Αθήνα, 20 Δεκεμβρίου 2018
Ομιλία Ευάγγελου Βενιζέλου στην παρουσίαση του νέου του βιβλίου
«Η Δημοκρατία μεταξύ συγκυρίας και Ιστορίας
Προσδοκίες και κίνδυνοι από την αναθεώρηση του Συντάγματος» (εκδ. ΠΑΤΑΚΗ)*
Προσδοκίες και κίνδυνοι από την αναθεώρηση του Συντάγματος» (εκδ. ΠΑΤΑΚΗ)*
Ευχαριστώ όλες και όλους σας για την παρουσία σας εδώ. Θέλω και εγώ να μνημονεύσω ιδιαιτέρως τους πρώην πρωθυπουργούς, τον Αντώνη Σαμαρά, τον Παναγιώτη Πικραμένο. Θέλω να μνημονεύσω τους πρώην Προέδρους του Συμβουλίου της Επικρατείας και πρώην Αντιπροέδρους που μας τιμούν με την παρουσία τους, τους είμαι βαθύτατα υπόχρεος και ελπίζω, με έναν μεταφυσικό τρόπο, ότι θα ήθελαν να είναι παρόντες εδώ και μη ζώντες τώρα Πρόεδροι που διηύθυναν το δικαστήριο. Θα αναφέρω αυτούς επί των ημερών των οποίων άσκησα ενεργό δικηγορία, ο Θεμιστοκλής Κουρουσόπουλος, ο Βάσσος Ρώτης, ο Βασίλης Μποτόπουλος. Θέλω επίσης να μνημονεύσω την παρουσία της πρώην Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, της κ. Ευτέρπης Κοτζαμάνη, και να ευχαριστήσω θερμά όλους τους συναδέλφους μου στη Βουλή, τους συναδέλφους μου στην ακαδημαϊκή κοινότητα. Ο Παρασκευάς Αυγερινός νομίζω ότι είναι το πρόσωπο που συμβολίζει το χώρο της δημοκρατικής παράταξης και ο Γιάννης Βαρβιτσιώτης το χώρο, θα λέγαμε, της συντηρητικής παράταξης, αν και ο ίδιος έχει μετακινηθεί προς πολύ προοδευτικότερες θέσεις και θέλω να πιστεύω ότι θυμάται με συμπάθεια και φιλία τη συνύπαρξή μας, επί σειρά ετών, ως γενικών εισηγητών για την αναθεώρηση του 2001, αυτός εκ μέρους της τότε αντιπολίτευσης και εγώ εκ μέρους της πλειοψηφίας. Αλλά είναι κοινή η προσπάθεια που κάναμε και συναινετικό, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, το αποτέλεσμα.
Θα ήθελα να σας μνημονεύσω όλες και όλους ονομαστικά, αλλά αυτό είναι αδύνατον. Θέλω να ευχαριστήσω θερμά τον εκδοτικό οίκο Πατάκη και προσωπικά την κ. Άννα Πατάκη που φιλοξένησε το βιβλίο μου και εξέδωσε έναν τόμο υποδειγματικό από τεχνικής πλευράς. Για το περιεχόμενο, η ευθύνη ανήκει σε εμένα. Ευχαριστώ θερμότατα τη Δήμητρα Κρουστάλλη που με διακριτικό και ευγενικό τρόπο, αλλά με οξυδερκείς παρατηρήσεις, συντόνισε τη συζήτηση και τους ομιλητές της βραδιάς, με τους οποίους με συνδέουν πολύ σημαντικά πράγματα, τα οποία θα ήθελα πολύ γρήγορα να μνημονεύσω.
Την Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, την Κατερίνα Σακελλαροπούλου, την γνωρίζω πάρα πολλά χρόνια, η διαδρομή μας στο Συμβούλιο Επικρατείας κινήθηκε παράλληλα τα πρώτα περίπου δέκα χρόνια και θυμάμαι με πολύ μεγάλη συγκίνηση, όχι την ημέρα της επιλογής της ως Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, αλλά την πρώτη ημέρα που ανέβηκε στην έδρα με τήβεννο, ως νεαρή Πάρεδρος. Για όλους όσοι ξέρουμε πώς κινείται το δικαστήριο και την ατμόσφαιρά του, νομίζω ότι είχαν από πολύ νωρίς διαφανεί οι οιωνοί της σημερινής εξέλιξης και θέλω να δηλώσω τη βαθειά μου πίστη σε αυτό που θα εκπροσωπήσει, που εκπροσωπεί, ως Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου της χώρας, σε μία περίοδο κατά την οποία η προάσπιση του κράτους δικαίου έχει τεράστια σημασία.
Με τον Αντώνη Μανιτάκη μας συνδέουν όλα αυτά που είχε την καλοσύνη να αναφέρει. Αντιληφθήκατε πόσο φιλελεύθερος ακαδημαϊκά είναι, γιατί, παρά τις διαφωνίες που είχαμε και τις εντάσεις πολλές φορές, με τρόπο γενναιόδωρο με αντιμετώπισε πάντα, ως νεότερο συνάδελφό του και στη συνέχεια ως συνάδελφό του στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, αλλά και στον κύκλο των ομοτέχνων μας. Πρέπει να πω ότι του οφείλω πολλά, γιατί οι διάλογοί μας, οι διαφωνίες μας, οι συζητήσεις μας, τα κείμενά μας με έχουν οδηγήσει στην ανάγκη και να μελετήσω περισσότερο και να στηρίξω με ακριβέστερα επιχειρήματα τις απόψεις μου και θέλω να πιστεύω ότι μία αντίστοιχη επίδραση είχε και σε αυτόν η συνύπαρξή μας. Αυτό όλο κορυφώθηκε τα τελευταία χρόνια, όταν συνυπήρξαμε στην κυβέρνηση της τριμερούς, στην αρχή, συνεργασίας Νέας Δημοκρατίας-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ, με τον Αντώνη Υπουργό Εσωτερικών στην αρχή, στην κυβέρνηση Πικραμένου, και στη συνέχεια Διοικητικής Ανασυγκρότησης. Θα ήταν μεγάλη χαρά να συνεχίσει ο Αντώνης τη δραστηριότητά του αυτή και στην κυβέρνηση της συνεργασίας των δύο κομμάτων, τα λεγόμενη κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου, η οποία παρέδωσε τη χώρα το 2015 στην κατάσταση την οποία όλοι μπορείτε να θυμηθείτε.
