Σύνταγμα του 1975, όπως ισχύει, αντιστάθηκε στην κρίση, αντιστάθηκε και στην επίθεση της συγκυρίας και του μικροκομματισμού και απέδειξε την ιστορικότητά του, την οποία οφείλουμε να σεβασθούμε και με βάση την οποία οφείλουμε να οργανώσουμε το μέλλον του έθνους.-
* Video : https://vimeo.com/323733342