Ο Χρήστος Χωμενίδης είναι ο πιο παρεμβατικός διανοούμενος ίσως της εποχής μας. Τον γνώρισα ως «Σοφό παιδί» στις αρχές της δεκαετίας του 1990 από τον τίτλο του πρώτου βιβλίου του και αφού κατήγαγε μία πολύ μεγάλη «Νίκη» στο πεδίο της λογοτεχνίας, αλλά και της δημόσιας έκφρασης, απέδειξε ότι έχει την ικανότητα του «Φοίνικα», αναγεννάται συνεχώς, επινοεί διαρκώς τον εαυτό του και τον ευχαριστώ πάρα πολύ για αυτήν την προσωπογραφία που επιχείρησε, αντικαθιστώντας τη λέξη δημοκρατία στον τίτλο με το όνομα μου. Η αλήθεια είναι ότι έχω γεννηθεί στους Αμπελοκήπους Θεσσαλονίκης στη συμβολή των οδών Ελευθερίας και Ελευθερίου Βενιζέλου. Είχα, λοιπόν, μία ροπή προς αυτό που λέγεται ελευθερία, πολιτικός φιλελευθερισμός, υπήρχε και μία παρήχηση της λέξης αυτής, γιατί συνέπιπτε και το μικρό όνομα του Ελευθερίου Βενιζέλου, είχα πάντα την απορία, γιατί αυτός ο δρόμος λέγεται Ελευθερίου Βενιζέλου, τιμούν μήπως εμάς που καθόμασταν εκεί; Άργησα να συνειδητοποιήσω ποια είναι η διαφορά.
Επίσης πρέπει να σας πω ότι πράγματι αυτή η μικρή γειτονιά συμβόλιζε λίγο τις αντιθέσεις όλης της ελληνικής κοινωνίας της εποχής εκείνης, τέλη δεκαετίας του 1950. Το σπίτι στο οποίο γεννήθηκα και μεγάλωσα ήταν ανάμεσα στο σπίτι του Στράτου Διονυσίου και στο σπίτι του βουλευτή της ΕΔΑ Γιώργου Τσαρουχά που είναι ένα από τα πρώτα θύματα των βασανισμών της δικτατορίας, που δολοφονήθηκε το 1968 και είχε τραυματιστεί μαζί με τον Γρηγόρη Λαμπράκη και λίγο παραπέρα το σπίτι του Γιάννη Χαλκίδη, άλλο επώνυμο θύμα των βασανιστηρίων της δικτατορίας. Αλλά αυτά θα τα πούμε κάποια άλλη στιγμή, ελπίζω μετά από χρόνια. Πάντως εάν αυτό το βιβλίο των αναμνήσεών μου φέρει τον τίτλο «Οδός Ελευθερίας», εσείς θα ξέρετε ότι εγώ εννοώ τον δρόμο κατά κυριολεξία και όχι τίποτα άλλο πιο βαρύγδουπο.
Ο Αντώνης Καραμπατζός είναι ένα πολύτιμο απόκτημα στη θυρίδα των προσωπικών μου σχέσεων που το οφείλω στον Σταύρο Τσακυράκη, γιατί ο Σταύρος με τίμησε με τη φιλία του και με στήριξε ιδίως τα τελευταία χρόνια, τα χρόνια που έπρεπε να δώσουμε μία πολύ μεγάλη μάχη, και προσωπική και ηθική και οικογενειακή και όχι μόνον πολιτική. Τα κείμενα του βιβλίου αυτή την περίοδο καλύπτουν, ορισμένα δε πολύ κρίσιμα κείμενα έχουν παρουσιαστεί ως εισηγήσεις μου σε εκδηλώσεις στις οποίες εισηγητής ήταν και ο Σταύρος Τσακυράκης, σε μία εκδήλωση ακριβώς για τα πρώιμα στοιχεία της αναθεώρησης, το «Εν ου παικτοίς», μαζί με τον Νίκο Αλιβιζάτο και σε μία εκδήλωση για το κοινό περί δικαίου αίσθημα εναντίον του κράτους δικαίου. Χαίρομαι γιατί σήμερα είναι εδώ και η σύζυγός του η Πόπη και ο αδελφός του ο Κλεάνθης, τους οποίους ευχαριστώ ιδιαίτερα για την παρουσία τους.
Τα κείμενα αυτά, όπως είπα και προηγουμένως, καλύπτουν κυρίως την περίοδο 2013-2018, μερικά είναι παλαιότερα. Πρόκειται για εισηγήσεις σε επιστημονικά συνέδρια και εκδηλώσεις, για εισηγήσεις σε εκδηλώσεις του Κύκλου και άλλων δεξαμενών σκέψης, είναι λίγα τα άρθρα που έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες ή περιοδικά ευρείας κυκλοφορίας, πρόκειται για κείμενα τα οποία συγκροτούν θεματικές ενότητες. Η βιβλιογραφική τεκμηρίωση είναι λιτή, μερικά κείμενα έχουν πληρέστερη βιβλιογραφική τεκμηρίωση, ιδίως τα κείμενα που αφορούν τις σχέσεις κράτους και εκκλησίας, όπως ξέρει ο αγαπητός Γιάννης Κονιδάρης, που είναι εδώ παρών, αλλά υπάρχει ένας σύντομος βιβλιογραφικός οδηγός για όλα τα κείμενα. Πρόκειται για κείμενα συναφή, που τα ξαναεπεξεργάστηκα και τα οποία υπακούουν σε ένα ενιαίο διάγραμμα που είναι ο πίνακας περιεχομένων του βιβλίου αυτού.
Το βιβλίο κινείται σε δύο επίπεδα βέβαια, αυτό του τίτλου «Η Δημοκρατία μεταξύ συγκυρίας και Ιστορίας» και αυτό του υπότιτλου «Προσδοκίες και κίνδυνοι από την αναθεώρηση του Συντάγματος».
Το πρώτο επίπεδο, περί δημοκρατίας, συνιστά πλαίσιο αναφοράς του δεύτερου και είναι προφανώς το μεγαλύτερο πρόβλημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όλων των κρατών-μελών, πρόβλημα που εδώ στην Ελλάδα εμφανίζεται σε μία πιο οξεία και ιδιόμορφη εκδοχή, λόγω των επιπτώσεων της κρίσης που δεν άρχισε με την ένταξη στο μνημόνιο, που επωάστηκε πολλά χρόνια πριν και που εκδηλώθηκε με βίαιο τρόπο μετά το 2010. Αλλά εάν δεν είχαν ληφθεί τα επώδυνα και αντιδημοφιλή μέτρα, οι επιπτώσεις της κρίσης θα ήταν ασύγκριτα δυσμενέστερες, ανυπολόγιστες, καταλυτικές, όχι για την οικονομία, αλλά και για την ίδια την υπόσταση των δημοκρατικών και δικαιοκρατικών θεσμών.
Το δεύτερο επίπεδο, περί αναθεώρησης του Συντάγματος, συνιστά εργαστήριο δοκιμασίας των υποθέσεων εργασίας και των συμπερασμάτων του πρώτου μέρους, αναφέρεται όμως και σε ένα ζήτημα σχετικό με το θεσμικό μέλλον του τόπου, εφόσον έχει τυπικά κινηθεί η διαδικασία αναθεώρησης.
Μετά τις εξαιρετικές λοιπόν ομιλίες που ακούστηκαν, από τις οποίες θα ήθελα να διαγράψω τις κολακευτικές αναφορές στο πρόσωπό μου και να κρατήσω το ουσιαστικό και αυτοτελές περιεχόμενό τους , ανεξάρτητα από το συγγραφέα και το βιβλίο, μπορώ να συνοψίσω πιο εύκολα αυτό που θέλω να πω με το βιβλίο.
Η φιλελεύθερη δυτική δημοκρατία που ισούται με τη συνταγματική δημοκρατία, που ισούται με την ευρωπαϊκή δημοκρατία -όχι μόνο με τη δημοκρατία στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και με αυτό, αλλά με τη δημοκρατία στις ευρωπαϊκές χώρες, στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ευρύτερης Ευρώπης, ας πούμε του Συμβουλίου της Ευρώπης- διέρχεται σοβαρή και εντεινόμενη κρίση. Η κρίση είναι παγκόσμια σε σχέση με την οικουμενικότητα της δημοκρατίας, η οποία πάντως είναι δυτική και πιο συγκεκριμένα ευρωπαϊκή και αμερικανική στη σύλληψη της, αλλά εμείς πρέπει να εστιάσουμε κατ’ ανάγκη στον ευρωπαϊκό χώρο.
Αυτή η κρίση είναι ταυτόχρονα και κρίση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, κρίση νομιμοποίησης και αποτελεσματικότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθεαυτήν, αλλά και κρίση νομιμοποίησης και αποτελεσματικότητας του κάθε εθνικού κράτους, που είναι πλέον κράτος περιορισμένης ή διαμοιρασμένης κυριαρχίας, «κράτος-μέλος» το οποίο είναι κάτι διαφορετικό πλέον από το εθνικό κυρίαρχο κράτος, όπως το ξέραμε.
Το υπόστρωμα της κρίσης αυτής είναι η αποσύνδεση της ευρωπαϊκής δημοκρατίας από τη βεβαιότητα της ευθύγραμμης εξέλιξης προς την πρόοδο, την ανάπτυξη και την ευημερία. Επάνω σε αυτή τη βάση οικοδομήθηκε και το εθνικό κράτος στην Ευρώπη, τουλάχιστον μεταπολεμικά, αλλά και το ευρωπαϊκό οικοδόμημα ως τέτοιο.
Η κρίση, η λεγόμενη δημοσιονομική και χρηματοοικονομική, οδήγησε σε οπισθοχώρηση το επίπεδο ζωής, ιδίως στις χώρες που εντάχθηκαν σε προγράμματα στήριξης και προσαρμογής, όπως η Ελλάδα, αλλά και πολλές άλλες ευρωπαϊκές κοινωνίες νιώθουν έντονη πίεση και απειλή. Το αίσθημα της πίεσης και της απειλής υπάρχει και εκεί που δεν το περιμένεις, διότι τέτοιο αίσθημα δεν υπάρχει μόνον στην Ιταλία, υπάρχει και στη Γαλλία, υπάρχει ακόμα και στη Γερμανία όπου βλέπουμε σοβαρή μετεξέλιξη του πολιτικού συστήματος και σοβαρή αλλαγή στους συσχετισμούς των δυνάμεων, που επηρεάζει καταλυτικά τους πανευρωπαϊκούς συσχετισμούς, τις αντοχές και τις στρατηγικές βεβαιότητες της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Το ακόμη τραγικότερο και προβληματικότερο είναι ότι τις τελευταίες δεκαετίες εμφανίζονται διεθνώς μη δημοκρατικά κράτη που επιτυγχάνουν ανταγωνιστικότητα και ανάπτυξη. Αυτό είναι το φαινόμενο της νοτιοανατολικής Ασίας, το φαινόμενο της Κίνας. Είναι μία ευθεία αμφισβήτηση της ιστορικής παραδοχής, πώς χωρίς δημοκρατία και πολιτικό φιλελευθερισμό, δεν έχεις τελικά ούτε απόλυτη λειτουργία της αγοράς, ούτε ανάπτυξη, ούτε συμμετοχή στις τεχνολογικές εξελίξεις, άρα δεν μπορείς να παρακολουθήσεις το διακύβευμα της δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης, της τρίτης, της τέταρτης και σε λίγο της πέμπτης. Υπάρχουν χώρες μη δημοκρατικές, μη φιλελεύθερες που διεκδικούν πρωταγωνιστικό και ανταγωνιστικό ρόλο σε αυτό το μεγάλο, το παγκόσμιο οικονομικό, κοινωνικό και αναπτυξιακό στοίχημα.
Η κρίση του οικονομικού και κοινωνικού κεκτημένου, στην Ευρώπη, διασταυρώνεται, όπως όλοι ξέρουμε, με την κρίση ασφάλειας, με ασύμμετρες απειλές, με την τρομοκρατία, με το μεγάλο πρόβλημα της διαχείρισης των μεταναστευτικών ροών και κυρίως με την κρίση ταυτότητας. Αποχωρίζεται έτσι η δημοκρατία σε ορισμένες χώρες από τις φιλελεύθερες εγγυήσεις του κράτους δικαίου. Η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση ως θεσμικός μηχανισμός, ενώ είναι πληρέστατη από πλευράς φιλελεύθερων εγγυήσεων έχει έλλειμμα δημοκρατικών θεσμών και δημοκρατικής νομιμοποίησης.
Αναπτύσσεται το φαινόμενο, όπως είπε και η κα Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, της μη φιλελεύθερης, της αυταρχικής δημοκρατίας. Ποια είναι αυτή η δημοκρατία; Η δημοκρατία που εκβιάζει θεμελιώδεις εγγυήσεις του κράτους δικαίου, όπως η δικαστική ανεξαρτησία, που προσπαθεί να αλλοιώσει τη σύνθεση των συνταγματικών δικαστηρίων και των ανωτάτων δικαστηρίων, σε χώρες όπως η Πολωνία και η Ουγγαρία, ακόμη και μέσω δημοψηφισματικών διαδικασιών. Έχει ισχυρή δημοκρατική νομιμοποίηση και μεγάλες πλειοψηφίες, έχει κοινωνική βάση συσπειρωμένη γύρω από έναν ισχυρό ηγέτη, αλλά το βασικότερο είναι ότι ενδίδει σε εθνικολαϊκιστικές απλουστεύσεις. Αυτό δεν φαίνεται μόνον σε χώρες όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία, φαίνεται με κάποια μεγαλύτερη παρατηρητικότητα και σε χώρες, στις οποίες θα έβαζα και την Ελλάδα, όπου υπάρχει το φαινόμενο της δημοκρατικής και δικαιοκρατικής διολίσθησης, αυτή η ολίγον κατ’ ολίγον αλλοίωση, η στάγδην δηλητηρίαση βασικών θεσμικών εγγυήσεων.
Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα της δημοκρατίας, αυτής που λέμε φιλελεύθερη, αντιπροσωπευτική, δυτική, είναι ενδογενές. Αφορά, πρώτον, τη σχέση της δημοκρατίας και πιο συγκεκριμένα της θεμιτής και θεσμικά αναγκαίας διεκδίκησης της μεγαλύτερης δυνατής εκλογικής επιρροής -γιατί έτσι λειτουργεί η δημοκρατία, είναι θεμιτό να διεκδικείς τη μεγαλύτερη, ει δυνατόν πλειοψηφία- με την απλούστευση, τον εξωραϊσμό, την παροχή προεκλογικών υποσχέσεων και εν τέλει τον λαϊκισμό, ως γενετικό κίνδυνο της δημοκρατίας. Οι ακραίες μορφές λαϊκισμού είναι μορφές μη δημοκρατικές, είναι μορφές αυταρχικές, είναι μορφές δικτατορικής εξουσίας, αλλά και η δημοκρατική εξουσία έχει ενδογενή σχέση με την απλούστευση και βεβαίως τον κόσμο των υποσχέσεων και πολύ συχνά τον κόσμο των ψευδαισθήσεων.
Το πρόβλημα λοιπόν είναι ενδογενές, δεύτερον, γιατί αφορά τη σχέση της δημοκρατίας με το χρόνο. Λόγω περιοδικών εκλογών η δημοκρατία ακολουθεί εξ ορισμού τη ροή του βραχύ χρόνου, την καμπύλη της συγκυρίας, τους εκλογικούς κύκλους. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση δε, είναι χρονικώς ασύμπτωτοι οι 28, σε λίγο 27, εκλογικοί κύκλοι, πάντα θα έχεις κάπου νωπή έκφραση της λαϊκής βούλησης και θα την προβάλεις και ο άλλος θα προβάλει τη δική του, γιατί δεν συγχρονίζονται οι διαδικασίες αυτές, παρά μόνο στο επίπεδο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αλλά δεν είναι η έδρα της ευρωπαϊκής δημοκρατίας το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, είναι τα εθνικά πολιτικά συστήματα. Η σχέση της δημοκρατίας, λοιπόν, με το μακρύ ιστορικό χρόνο διαμορφώνεται εκ των υστέρων και εκ του αποτελέσματος, ενδεχομένως τότε είναι πολύ αργά.
Λέω στο βιβλίο και προσπαθώ να τεκμηριώσω ότι θεσμικά η σχέση δημοκρατίας και ιστορίας διαρρυθμίζεται από το Σύνταγμα, το γραπτό και αυστηρό Σύνταγμα, το τυπικό Σύνταγμα, το Σύνταγμα όπως το αντιλαμβανόμαστε στην ηπειρωτική Ευρώπη. Εάν όμως τώρα, μετά τα όσα ειπώθηκαν από τους ομιλητές, αντί για το Σύνταγμα διάλεγα μία άλλη λέξη, θα έλεγα ότι η σχέση δημοκρατίας και ιστορίας μπορεί να ρυθμιστεί μόνον από την επίγνωση, από την επίγνωση των ιστορικών επιπτώσεων των συγκυριακών επιλογών. Είναι πάρα πολύ δύσκολο να το επιτύχεις αυτό και είναι και εξαιρετικά επικίνδυνο εκλογικά και πολιτικά.
Δημοκρατία δεν είναι η δημοκρατία των μικρών ποσοστών, δημοκρατία δεν είναι η δημοκρατία της ήττας, παρότι όλα αυτά έχουν πολύ μεγάλο μεγαλείο. Δημοκρατία είναι η δημοκρατία των μεγάλων εκλογικών ποσοστών, των μεγάλων πλειοψηφιών, της νίκης, και το θέμα είναι εάν μπορείς να τα πετύχεις όλα αυτά με επίγνωση, με επίγνωση και διάρκεια, με επίγνωση και εντιμότητα, με τη ευθύνη που προϋποθέτει η γνώση σου και η ειλικρίνειά σου, επικαλούμενος όχι την πεποίθησή σου, όχι την πλάνη σου, αλλά επικαλούμενος την ευθύνη σου απέναντι στο λαό, στο έθνος, στην ιστορία και εν τέλει και στον εαυτό σου.
Το Εθνικό Σύνταγμα, εν πάση περιπτώσει, το οποίο θεσμικά διαμορφώνει τη σχέση αυτή, άρα περιορίζει τις συγκυριακές επιλογές και τις καθιστά από ένα σημείο και μετά αντισυνταγματικές και τις θέτει υπό δικαστικό έλεγχο, λειτουργεί από μόνο του και αφ’ εαυτού του ως το μείζον αντίβαρο. Το Σύνταγμα λοιπόν εξακολουθεί να έχει σημασία και η αναθεώρησή του ως τυπική διαδικασία έχει σημασία παρά το φαινόμενο που έχω προσπαθήσει εδώ και χρόνια να περιγράψω με έναν θεολογικό όρο, τον όρο της αλληλοπεριχώρησης μεταξύ Εθνικών Συνταγμάτων, Ευρωπαϊκού Δικαίου και Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, προκειμένου να διαμορφωθεί ένας ενιαίος συνταγματικός χώρος.
Η τυπική αναθεώρηση, εάν χρειάζεται και όπου χρειάζεται, εξακολουθεί να έχει σημασία, ιδίως για θέματα εθνικής συνταγματικής ταυτότητας. Ο τρόπος εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας είναι στοιχείο εθνικής συνταγματικής ταυτότητας. Παρά την αύξηση των άτυπων συνταγματικών μεταβολών, οι οποίες είναι καθημερινές λόγω της σύμφωνης με το Ενωσιακό Δίκαιο και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ερμηνείας του Συντάγματος, αλλά και λόγω της εντατικής άσκησης του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας. Τα προβλήματα αυτά στα οποία αναφέρθηκε η Κα Σακελλαροπούλου είναι διαρκή, είναι μπροστά μας, διότι πάλι έχουμε να συζητήσουμε το ζήτημα της δημοσιονομικής επίγνωσης ως ορίου ερμηνείας του Συντάγματος και ως ορίου άσκησης του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων.
Η τυπική αναθεώρηση, λοιπόν, εξακολουθεί να έχει σημασία, παρότι η οικονομική κρίση έδειξε πόσο τραγικώς στενά είναι τα όρια της συνταγματικής ρητορείας και του συνταγματικού βολονταρισμού. Άλλωστε, εάν έπρεπε να συζητήσουμε θέματα σχετικά με την κρίση και την επίγνωση της κρίσης, θα έπρεπε να συζητούμε τώρα για την εισαγωγή στο Σύνταγμα του χρυσού δημοσιονομικού κανόνα, του ορίου δηλαδή του δημοσιονομικού ελλείμματος που είναι και υποχρέωσή μας, σύμφωνα με το άρθρο 3 της νέας Συνθήκης για τη συνεργασία, το συντονισμό και τη διακυβέρνηση, το νέο δημοσιονομικό σύμφωνο. Θα έπρεπε να συζητούμε για τη ρήτρα δημοσιονομικής δυνατότητας στην άσκηση των κοινωνικών δικαιωμάτων και θα έπρεπε να συζητούμε για τη συνταγματική αντιμετώπιση του φαινομένου της νομολογιακής ανατροπής βασικών επιλογών, όπως είναι η υπαγωγή σε προγράμματα στήριξης.
Δεν θα επαναλάβω το κουραστικό μου επιχείρημα, ότι θα μπορούσε να μην έχει ψηφιστεί κανένας νόμος, να μην έχει νομοθετηθεί καμία περικοπή, να είναι νομοθετικώς αλώβητοι οι μισθοί και οι συντάξεις, να οδηγηθούμε στην απόλυτη καταστροφή, να μην υπάρχουν λεφτά στο ταμείο και να μην μπορεί να πληρωθεί κανείς, να μην μπορούν να λειτουργήσουν τα σχολεία, τα νοσοκομεία. Να έχει καταρρεύσει το ασφαλιστικό σύστημα, να έχει καταρρεύσει το τραπεζικό σύστημα και ο δικαστής να μην έχει νόμο, τη συνταγματικότητα του οποίου να ελέγξει ή διοικητική πράξη, τη συνταγματικότητας της οποίας να ελέγξει, όλα να κινούνται στο χώρο του πραγματικού γίγνεσθαι χωρίς καμία νομική πράξη. Τι θα συνέβαινε τότε; Ποιος θα προσέφευγε; Θα προσέφευγε κάποιος με αγωγή κατά του δημοσίου; Ναι, ενδεχομένως, θα αργούσε πολύ, θα εφαρμόζονταν οι δικονομικοί κανόνες της πιλοτικής δίκης και θα επιλαμβανόταν γρηγορότερα η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας. Και θα έλεγε τι; Τι θα συνέβαινε με μία χώρα που θα ζούσε σκηνές Αργεντινής; Αλλά δεν έγινε αυτό στη χώρα μας και δεν μπορείς να βάλεις το βίωμα, που είναι το βίωμα της περικοπής των συντάξεων και των μισθών, και της μείωσης του επιπέδου ζωής, της μείωσης του ΑΕΠ, της μείωσης του διαθεσίμου εισοδήματος από τη μία μεριά. Και από την άλλη να αντιτάξεις τους συγκριτικούς πίνακες και να πεις ότι, ναι, αλλά εάν δεν το έκανα αυτό, εάν δεν έκανα αυτήν την επέμβαση, θα έχανες πολύ περισσότερα, θα τα έχανες όλα. Μα το ένα είναι βίωμα και το άλλο είναι επιχείρημα, δεν υπάρχει σύγκριση και στάθμιση μεταξύ βιώματος και επιχειρήματος.
Ως εκ τούτου, λοιπόν, είμαστε εξ ορισμού σε δυσμενή θέση, σε άνιση θέση, όσοι αγωνιστήκαμε να αποφευχθεί το βίωμα της απόλυτης καταστροφής και προβάλλουμε τώρα το αχνό επιχείρημα ότι εάν δεν κάναμε αυτό που κάναμε, η καταστροφή θα ήταν απόλυτη. Θα ήταν, αλλά δεν το έζησε ο ελληνικός λαός και εμείς έχουμε, ίσως, το δικαίωμα να βαυκαλιζόμαστε ότι κάποια στιγμή αυτό θα γίνει αντιληπτό. Δεν ξέρω εάν θα γίνει αντιληπτό, γιατί όταν μιλώ για συγκυρία και δημοκρατία, αναφέρομαι αποπροσωποποιημένα στις έννοιες αυτές, αφαιρετικά, ο κάθε πολίτης, η κάθε γενιά αντιδρά με βάση τη συγκυρία και με βάση την ατομική εμπειρία, δεν πρόκειται κανείς να κάνει αυτήν την ιστορική αναψηλάφηση. Αυτή η ιστορική αναψηλάφηση μπορεί να γίνει δεκαετίες αργότερα, να γίνει με ψυχραιμία και να γίνει με τους κανόνες της ιστορικής επιστήμης. Αλλά, ξέρετε, η συλλογική μνήμη είναι τελείως διαφορετική υπόθεση και από την επιστημονική ιστορία και από τη σχολική ιστορία. Εδώ η ιστορία γράφεται όπως γράφεται, δεν είναι μία εικονική και υποθετική ιστορία, εάν θα γινόταν το ένα, θα μπορούσε να γίνει το άλλο και ούτω καθεξής, γιατί αυτό είναι μία διανοητική άσκηση.
Εν πάση περιπτώσει, βρισκόμαστε μπροστά σε μία διαδικασία αναθεώρησης, όπως την περιέγραψε με πολύ σαφήνεια ο Αντώνης Μανιτάκης. Όταν κινείται η διαδικασία αναθεώρησης επιβεβαιώνεται και αμφισβητείται ταυτόχρονα ο αυστηρός χαρακτήρας του Συντάγματος. Μπαίνουμε σε μία περίοδο ηρτημένου του αυστηρού χαρακτήρα του Συντάγματος. Το μεγάλο λοιπόν στοίχημα είναι να διαμορφωθούν προϋποθέσεις αποφυγής του κινδύνου του συνταγματικού λαϊκισμού, γιατί από όλες τις εκδοχές λαϊκισμού –του πολιτικού, του δικαστικού, του ιεροκηρυκτικού, του καλλιτεχνικού, του επικοινωνιακού– η χειρότερη μορφή λαϊκισμού είναι, βεβαίως, ο συνταγματικός λαϊκισμός που μετατρέπει τον λαϊκισμό σε συνταγματική διάταξη, έστω στο όνομα της ρητορείας και του βολονταρισμού και του διακηρυχτικού χαρακτήρα των Συνταγμάτων, γιατί έτσι ξεκίνησαν τα Συντάγματα. Εδώ υπάρχουν συγγραφείς που μιλούν πλέον για τη λεγόμενη ματαιοδοξία του συντάγματος, ότι υπάρχει μία ιστορική ματαιοδοξία σε αυτή την συνταγματική, ας το πούμε έτσι, διακηρυκτικότητα και μεγαλοστομία. Όσο και εάν έχουν επικρατήσει τα λεγόμενα μηχανιστικά συντάγματα.
Το βιβλίο θέλει να συμβάλει ακριβώς στην αποφυγή του κινδύνου του συνταγματικού λαϊκισμού, εγχείρημα δύσκολο αλλά απολύτως αναγκαίο και συμφωνώ απολύτως με τον Αντώνη Μανιτάκη ότι το πρόβλημα της χώρας δεν είναι συνταγματικό, το πρόβλημα της χώρας είναι κοινωνικό, για την ακρίβεια νοοτροπιακό. Ως εκ τούτου είναι βεβαίως και πρόβλημα οικονομικό, είναι και πρόβλημα πολιτικό, είναι πρόβλημα δημοκρατίας, λειτουργίας των θεσμών και των εγγυήσεων του κράτους δικαίου, είναι πρόβλημα πολιτικού πολιτισμού.
Το ζήτημα είναι τώρα ότι υπάρχει ο κίνδυνος, η αναθεώρηση να προσθέσει και τεχνικά, νομικά προβλήματα στα ουσιαστικά προβλήματα, μακάρι να λύσει κάποια προβλήματα. Υπάρχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να προσθέσει παρά να αφαιρέσει προβλήματα. Μπορεί όμως, εν πάση περιπτώσει, υπό συνθήκες επίγνωσης συνταγματικής να συμβάλει στην ανάδειξη και αντιμετώπιση των πραγματικών προβλημάτων, άρα αυτά αντιμετωπίζονται μόνο υπό μία προϋπόθεση, ότι η κοινωνία έχει γνώση, συνείδηση και διάθεση να υιοθετήσει και να υποστηρίξει ένα μεταρρυθμιστικό πρόταγμα. Αυτό δεν υπάρχει τώρα, δεν διαπιστώνεται και δεν διαπιστώνεται γιατί τα τελευταία χρόνια έχει γίνει πολύ μεγάλη προσπάθεια να επιβληθούν οι κανόνες του κοινωνικού αυτοματισμού και η κοινωνία να μετατραπεί σε μία κοινωνία επιδοματικής λογικής, σε μία κοινωνία ολιγαρκή, σε μία κοινωνία, η οποία δεν αντιλαμβάνεται την κολοσσιαία παγίδα φτώχιας και αναιμικής ανάπτυξης στην οποία οδηγούμαστε μέσα από την πολιτική των υπερπλεονασμάτων. Για να επιτευχθεί αυτό πρέπει να εμφανιστούν μπροστά μας, να αναδυθούν, οι αναμφίβολα υπάρχουσες, αλλά ενδεχομένως λανθάνουσες δημιουργικές δυνάμεις της κοινωνίας και να κινητοποιηθούν με άξονα ένα φιλόδοξο και ρεαλιστικό ταυτόχρονα εθνικό σχέδιο ανόρθωσης.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο τώρα, διότι πρέπει να συνομιλούμε με μία Ευρώπη που μας διαφεύγει, γιατί διαφεύγει και η ίδια από τον εαυτό της, εισέρχεται σε μία σφαίρα ασάφειας και αβεβαιότητας στρατηγικής: Ενώ εμείς διεκδικούμε την επάνοδό μας σε μία θέση ευρωπαϊκής κανονικότητας, όχι παλιάς ελληνικής κανονικότητας, μία σχέση ουσιαστικής ισοτιμίας μέσα στη ζώνη του ευρώ, η Ευρώπη υφίσταται μία κρίση φυσιογνωμίας και στρατηγικής η οποία είναι εμφανής πια. Στο ευρωπαϊκό επίπεδο τα πράγματα είναι ακόμη πιο πιεστικά, γιατί το θεσμικό οικοδόμημα της οικονομικής διακυβέρνησης δεν μπορεί να αγνοεί τις αντοχές των κοινωνιών και τους συσχετισμούς που καταγράφονται στα εθνικά πολιτικά συστήματα. Η ευρωπαϊκή δημοκρατία γενικώς αντέχει, προς το παρόν μόνο το 25-30% ψηφίζει λαϊκιστικά κόμματα, όμως συνεχώς αυξάνει το μερίδιο των αποκλίσεων και των λεγόμενων αντισυστημικών επιλογών.
Αντισυστημικό δεν σημαίνει ούτε προοδευτικό, ούτε ριζοσπαστικό, ούτε ευαίσθητο, ούτε πολύ περισσότερο έντιμο, ειλικρινές και αποτελεσματικό. Εάν άλλωστε το σύστημα ισορροπεί ολοένα και σε χαμηλότερο επίπεδο, απλώς δαπανούμε πολύτιμο ιστορικό χρόνο. Δηλαδή, εάν περιμένουμε το μερίδιο του λαϊκισμού να πάει σταδιακά από το 25% στο 30%, στο 35% και ούτω καθεξής, και εμείς λέμε, εντάξει, αντέχουμε και ισορροπούμε, προφανώς έχουμε χάσει την αίσθηση του ιστορικού χρόνου.
Το στοίχημα λοιπόν της δημοκρατίας –και θα ήθελα να με βοηθήσετε να συζητήσουμε, διανοητικά εννοώ, αυτή τη διαπίστωση– είναι η επιστροφή της πολιτικής χωρίς ταυτόχρονη κατίσχυση της οικονομικής ανευθυνότητας και της κοινωνικής δημαγωγίας, δηλαδή του λαϊκισμού. Πρέπει να δούμε εάν μπορούν να συμβούν και τα δύο αυτά, και να επιστρέψει η πολιτική και να μην κατισχύσει η οικονομική ανευθυνότητα και ο λαϊκισμός. Μπορεί να γίνει αυτό, σε εθνικό και πανευρωπαϊκό επίπεδο; Αυτή είναι η μάχη για τη δημοκρατία, αυτό το ζητούμενο.
Τώρα, οι κοινωνικοί και πολιτικοί συσχετισμοί που διαμορφώνονται σε εθνικό επίπεδο, δυστυχώς, δεν συντίθενται σε ευρωπαϊκό επίπεδο, γιατί παρεμβάλλονται εθνικοί συσχετισμοί, δηλαδή συσχετισμοί πάγιων εθνικών στρατηγικών, και γιατί υπάρχουν και θεσμικά προβλήματα. Δηλαδή, δεν μπορεί να λειτουργήσει εύκολα μία νομισματική ένωση που ασκεί στο δικό της επίπεδο νομισματική πολιτική, διέπεται από κανόνες οικονομικής διακυβέρνησης πολύ αυστηρούς, έχει ενιαίους δημοσιονομικούς στόχους, αλλά διαφορετικά επίπεδα ανάπτυξης και δεδομένες ανισότητες. Ενώ τα κίνητρα ανάπτυξης προσκρούουν πολλές φορές σε καταναγκασμούς της ευρωπαϊκής έννομης τάξης. Κίνητρα φορολογικά, κίνητρα κοινωνικά ή κίνητρα μεταβιβαστικών πληρωμών. Αυτό λοιπόν, όταν έχεις χωριστούς εκλογικούς κύκλους, είναι πάρα πολύ δύσκολο να επιτευχθεί.
Στη δε Ελλάδα τα προβλήματα είναι πολύ βαθύτερα, γιατί η δημόσια συζήτηση που διεξάγεται είναι μία συζήτηση στην πραγματικότητα εκτός θέματος. Είναι μία συζήτηση η οποία διεξάγεται σα να έχουμε επανέλθει σε μία Καντιανή κανονικότητα. Άρα, το ζήτημα είναι τώρα να δούμε ποιος μπορεί να παρουσιάσει το πληρέστερο και δελεαστικότερο πακέτο παροχών. Πώς όμως θα γίνει αυτό; Χωρίς να εισάγω στη συζήτησή μας όλες τις άλλες παραμέτρους που αφορούν τους θεσμούς, την ποιότητα της δημοκρατίας, τις εγγυήσεις δικαστικής ανεξαρτησίας, το κράτος δικαίου, τους διεθνείς και περιφερειακούς συσχετισμούς, τους κινδύνους, δηλαδή τα μεγάλα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας και άμυνας.
Αυτή είναι η συζήτηση που θα επαναδιεξαχθεί και η οποία δυστυχώς διασπάται, αποσπασματοποιείται μέσα από συζητήσεις, οι οποίες δείχνουν δήθεν στρατηγικές, όπως είναι, για παράδειγμα, η συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος, ή η συζήτηση για την συμφωνία Πρωθυπουργού και Αρχιεπισκόπου, πίσω από την οποία κρύβεται μία αντίληψη για τις σχέσεις κράτους και κοινωνίας, ή η συζήτηση για την καθημερινότητα στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις, ή η συζήτηση για το πώς μας βλέπουν οι Ευρωπαίοι και εμείς δεν έχουμε καμία στοιχειώδη εθνική συμφωνία και συναίνεση για το πως πρέπει να διεκδικήσουμε την επάνοδό μας στον πυρήνα των ευρωπαϊκών εξελίξεων, όπου πια τα πράγματα είναι, όχι απλώς ακανόνιστα, αλλά μπορεί να είναι και επικίνδυνα από ένα σημείο και μετά.
Υπό την έννοια αυτή, θα ήθελε το βιβλίο να συμβάλει και σε μία προσπάθεια επαναφοράς της δημόσιας συζήτησης στο θέμα, το οποίο είναι λίγο-πολύ αυτό: Δημοκρατία, Σύνταγμα, Επίγνωση, Ιστορικότητα.
Σας ευχαριστώ πολύ.
Video της εκδήλωσης: https://vimeo.com/ 307638444
Ξεχωριστά οι εισηγήσεις:
Ομιλία κα. Κ. Σακελλαροπούλου https://vimeo. com/307850091
Ομιλία Αντ. Μανιτάκη https://vimeo.com/ 307845972
Ομιλία Χρ. Χωμενίδη https://vimeo.com/ 307852486
Ομιλία Αντ. Καραμπατζού https://vimeo.com/ 307844387
Ομιλία Ευ. Βενιζέλου https://vimeo.com/ 307841169
Ομιλία Αντ. Μανιτάκη https://vimeo.com/
Ομιλία Χρ. Χωμενίδη https://vimeo.com/
Ομιλία Αντ. Καραμπατζού https://vimeo.com/
Ομιλία Ευ. Βενιζέλου https://vimeo.com/
* Η παρουσίαση πραγματοποιήθηκε στο Γαλλικό Ινστιτούτο στις 20 /12/2018.
Στην παρουσίαση μίλησαν επίσης:
Κατερίνα Σακελλαροπούλου, Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας (για το video της ομιλίας, δείτε εδώ: https://vimeo.com/307850091 )
Αντώνης Μανιτάκης, Ομότιμος Καθηγητής ΑΠΘ, πρώην Υπουργός Εσωτερικών κ Διοικητικής Μεταρρύθμισης (για το video της ομιλίας, δείτε εδώ: https://vimeo.com/307845972 )
Χρήστος Χωμενίδης, Συγγραφέας (για το video της ομιλίας, δείτε εδώ: https://vimeo.com/307852486 )
Αντώνης Καραμπατζός, Αναπλ. Καθηγητής στη Νομική Σχολή ΕΚΠΑ (για το video της ομιλίας, δείτε εδώ: https://vimeo.com/307844387 )
Εισαγωγή και συντονισμός: Δήμητρα Κρουστάλλη, δημοσιογράφος